Το «σπασμένο» Συμβόλαιο | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το «σπασμένο» Συμβόλαιο

Πώς η Ανισότητα Οδηγεί σε Παρακμή

Εξωτερικά η ζωή έχει κατά πολύ βελτιωθεί, τουλάχιστον για τους μορφωμένους και τους σχετικά εύπορους, δηλαδή για το ανώτερο 20% από κοινωνικοοικονομικής απόψεως. Ωστόσο, οι βαθύτερες δομές, οι θεσμοί που υποβαστάζουν μια υγιή δημοκρατική κοινωνία, έχουν περιπέσει σε παρακμή. Έχουμε στα ακροδάχτυλά μας όλη την πληροφορία του κόσμου, ενόσω τα βασικότερα προβλήματά μας εξακολουθούν να παραμένουν άλυτα, χρόνο με τον χρόνο: κλιματική αλλαγή, ανισότητα εισοδήματος, μισθολογική στασιμότητα, εθνικό χρέος, μετανάστευση, υποχώρηση στα εκπαιδευτικά επιτεύγματα, επιδείνωση υποδομών, υποβάθμιση των προδιαγραφών της πληροφόρησης. Γύρω μας βλέπουμε μια εκπληκτική τεχνολογική αλλαγή, αλλά καμιά πρόοδο. Πέρσι μια εταιρεία της Γουόλ Στριτ, την οποία λίγοι είχαν ακουστά, έσκαψε ένα χαντάκι 800 μιλίων κάτω από χωράφια, ποτάμια και βουνά μεταξύ Σικάγο και Νέας Υόρκης και τοποθέτησε ένα καλώδιο οπτικών ινών που συνδέει το Εμπορικό Χρηματιστήριο του Σικάγου με το Χρηματιστήριο Αξιών της Νέας Υόρκης. Τούτο το επίτευγμα των υποδομών, που κόστισε 300 εκατομμύρια δολάρια, εξοικονομεί τρία εκατομμυριοστά του δευτερολέπτου στις υψηλής ταχύτητας και μεγάλου όγκου αυτοματοποιημένες συναλλαγές, πράγμα που είναι μεγάλο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Ωστόσο, τα επιβατικά τρένα μεταξύ Σικάγο και Νέας Υόρκης βελτίωσαν ελάχιστα την ταχύτητά τους από το 1950, ενώ η χώρα δεν δείχνει πλέον ικανή, τουλάχιστον από πολιτικής απόψεως, να κατασκευάσει ταχύτερα τρένα. Ρωτήστε απλώς τον κόσμο στη Φλόριντα, στο Οχάιο και στο Ουισκόνσιν, οι κυβερνήτες των οποίων αρνήθηκαν πρόσφατα ενίσχυση από τον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό για κατασκευή σιδηροδρόμου μεγάλης ταχύτητας.

Μπορεί να αναβαθμίζουμε τα iPhone μας, αλλά δεν μπορούμε να επισκευάσουμε τους δρόμους και τις γέφυρές μας. Επινοήσαμε το υψηλής ταχύτητας ίντερνετ, αλλά δεν μπορούμε να τo επεκτείνουμε στο 35 % του κοινού. Μπορούμε να έχουμε 300 τηλεοπτικά κανάλια στο iPad, αλλά κατά την τελευταία δεκαετία είκοσι εφημερίδες έκλεισαν όλα τα γραφεία τους στο εξωτερικό. Έχουμε μηχανές ψηφοφορίας με οθόνη αφής, αλλά τον τελευταίο χρόνο ψήφισε μόνο το 40 % των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων, ενώ το πολιτικό μας σύστημα είναι περισσότερο πολωμένο, περισσότερο πνιγμένο μέσα στη δυσφορία του, απ’ όσο την εποχή του Εμφυλίου Πολέμου. Δεν υπάρχει σήμερα τίποτε ανάλογο με την εξόντωση προσώπων της εποχής Μακάρθι ή με τις οδομαχίες της δεκαετίας του ’60. Κατά τις περιόδους αυτές, όμως, υφίσταντο ακόμη στην πολιτική, στις επιχειρήσεις και στα ΜΜΕ θεσμικές εξουσίες, ώστε να μπορούν να διατηρούν τη συνοχή σε αυτό που λέμε στην πολιτική «κέντρο». Είναι αυτό που συνήθιζαν να αποκαλούν κατεστημένο, κι αυτό δεν υπάρχει πλέον. Η επίλυση των βασικών προβλημάτων με αποφασιστικό πρακτικό πνεύμα, αυτό που κατ’ εξοχήν ο κόσμος ταύτισε με την Αμερική και που μας λύτρωσε από τη χυδαιότητα και την υπεροψία μας, τώρα φαντάζει κάτι άπιαστο για μας.

ΤΟ ΑΓΡΑΦΟ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟ

Πώς και γιατί συνέβη αυτό; Πρόκειται για δύσκολα ερωτήματα. Ένας πλάγιος τρόπος να απαντηθούν είναι να αναρωτηθούμε, κατ’ αρχάς, πότε άρχισε να συμβαίνει κάτι τέτοιο. Κάθε χρονικό πλαίσιο έχει κάποιο στοιχείο αυθαιρεσίας, και περιέχει, συγχρόνως, την έναρξη μιας θεωρίας. Η δική μου πάει πίσω σε εκείνο το άθλιο, αδιάφορο έτος 1978. Θα προκαλέσει κατάπληξη να πούμε ότι το 1978, ή περίπου τότε, η αμερικανική ζωή άλλαξε, και άλλαξε δραστικά. Ήταν, όπως και τώρα, μια περίοδος διάχυτου πεσιμισμού: υψηλός πληθωρισμός, υψηλή ανεργία, υψηλές τιμές καυσίμων. Και η χώρα αντέδρασε στην αίσθηση παρακμής που την κατείχε, εγκαταλείποντας το κοινωνικό συμβόλαιο που ίσχυε από τις δεκαετίες του 1930 και του 1940.

Ποιο ήταν αυτό το συμβόλαιο; Ενίοτε αποκαλείται «μικτή οικονομία», αλλά ο όρος που προτιμώ είναι η «δημοκρατία της μεσαίας τάξης». Ήταν ένα άγραφο κοινωνικό συμβόλαιο ανάμεσα στον κόσμο της εργασίας, των επιχειρήσεων και της κυβέρνησης, μεταξύ ελίτ και μαζών. Εξασφάλιζε ότι τα κέρδη της οικονομικής ανάπτυξης που ακολούθησε τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο θα μοιράζονταν ευρύτερα, και ότι στην ευημερία θα μετείχαν περισσότεροι άνθρωποι απ’ ό,τι σε οποιαδήποτε περίοδο της ανθρώπινης ιστορίας. Στα 1970 τα ανώτατα στελέχη των επιχειρήσεων κέρδιζαν 40 φορές περισσότερα απ’ όσο οι κατώτερα αμειβόμενοι υπάλληλοί τους (Το 2007 η αναλογία έγινε 1 προς 400). Η εργατική νομοθεσία και η κυβερνητική πολιτική διατήρησαν την ισορροπία ισχύος μεταξύ εργατών και εργοδοσίας σε ένα αταλάντευτο σημείο, οδηγώντας σε μια ευνοϊκή αλληλεπίδραση μεταξύ υψηλών μισθών και μεγαλύτερης οικονομικής ενεργοποίησης. Η φορολογική νομοθεσία περιόρισε το ποσό πλούτου που μπορούσε να συγκεντρωθεί σε ιδιωτικά χέρια και να περάσει από γενιά σε γενιά, εμποδίζοντας, έτσι, τη διαμόρφωση μιας κληρονομικής πλουτοκρατίας. Οι ελεγκτικοί θεσμοί ήσαν αρκετά ισχυροί, ώστε να εμποδίσουν εκείνο το είδος από κερδοσκοπικές φούσκες που τώρα εμφανίζονται κάθε πέντε χρόνια, ή περίπου: μεταξύ της Μεγάλης Ύφεσης και της εποχής Ρήγκαν δεν υπήρξε ούτε μία συστημική οικονομική κρίση, πράγμα που εξηγεί γιατί οι υφέσεις κατά τη διάρκεια αυτών των δεκαετιών ήσαν κατά πολύ ηπιότερες απ’ αυτές που ακολούθησαν. Η δραστηριότητα των εμπορικών τραπεζών ήταν μια σταθερή, πληκτική επιχείρηση. (Στον κινηματογράφο της δεκαετίας 1940-50 οι τραπεζίτες παρουσιάζονται σαν νωθροί, στέρεοι στυλοβάτες της κοινωνίας). Η επενδυτική δραστηριότητα, αποκλεισμένη από τον σιδερένιο τοίχο του Νόμου Γκλας-Στίγκαλ, ήταν ένας κλειστός κόσμος ιδιωτικών συνεταιρισμών, στον οποίο οι πλούσιοι ζύγιζαν προσεκτικά τους κινδύνους, εφόσον έπαιζαν με τα δικά τους λεφτά. Εν μέρει εξαιτίας αυτής της μοιρασμένης ευημερίας, η πολιτική συμμετοχή έφθασε μεταπολεμικά σε ένα πρωτόγνωρο μέχρι τότε σημείο (με την εξαίρεση ορισμένων, όπως οι μαύροι Αμερικανοί του Νότου, που δεν τους είχε ακόμη επιτραπεί η πρόσβαση στην κάλπη).