Η απογοητευτική νίκη του AKP | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η απογοητευτική νίκη του AKP

Πώς οι εκλογές θα αλλάξουν την τουρκική πολιτική

Στις βουλευτικές εκλογές που πραγματοποιήθηκαν αυτόν τον μήνα [Ιούνιος 2011] στην Τουρκία ,το κυβερνόν Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) εξασφάλισε σχεδόν το 50% της λαϊκής ψήφου, ποσοστό ανώτερο από το 46,5% της προηγούμενης εκλογικής αναμέτρησης. Ένα μέρος της επιτυχίας αυτής θα πρέπει να αποδοθεί στις πολύ καλές επιδόσεις που παρουσίασε η Τουρκία υπό τη διακυβέρνηση του συντηρητικού AKP. Από το 2002 και μέχρι σήμερα, ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης της Τουρκίας κινήθηκε χαμηλότερα μόνο σε σύγκριση με εκείνον της Κίνας και της Ινδίας. Εντούτοις, το AKP είχε ανάγκη από τρεις επιπλέον έδρες για να διατηρήσει την απόλυτη πλειοψηφία (έλεγχο των 330 από τις 550 έδρες του Κοινοβουλίου) που απολάμβανε από το 2002, όταν για πρώτη φορά κέρδισε στην εξουσία. Η πλειοψηφία αυτή καθιστά δυνατή την αναθεώρηση του Συντάγματος από ένα και μόνο κόμμα. Παρά το γεγονός ότι το AKP αύξησε εφέτος το ποσοστό των ψήφων του, το κοσμικό σοσιαλδημοκρατικό Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (CHP) και το εθνικιστικό κουρδικό Κόμμα της Ειρήνης και της Δημοκρατίας (BDP) σημείωσαν μεγαλύτερα κέρδη, με αποτέλεσμα να υφαρπάξουν κάποιες έδρες από το AKP. Πρόκειται για μια θετική εξέλιξη για την εύθραυστη δημοκρατία της Τουρκίας, η οποία παρουσιάζει επικίνδυνη κατάσταση πόλωσης ανάμεσα στους συντηρητικούς και τους φιλελεύθερους κοσμικούς. Για πρώτη φορά εδώ και μια δεκαετία, το AKP θα αναγκαστεί να επιδιώξει τη συναίνεση για να κυβερνήσει, ειδικά σε περιοχές όπου οι επιδόσεις του στις εκλογές δεν ήταν καλές: στη φιλελεύθερη Θράκη στα παράλια του Αιγαίου, στις μεσοαστικές συνοικίες της Κωνσταντινούπολης και σε άλλες μεγάλες πόλεις.
Οι νέες ισορροπίες στην τουρκική κυβέρνηση παρουσιάζουν ιστορικές προκλήσεις και ιστορικές ευκαιρίες. Από την εποχή που η Τουρκία έγινε πολυκομματική δημοκρατία το 1946, ποτέ η χώρα δεν είχε Σύνταγμα φτιαγμένο από πολιτικούς, αλλά αντιθέτως αρκέστηκε σε μια σειρά από καταστατικούς χάρτες παραγωγής στρατοκρατούμενων κοινοβουλίων. Στα πιο πρόσφατα χρόνια, ύστερα από σχεδόν μία δεκαετία οικονομικής και πολιτικής ανάπτυξης, διαμορφώθηκαν πλειοψηφίες, τόσο στα φιλελεύθερα όσο και στα συντηρητικά κόμματα, που υποστήριξαν την εκπόνηση ενός νέου Συντάγματος. Η μοίρα αυτής της προσπάθειας θα εξαρτηθεί από το αποτέλεσμα των εκλογών. Αν η νίκη του AKP ήταν θεαματικότερη, θα μπορούσε να προχωρήσει μόνο του στην κατεύθυνση αυτή, δημιουργώντας ένα Σύνταγμα που πιθανότατα θα προστάτευε τον κοινωνικό συντηρητισμό. Από τη στιγμή, όμως, που η ψήφος μοιράστηκε, η διαδικασία σύνταξης θα πρέπει να είναι πιο συναινετική.
Αυτά είναι -πράγματι- πολύ καλά νέα : το πρώτο πολιτικό Σύνταγμα της Τουρκίας θα πρέπει να είναι ευρείας βάσης και να ικανοποιεί εξίσου τα αιτήματα των συντηρητικών, των ισλαμιστών, των εθνικιστών και των φιλελευθέρων. Το Σύνταγμα θα πρέπει, επίσης, να απηχεί τα συμφέροντα των Κούρδων εθνικιστών, καθώς το κόμμα τους, το BDP, διπλασίασε σχεδόν εφέτος την εκπροσώπησή του στο Κοινοβούλιο, ανεβάζοντάς την στις 35 έδρες. Το Σύνταγμα, όπως είναι διατυπωμένο σήμερα, διαβάζεται περισσότερο ως ένας κατάλογος απαγορευμένων ελευθεριών. Οι Τούρκοι δεν μπορούν να μιλούν, να δημοσιεύουν και να συνεταιρίζονται ελεύθερα. Ακόμη χειρότερα, το Σύνταγμα δεν κατορθώνει να αποτρέψει τα κυβερνόντα κόμματα από το να απαγορεύουν ή να καταστέλλουν την ισχύ των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Ένα συναινετικό Σύνταγμα θα πρέπει να ξεκινήσει από την προστασία των δικαιωμάτων όλων των πολιτών. Για παράδειγμα, όσον αφορά το ζήτημα της θρησκευτικής πρακτικής, το νέο Σύνταγμα είναι ανάγκη να διατηρήσει τον χωρισμό εκκλησίας και κράτους, αλλά να επιτρέπει τις εκδηλώσεις πίστης στη δημόσια ζωή. Οι νόμοι θα πρέπει να προστατεύουν τα δικαιώματα εκείνων που είναι πιστοί στο Ισλάμ και εκείνων που δεν είναι. Ένας τέτοιου είδους, επί τη βάσει των δικαιωμάτων, καταστατικός χάρτης στην περιοχή, θα είναι γεγονός χωρίς προηγούμενο και θα σημαίνει ότι η μόνη μουσουλμανική δημοκρατία στη Μέση Ανατολή θα μπορέσει να συνεχίσει να ευδοκιμεί και να αποτελεί πηγή έμπνευσης για τους υπολοίπους.
Το AKP, βεβαίως, μπορεί να αρνηθεί να συνεργαστεί με τα άλλα κόμματα. Είναι πολύ κοντά στην απόλυτη πλειοψηφία και ενδέχεται να επιλέξει να παζαρέψει μερικές έδρες για να ξεπεράσει αυτό το όριο. Προτού το ΑΚΡ κερδίσει την απόλυτη πλειοψηφία με τις κάλπες του 2002, πολιτικοί από όλο το πολιτικό φάσμα παραδοσιακά δημιουργούσαν πλειοψηφίες με την εξαγορά βουλευτών από άλλα κόμματα, με αντάλλαγμα χρήμα ή προσοδοφόρες θέσεις και υπουργικά αξιώματα. Σε περίπτωση που επανεμφανιστούν οι παλιές συνήθειες και το ΑΚΡ εξαγοράσει τρεις επιπλέον ψήφους, θα μπορέσει τυπικά να εκπονήσει και να ψηφίσει ένα δικό του Σύνταγμα (παρά το γεγονός ότι το κόμμα οφείλει να θέσει το κείμενο σε δημοψήφισμα). Ακόμη και αν η μισή χώρα, που εκλογικά υποστήριξε το ΑΚΡ, εγκρίνει το νέο Σύνταγμα, αυτό θα στερείται νομιμότητας στα μάτια της υπόλοιπης μισής χώρας, στην οποία ανήκουν οι μεγάλες επιχειρήσεις, οι Κούρδοι εθνικιστές, οι φιλελεύθεροι και κοσμικοί Τούρκοι, καθώς επίσης και πολλές μορφωμένες γυναίκες που εκφράζουν φόβους για τον κοινωνικό συντηρητισμό του κόμματος. Σε μια τέτοια περίπτωση, η Τουρκία θα επιστρέψει εκεί από όπου ξεκίνησε, με ένα Σύνταγμα επιβεβλημένο από ψηλά, χωρίς ευρεία λαϊκή στήριξη.
Το ΑΚΡ πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι η κοσμική, φιλελεύθερη Τουρκία, στην οποία ανήκει τουλάχιστον ο μισός πληθυσμός της χώρας, είναι πολύ μεγάλη για να την αγνοήσει κανείς. Από την άλλη, οι κοσμικοί φιλελεύθεροι θα πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι, σε αντίθεση με μια δεκαετία πριν, στην Τουρκία έχει παγιωθεί μια μεγάλη ισλαμιστική συντηρητική ελίτ και ένα συντηρητικό πολιτικό κόμμα με ευρεία στήριξη. Και τα δύο ημίση της χώρας οφείλουν να συνεργαστούν στην κατεύθυνση ενός νέου Συντάγματος, ώστε να μη συμβεί ένας -πιθανότατα βίαιος- πολιτικός διχασμός. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα ήταν πολύ κακό, τόσο για το κράτος (το μόνο σε παγκόσμια κλίμακα που πειραματίζεται στη συμφιλίωση του Ισλάμ με τη δημοκρατία) όσο και για εκείνους που το παρακολουθούν.
Όσον αφορά την εξωτερική πολιτική, το ΑΚΡ θα ερμηνεύσει το αποτέλεσμα των εκλογών ως δικαίωση και ανάγκη διατήρησης ορισμένων πλευρών της τρέχουσας πολιτικής του. Υπό τη διακυβέρνηση του ΑΚΡ, άλλαξε η άποψη της Άγκυρας για τον διεθνή ρόλο της. Η Άγκυρα επιθυμεί να είναι περιφερειακός ηγέτης. Η κυβέρνηση πιστεύει ότι γνωρίζει τι είναι καλύτερο για τη Μέση Ανατολή και ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να τη συμβουλεύονται προτού επιχειρήσουν οτιδήποτε στην περιοχή. Και λαμβανομένου υπόψη ότι -κατά παράδοση- οι αρμόδιοι για τη χάραξη πολιτικής Τούρκοι αξιωματούχοι θεωρούσαν τη χώρα τους ως έθνος μουσουλμανικό αλλά με γερές ρίζες στη Δύση, πιστεύουν τώρα ότι αποτελούν ένα κράτος μουσουλμανικό που μπορεί να συνδεθεί με τη Δύση χωρίς να γίνει δυτικό αυτό καθεαυτό. Ο επανακαθορισμός της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής από το ΑΚΡ ήχησε σαν μουσική στα αυτιά πολλών Τούρκων, οι οποίοι είδαν στην ιστορία αυτή τη δίκαιη αποκατάσταση της τουρκικής επιρροής της οθωμανικής περιόδου. Και δεδομένου ότι η χάραξη της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής δεν απαιτεί την απόλυτη πλειοψηφία, παρά το γεγονός ότι το ΑΚΡ οφείλει να επιδιώξει τη συναίνεση για να συντάξει έναν νέο καταστατικό χάρτη για τη χώρα, εντούτοις δεν οφείλει να συνεργαστεί με την αντιπολίτευση για να ασκήσει εξωτερική πολιτική.
Μετά τις εκλογές, η συνεχής αμερικανο-τουρκική συνεργασία θα γίνει ευκολότερη όσον αφορά το Ιράκ και το Αφγανιστάν, επειδή και στις δύο αυτές χώρες τα αμερικανικά και τα τουρκικά συμφέροντα συμπίπτουν. Στο Ιράκ, για παράδειγμα, τόσο η Ουάσιγκτον όσο και η Άγκυρα επιθυμούν να αντισταθμίσουν την ιρανική επιρροή. Η Άγκυρα, επίσης, θέλει να αναχαιτίσει την κίνηση ανεξαρτησίας των Κούρδων στο βόρειο τμήμα της χώρας (μια εξέλιξη την οποία απεύχονται εξίσου και οι ΗΠΑ), αλλά και να διατηρήσει τον ήπιο έλεγχό της στη Μέση Ανατολή. Παράλληλα, η Τουρκία είναι ευπρόσδεκτη στο Αφγανιστάν και στο Πακιστάν και εργάζεται στην κατεύθυνση της δημιουργίας σταθερού καθεστώτος ηπίου ελέγχου και στις δύο χώρες. Απολαμβάνοντας την εμπιστοσύνη τόσο του Ισλαμαμπάντ όσο και της Ουάσιγκτον, η Άγκυρα λειτουργεί ως υψίστης σημασίας γέφυρα μεταξύ τους.
Διαφορές που θα είναι δυσκολότερο, αλλά όχι ανέφικτο, να ξεπεραστούν, αφορούν την πολιτική για τη Λιβύη, τη Συρία και τις άλλες αραβικές χώρες που διέρχονται φάση εξεγέρσεων. Το ΑΚΡ εξαρχής άσκησε κριτική στην αμερικανική ανάμιξη σε αυτές τις περιοχές, κινούμενο από τον φόβο του δυτικού ιμπεριαλισμού και από τα φιλικά αισθήματα προς τη σύμμαχό του Συρία. Το ΑΚΡ αναμένει από τον Λευκό Οίκο να λάβει υπόψη τις ανησυχίες του και θα αντιταχθεί σε οποιαδήποτε νέα ανάμιξη του ΝΑΤΟ σε μουσουλμανικές χώρες.
Αν και η συνεργασία της Άγκυρας δεν θα είναι αυτονόητη στις προαναφερθείσες περιπτώσεις, εντούτοις θα καταστεί εφικτή εφόσον το ΑΚΡ θεωρήσει ότι θα έχουν ληφθεί σοβαρά υπόψη τα τουρκικά συμφέροντα ή αν το ΑΚΡ, που αποστρέφεται όσο και η Ουάσιγκτον την αστάθεια στην περιοχή, θεωρήσει ότι η κρίση είναι επαπειλούμενη. Η Λιβύη είναι μια τέτοια περίπτωση : παρά το γεγονός ότι αρχικά το ΑΚΡ εναντιώθηκε στη νατοϊκή επέμβαση εκεί, στη συνέχεια άλλαξε στάση, ύστερα από τη συχνή τηλεφωνική επικοινωνία με την οποία ο Αμερικανός πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα επεδίωξε να ζητήσει τη γνώμη και τη συνεργασία του Τούρκου πρωθυπουργού Ρετσέπ Ταγίπ Ερντογάν. Η Συρία είναι μια άλλη περίπτωση : αν και το ΑΚΡ διατηρεί ισχυρούς δεσμούς με τον Σύρο πρόεδρο Μπασάρ αλ-Άσαντ, η απειλή μιας μαζικής εξόδου Σύρων προσφύγων προς την Τουρκία καθώς και η αποτρόπαιη φύση της καταστολής του Άσαντ, ώθησε την Άγκυρα να συμμαχήσει με την Ουάσιγκτον και να του ζητήσει μεταρρυθμίσεις.
Πιθανότατα η Τουρκία θα συνεργαστεί μόνο μερικώς με τις ΗΠΑ στο ζήτημα του Ιράν, παρέχοντας -επί παραδείγματι- στήριξη στις κυρώσεις του ΟΗΕ σε βάρος της χώρας, όχι όμως και σε μονομερείς αμερικανικές ή ευρωπαϊκές κυρώσεις. Ακόμη και έτσι, η κρίση στη Συρία ενδέχεται να επιφέρει την πρώτη ρήξη στις σχέσεις Τεχεράνης-Άγκυρας από το 2003, όταν η κοινή αντίθεση Ιράν και Τουρκίας στον πόλεμο του Ιράκ και το φιλικό κλίμα που διαμόρφωσε το ΑΚΡ προς την Τεχεράνη, συμφιλίωσαν τις δύο χώρες. Από τη στιγμή που η Τουρκία άφησε να φανεί η στροφή της υπέρ των αμερικανικών θέσεων στο ζήτημα της Συρίας στις αρχές της άνοιξης, η Τεχεράνη άσκησε δριμύτατη κριτική στο καθεστώς. Σύμφωνα με ορισμένες πηγές, η Τεχεράνη τώρα βρίσκεται σε διάλογο με τον Άσαντ, αλλά η Τουρκία παραμένει σταθερή, αποκαλώντας «θηριωδία» τις ενέργειές του κατά των διαδηλωτών και ενδέχεται ανά πάσα στιγμή να ζητήσει την αποχώρησή του.
Τέλος, υπάρχουν δυνητικά ορισμένες αγεφύρωτες διαφορές, στις οποίες περιλαμβάνονται οι περιπτώσεις του Ισραήλ και η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Όσον αφορά τις τουρκο-ισραηλινές σχέσεις, το ΑΚΡ φαίνεται να πιστεύει ότι δεν υφίσταται ισραηλινο-παλαιστινιακό πρόβλημα, αλλά ότι μάλλον το ίδιο το Ισραήλ αποτελεί πρόβλημα. Από την πλευρά της, η Ουάσιγκτον θα επιθυμούσε να δει την Τουρκία να επιδιορθώνει όπως-όπως τις σχέσεις της με το Ισραήλ, ιδιαίτερα μετά το επεισόδιο του 2010 με τον στολίσκο, γεγονός που έκανε τις ψυχρές τους σχέσεις ακόμη ψυχρότερες. Το ΑΚΡ έδωσε δείγματα προθυμίας για συνεννόηση με το Ισραήλ και πέτυχε να πείσει τους Τούρκους διοργανωτές του φετινού στολίσκου να αποσυρθούν από την αποστολή. Επιπλέον, το ΑΚΡ εμφανίζεται ίσως πιο διστακτικό στην πιθανότητα μιας σύγκρουσης με την Ουάσιγκτον όσον αφορά την πολιτική απέναντι στο Ισραήλ, δεδομένου ότι οι δύο χώρες συνεργάζονται στο ζήτημα της Συρίας και της Λιβύης. Παρά ταύτα, το θεμελιώδες πρόβλημα, δηλαδή η στάση του ΑΚΡ απέναντι στην ισραηλινή κυβέρνηση, παραμένει.
Παρά το γεγονός ότι η Ουάσιγκτον έχει θέσει ως προτεραιότητα την ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το ΑΚΡ ούτε ενστερνίστηκε πλήρως τη μεταρρυθμιστική διαδικασία που απαιτείται για την ένταξη στην Ε.Ε, ούτε εστίασε τη δυναμική της χώρας στην κατεύθυνση της ολοκλήρωσής της ή στην επιδίωξη στενότερων δεσμών εξωτερικής πολιτικής με την Ευρώπη. Καμία χώρα δεν έγινε δεκτή στην Ένωση χωρίς να έχει θέσει ως προτεραιότητα αυτόν τον στόχο. Δεδομένης μάλιστα της χαλαρής σχέσης του ΑΚΡ με φιλελεύθερες δημοκρατικές αξίες, γεγονός εμφανές στην υποχώρησή του, από το 2005, σε θέματα ελευθεριών των ΜΜΕ και Ίντερνετ, στην ισότητα των φύλων και στην υποστήριξη που παρέχει σε αυταρχικούς γείτονες, δεν θεωρείται πιθανή η ένταξη στην Ε.Ε σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Μετά τις εκλογές, η Τουρκία υπό τη διακυβέρνηση του ΑΚΡ θα εξακολουθήσει να είναι μια δημοκρατία που η Ουάσιγκτον θα περιβάλλει με στοργή, αλλά και μια χώρα που θα είναι κάπως δύσκολο να συνεργαστεί με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Με τη συνεχιζόμενη συνεργασία τους στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν, με την αυξημένη συνεργασία τους στη Συρία και στη Λιβύη, και με τις τρέχουσες προσπάθειες αναθέρμανσης των τουρκο-ισραηλινών δεσμών, η Ουάσιγκτον και η Άγκυρα θα περάσουν ένα καλό καλοκαίρι. Το αν αυτό θα σημάνει ένα εξίσου καλό φθινόπωρο, θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από την ικανότητα της κυβέρνησης Ομπάμα να κατευνάσει τις ανησυχίες του ΑΚΡ και να μαλάξει τη μετα-οθωμανική υπεροψία των Τούρκων, καθώς στο εξής το ΑΚΡ θα έχει την πρωτοβουλία για τη διατήρηση φιλικών σχέσεων με την κυβέρνηση Ομπάμα.