Η αφορμή του οικονομικού πολέμου στην Ευρώπη | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η αφορμή του οικονομικού πολέμου στην Ευρώπη

Οι γερμανικές επιδιώξεις και ο ρόλος των μελών της Ε.Ε

Πριν λίγες μέρες μερικοί κορυφαίοι ευρωπαίοι αναλυτές έκαναν έναν τολμηρό παραλληλισμό που αγγίζει τα όρια της υπερβολής. Προσπάθησαν, δηλαδή, να αντιπαραβάλλουν δύο κορυφαίες στιγμές της νεώτερης ευρωπαϊκής ιστορίας: Την συνθήκη του Μονάχου του 1938 με την συμφωνία των Βρυξελλών του Οκτωβρίου 2011. Η απόπειρα αυτή ήδη δέχθηκε έντονη κριτική.

Η σημερινή Ευρώπη έχει πλέον ένα στέρεο δημοκρατικό πολίτευμα, σε αντίθεση με την Δυτική Ευρώπη του 1938, που κυριαρχούσαν δύο δικτάτορες (Χίτλερ και Μουσολίνι), και την Ανατολική Ευρώπη, όπου η σταλινική καταπίεση είχε ως κυρίαρχο χαρακτηριστικό τους διωγμούς και
τη βιολογική εξόντωση εκατομμύριων σοβιετικών - αντιφρονούντων, διαφωνούντων και μη. Η ουσιαστική αυτή διαφοροποίηση αποτέλεσε τον κορμό της κριτικής που διατυπώθηκε στην προσπάθεια εντοπισμού των συγκριτικών στοιχείων των δύο Συμφωνιών. Άλλοι, στα πλαίσια της κριτικής, επισήμαιναν ότι σήμερα όλες οι σημαντικές αποφάσεις που λαμβάνονται στην Ευρώπη εγκρίνονται από δημοκρατικά εκλεγμένα κοινοβούλια, κάτι που σαφώς δεν ίσχυε πριν 73 χρόνια, όταν η Ευρώπη προσπαθούσε να βρει «οξυγόνο» για να ανασάνει από τον ασφυκτικό κλοιό του φασισμού των ευρωπαϊκών ολοκληρωτικών καθεστώτων (σε Γερμανία, Ιταλία, Ουγγαρία, Ισπανία, Ελλάδα).

Και όμως, υπάρχουν πολλά κοινά σημεία μεταξύ των δύο συμφωνιών, αντιτείνουν εκείνοι που υποστηρίζουν ότι η συμφωνία των Βρυξελλών μπορεί να σημάνει την αλλαγή του «ευρωπαϊκού χάρτη»: « Η Συνθήκη του Μονάχου, ήταν η ληξιαρχική πράξη θανάτου της Συνθήκης των Βερσαλλιών. Η συμφωνία των Βρυξελλών μπορεί να έχει ανάλογα αποτελέσματα για την Συνθήκη της Ρώμης με την οποία τέθηκαν οι βάσεις της ενιαίας Ευρώπης. Σε αυτό που διαφέρουν είναι ότι στην μία περίπτωση υπήρχε η απειλή μίας στρατοκρατικής βίας, ενώ στην άλλη η οικονομική απειλή. Επίσης, και στις δύο περιπτώσεις, χρησιμοποιήθηκε ως πειραματόζωο μία μικρή χώρα, δηλαδή η Τσεχοσλοβακία το 1938 και η Ελλάδα το 2011», υποστηρίζουν, επισημαίνοντας ότι ο οικονομικός πόλεμος που μπορεί να πυροδοτήσει η πρόσφατη συμφωνία μπορεί να έχει «ολέθριες απώλειες στην βασανισμένη γηραιά ήπειρο».

Επίσης, αναφέρονται και σε μία επιπλέον σύμπτωση: Ακόμα και αν ο χρόνος έχει επιφέρει σημαντικές διαφοροποιήσεις στην ευρωπαϊκή ισορροπία δυνάμεων εντούτοις οι πρωταγωνιστές εξακολουθούν να είναι οι ίδιοι, απλώς η θέση τους στο τραπέζι των συνομιλιών έχει αλλάξει. Τότε, όπως και σήμερα, οι πρωταγωνιστές ήταν η Γερμανία, η Γαλλία, η Ιταλία και η Μεγάλη Βρετανία. Η τελευταία, το 1938, ήταν το πλέον ισχυρό αντίβαρο στην προσπάθεια της Γερμανίας να παίξει ηγεμονικό ρόλο στην Ευρώπη, ενώ σήμερα, η πρόσδεση της με τις ΗΠΑ, μπορεί να φαίνεται ότι αποδυναμώνει το ρόλο της στην ηπειρωτική Ευρώπη. Ωστόσο, όσα έχουν διαρρεύσει από την σύγκρουση Σαρκοζί - Κάμερον δείχνουν ότι οι «νησιώτες» εξακολουθούν να τρέμουν στην προοπτική μίας οικονομικής αποσταθεροποίησης της ευρωπαϊκής οικονομίας. Από εκεί και πέρα, οι ρόλοι της Ιταλίας και της Γαλλίας έχουν αντιστραφεί αφού ο χθεσινός «κακός» μετατράπηκε σε θύμα και το αντίστροφο.

Η ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ (1938)

Η ιστορία διαδραματίστηκε στις 29 Σεπτεμβρίου 1939 με πρωταγωνιστές τον άγγλο πρωθυπουργό Τσάμπερλεν, τον γάλλο Νταλαντιέ και τους δικτάτορες Χίτλερ και Μουσολίνι . Στο επίκεντρό της, η Τσεχοσλοβακία, ένα πολυεθνικό κράτος 15.000.000 κατοίκων που προέκυψε από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, το οποίο διέθετε ισχυρή γερμανική μειονότητα (περίπου 3.500.000 άτομα) που ήταν συγκεντρωμένη στο Sudetenland. Η κρίση είχε ξεκινήσει από το 1937 με την παρέμβαση του Χίτλερ για πρόσθετα δικαιώματα της γερμανικής μειονότητας και κορυφώθηκε ένα χρόνο αργότερα με την απειλή της προσάρτησης αυτής της υποτιθέμενης «γερμανικής ζώνης» στην Γερμανία. Αν και πολλοί προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν τη κρίση της Τσεχοσλοβακίας ως μία μεμονωμένη περίπτωση, εντούτοις σύγχρονοι διπλωμάτες την αντιμετωπίζουν ως την ολοκλήρωση της προσπάθειας της Γερμανίας να επανακτήσει την θέση του «οδηγού της Ευρώπης» την οποία είχε στερηθεί μετά την ήττα της στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τους εξοντωτικούς όρους της Συνθήκης των Βερσαλλιών.

Ο πρώην υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Χένρυ Κίσινγκερ, θεωρεί ότι μετά την ανατροπή των δυσμενών όρων της Συνθήκης των Βερσαλλιών για τις πολεμικές αποζημιώσεις, τον επανεξοπλισμό του γερμανικού στρατού και την επανάκτηση της Ρηνανίας, η επέκταση των γερμανικών συνόρων προς τις τέσσερεις κατευθύνσεις του ορίζοντα και, κυρίως, προς ανατολάς ήταν μια πολιτική επιλογή που έστελνε τόσο στους ευρωπαίους όσο και στους αμερικανούς το μήνυμα της απόφασης των γερμανικών ηγεσιών να κυριαρχήσουν στην ηπειρωτική Ευρώπη.

Το πρώτο σινιάλο δόθηκε με την προσάρτηση της Αυστρίας, η οποία, σύμφωνα με την συνθήκη των Βερσαλλιών δεν είχε δικαίωμα να ενωθεί με την Γερμανία. Το δεύτερο «κτύπημα» αφορούσε ένα κράτος- δημιούργημα της ίδιας συνθήκης. Στην πραγματικότητα, με τον τρόπο αυτό, ο Χίτλερ
έδινε στους Γάλλους και στους Βρετανούς το μήνυμα ότι πλέον η «εποχή των ηττημένων» τελείωσε και ότι η Γερμανία είναι πάλι ο πρωταγωνιστής. Η πρόκληση γίνονταν ακόμα μεγαλύτερη αν συνυπολογιστεί ότι η Τσεχοσλοβακία είχε εξασφαλίσει εγγυήσεις επί των συνόρων της από την Γαλλία και τη Σοβιετική Ένωση, ενώ στη Συνθήκη του Λοκάρνο τα γαλλικά σύνορα προς την Γερμανία είχαν τεθεί υπό την εγγύηση της Μ. Βρετανίας. Η Τσεχοσλοβακία επομένως, αποτέλεσε το πεδίο για ένα πολλαπλό κτύπημα, αφού ακόμα και ο Ρούζβελτ, ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ, τήρησε την πολιτική των αποστάσεων ζητώντας... διαπραγματεύσεις.

Κάτω από το φάσμα στην εισβολής στην Τσεχοσλοβακία και της βίαιης προσάρτησής της, στις 15 Σεπτεμβρίου συναντώνται επί γερμανικού εδάφους ο Χίτλερ και ο Τσάμπερλεν και τότε ο βρετανός πρωθυπουργός συμφωνεί με το διαμελισμό της χώρας με βάση εθνολογικά κριτήρια. Ο γάλλος πρωθυπουργός, στη συνέχεια, αποδέχεται το διαμελισμό αλλά διατυπώνει αντιρρήσεις για την διαδικασία υλοποίησής του. Και, τότε, ο Μουσολίνι προτείνει μία συνάντηση των τεσσάρων ευρωπαϊκών υπερδυνάμεων προκειμένου να λυθεί το πρόβλημα. Οι τέσσερεις συναντήθηκαν στο Μόναχο και αποφάσισαν τον διαμελισμό της Τσεχοσλοβακίας σε χρόνο ρεκόρ. Κείμενα της εποχής εμφανίζουν τους αντιπρόσωπους της Τσεχοσλοβακίας να είναι εκτός της αιθούσης, περιμένοντας άπραγοι «στον προθάλαμο ενώ η πατρίδα τους διαμελιζόταν». Ακολουθεί, μερικούς μήνες αργότερα η Πολωνία και μετά ήλθε η σειρά της Γαλλίας.

Πλέον, η Γερμανία είχε ανατρέψει έναν προς έναν τους περιορισμούς των Βερσαλλιών: Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης είχε απαλλάξει την Γερμανία από τις αποζημιώσεις, τη Διασυμμαχική Επιτροπή Στρατιωτικού Ελέγχου και τη συμμαχική κατοχή επί της Ρηνανίας, Ο Χίτλερ είχε αποκηρύξει τους γερμανικούς περιορισμούς, την απαγόρευση της στρατολόγησης και τους όρους αποστρατικοποίησης του Λοκάρνο, ενώ, ακόμα και στην δεκαετία του ΄20, η Γερμανία δεν είχε δεχτεί τα ανατολικά σύνορα και οι σύμμαχοι δεν είχαν επιμείνει σε αυτό το θέμα. Για τους περισσότερους, η Συνθήκη του Μονάχου είναι συνώνυμη του συμβιβασμού αλλά, στην πραγματικότητα ήταν το τέλος της ανοχής και το πέρασμα σε μία νέα αιματοβαμμένη σελίδα που έκλεισε το 1945 με την Γερμανία κατεστραμμένη.

ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΩΝ ΒΡΥΞΕΛΛΩΝ (Οκτώβριος 2011).

Εβδομήντα τρία χρόνια αργότερα, η Γερμανία έχει ανατρέψει όλους τους «ταπεινωτικούς όρους» της παράδοσης του 1945. Έλυσε το πρόβλημα των αποζημιώσεων και του επανεξοπλισμού ενώ το τέλος του Ψυχρού Πολέμου έκανε πραγματικότητα την επανένωση των δύο Γερμανιών, της Δυτικής και της Ανατολικής. Ως ενιαίο κράτος και ως οικονομικός κολοσσός της Ευρώπης ακολουθεί πλέον την πεπατημένη συνταγή: Θέλει να αναδειχθεί σε ηγεμόνα της Ευρώπης. Στην πραγματικότητα, τα θεμέλια αυτών των επιδιώξεων είχαν μπει από την Συνθήκη της Ρώμης, τον πρόγονο της ΕΕ, που εξασφάλιζε την πολιτική κυριαρχία στην Ευρώπη μέσω του οικονομικού ελέγχου. Τα δεδομένα της ευρωπαϊκής ισορροπίας δυνάμενων έχουν πλέον ανατραπεί καθώς η Γαλλία απομακρύνεται από την Βρετανία και την Ρωσία και γίνεται ο κεντρικός πολιτικός σύμμαχος της Γερμανίας.

Φυσικά, οι ίδιοι πρωταγωνιστές του 1938 είναι και πάλι παρόντες αλλά με διαφορετικούς όρους. Η Γαλλία υποδύεται την ευρωπαϊκή υπερδύναμη λόγω της συμμαχίας της με την Γερμανία. Η Μ. Βρετανία, είναι εκουσίως απούσα από τα προβλήματα του ευρώ (καθώς η πρόσδεση της στο άρμα των ΗΠΑ περιορίζει το ενδιαφέρον της για το ευρωπαϊκό οικονομικό περιβάλλον) . Η Ιταλία κινδυνεύει να επαναλάβει το ρόλο που έπαιξε η Γαλλία, τόσο την περίοδο του Μονάχου όσο και την περίοδο της εισβολής του 1939.

Η σκηνή του δράματος παίζεται τώρα δυτικά του Μονάχου, στις Βρυξέλλες, στη διοικητική έδρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το πειραματόζωο αυτή την φορά είναι η Ελλάδα, από την οποία ζητείται η εκχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων καθώς, με αντάλλαγμα την οικονομική της «διάσωση», υποχρεώνεται να τεθεί σε καθεστώς επιτροπείας με επικεφαλής γερμανό επίτροπο. Η Γερμανία ουσιαστικά βρίσκεται πάλι σε ρόλο πρωταγωνιστή. Η Γαλλία υποδύεται το ρόλο της Ιταλίας ως μεσολαβητής ενώ η Ιταλία αισθάνεται την γερμανική απειλή, πιθανώς με την ίδια αγωνία που ένοιωθαν οι γάλλοι συνομιλητές του Χίτλερ κατά τις διαπραγματεύσεις για την συμφωνία του Μονάχου. Όπως και το 1938, η Ρωσία είναι απούσα, αλλά κατέχει τον ίδιο ζωτικό ρόλο τόσο στην παγκόσμια όσο και την ευρωπαϊκή σκηνή. Η ευρωπαϊκή περιφέρεια ασφυκτιά καθώς η υπερχρέωση λειτουργεί ως βραχνάς για όλο τον ευρωπαϊκό νότο (Ισπανία, Πορτογαλία, Ισπανία ενώ η Γαλλία αισθάνεται ότι μπορεί να πάρει σύντομα ανάλογη θέση) αλλά και για την Ιρλανδία. Η απειλή ενός παγκόσμιου οικονομικού πολέμου είναι πλέον ορατή καθώς οι άλλοι μεγάλοι παίκτες (ΗΠΑ, BRIC) απλώς προτρέπουν τους Ευρωπαίους να λύσουν το πρόβλημα με διαπραγματεύσεις.

Η Ελλάδα, ως σύγχρονη Τσεχοσλοβακία, γίνεται βορά των ηττημένων του 1945, οι οποίοι αντί των «πάντζερ» χρησιμοποιούν το θησαυροφυλάκιο, το οποίο για να ανοίξει θα πρέπει να γίνουν οι κατάλληλες θυσίες από τους ομοτράπεζους «συμμάχους».

Κάποιοι αναζητούν στην Γαλλία μία σύγχρονη γαλατική εκδοχή του Τσόρτσιλ και εναποθέτουν τις ελπίδες τους στις επερχόμενες προεδρικές εκλογές προκειμένου να «αναστηθεί» το ευρωπαϊκό όνειρο, καθώς διαπιστώνουν ότι ο Νικολά Σαρκοζί αρκείται στο δώρο της γερμανίδας ομολόγου του -ένα λούτρινο αρκουδάκι. Όπως λένε αρκετοί αναλυτές, στα 73 χρόνια που μεσολάβησαν, το μόνο που έχει αλλάξει είναι τα ονόματα: Μέρκελ, Σαρκοζί, Κάμερον, Μπερλουσκόνι, Ομπάμα και Πούτιν.

ΚΑΙ;

«Κάποια στιγμή, η Γερμανία θα επιμείνει στην πολιτική επιρροή που της αναλογεί λόγω της στρατιωτικής και της οικονομικής της δύναμης και θα πάψει να εξαρτάται τόσο πολύ συναισθηματικά από την αμερικάνικη στρατιωτική και την γαλλική πολιτική υποστήριξη». Αυτές οι επισημάνσεις που έγιναν το 1994 από τον Henry Kissinger κάνουν πολλούς ευρωπαίους να αναρωτιούνται αν αυτή η στιγμή ήλθε τώρα. Και αν αυτό ισχύει, η Ευρώπη, ή μάλλον, ποιο κομμάτι της Ευρώπης θα θέλει να αντιταχθεί σε αυτή την επιδίωξη; Και με ποια στρατηγική;

Ίσως η απάντηση θα πρέπει να αναζητηθεί στις διαφορές που υπάρχουν μεταξύ του 1938 και του 2011. Στην συμφωνία του Μονάχου συγκρούσθηκαν οι δημοκρατίες με τα απολυταρχικά καθεστώτα της Ευρώπης. Σήμερα, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει :
- την δημοκρατική λειτουργία των ευρωπαϊκών κρατών
- το ρόλο της κοινής γνώμης
- τις αντίρροπες δυνάμεις που αναδεικνύονται σε ευρωπαϊκό εθνικό επίπεδο.

Η επιχειρούμενη πολιτική ποδηγέτηση από την πλευρά της Γερμανίας ουσιαστικά στοχεύει στις χώρες του ευρωπαϊκού νότου, το σύνολο των οποίων βρίσκεται αντιμέτωπο με την προοπτική -κοντινή ή μακρύτερη- μίας γερμανικής επιτροπείας, με πρόφαση την σωτηρία του ευρώ και την
ανάγκη για ενιαία δημοσιονομική πολιτική .

Στην περίπτωση της Ελλάδας, το σχέδιο φαίνεται να εφαρμόζεται αλλά ήδη στην Πορτογαλία έχουν αρχίσει να διατυπώνονται αιτήματα για επαναδιαπραγμάτευση. Και, φυσικά, Ελλάδα και Πορτογαλία είναι πολύ μικρές για να αντιδράσουν μεμονωμένα -αν και το σημερινό μοντέλο της ευρωπαϊκής διακυβέρνησης μπορεί να επηρεάσει σημαντικές αποφάσεις αφού το δικαίωμα veto , δεν συναρτάται από την οικονομική τους κατάσταση. Το ευρωπαϊκό παζλ, όμως, περιπλέκεται με την προσθήκη της Ισπανίας και της Ιταλίας στο γκρουπ των «προβληματικών» οικονομιών. Ήδη, η παρελκυστική πολιτική της κυβέρνησης Μπερλουσκόνι δείχνει ότι ο δρόμος για την εφαρμογή του «γερμανικού μοντέλου» θα είναι μακρύς και επίπονος.

Πάντως, ακόμα μεγαλύτερη δυνητική απειλή μπορεί να αποβεί η Γαλλία, η οποία βρίσκεται αντιμέτωπη:
- με την προοπτική υποβάθμισης του χρέους της
- με πιθανές αλλαγές στην πολιτική ηγεσία από τις επερχόμενες προεδρικές εκλογές.

Αν και μέχρι στιγμής οι Κυβερνήσεις των χωρών του ευρωπαϊκού νότου δεν φαίνεται να αντιμετωπίζουν την γερμανική πολιτική με ένα «μέτωπο του νότου», οι συνεχώς εντεινόμενες πιέσεις στο εσωτερικό τους μπορεί να οδηγήσουν είτε σε αλλαγή πολιτικής είτε στην ανάδειξη νέων πολιτικών δυνάμεων με σαφώς διαφοροποιημένες προτεραιότητες. Το σίγουρο είναι ότι το πολιτικό περιβάλλον του ευρωπαϊκού νότου είναι πολύ πιθανό να οδηγήσει σε ενίσχυση των ευρωσκεπτικιστών και στην διαμόρφωση μίας ενιαίας πλατφόρμας με σημείο αναφοράς την γερμανική προσπάθεια να ελέγξει πολιτικά και οικονομικά την γηραιά ήπειρο.

Η προοπτική αυτή μπορεί να επηρεάσει ακόμα και τις προτεραιότητες την γερμανικής πολιτικής καθώς η εμπειρία του τελευταίου αιώνα έχει διδάξει ότι η δημιουργία συνασπισμών στην Ευρώπη λειτούργησε ως ανάχωμα στις γερμανικές επιδιώξεις. Η πρόσφατη αντίδραση βουλευτών του συντηρητικού κόμματος της Μ. Βρετανίας μπορεί να δώσει ένα στίγμα για τις ενδεχόμενες νέες πολιτικές ισορροπίες αλλά και τις πιθανές ανατροπές.

Για πολλούς ιστορικούς , η συμφωνία του Μονάχου ήταν εκείνη που έθεσε την «κόκκινη γραμμή» στην ανοχή των δημοκρατικών απέναντι στο Γ΄ Ραϊχ. Αν η συμφωνία του συμβουλίου κορυφής των Βρυξελλών σηματοδοτήσει ανάλογες αντιδράσεις τότε μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται, όπως πάντα, ως κακόγουστη φάρσα.

Copyright © 2014 Foreign Affairs, The Hellenic Edition.
All rights reserved