Το Πρόβλημα με την Απόφαση Ομπάμα να Φύγει από το Ιράκ | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το Πρόβλημα με την Απόφαση Ομπάμα να Φύγει από το Ιράκ

Πώς θα διασωθεί η σχέση Ουάσιγκτον - Βαγδάτης

Τον Απρίλιο του 2008, ο τότε πρέσβης των ΗΠΑ στο Ιράκ, Ράιαν Κρόκερ, μιλώντας προς τα μέλη του Κογκρέσου, είπε: «Τελικά, το πώς θα φύγουμε και το τι θα αφήσουμε πίσω μας, θα είναι πιο σημαντικό από το πώς ήρθαμε». Έχοντας υπόψη την πρόσφατη ανακοίνωση του προέδρου Μπαράκ Ομπάμα, ότι όλα τα αμερικανικά στρατεύματα θα έχουν αποχωρήσει από το Ιράκ μέχρι το τέλος του χρόνου, είναι περισσότερο παρά ποτέ επιτακτική η ανάγκη να απαντήσουμε στην έμμεση ερώτηση του Κρόκερ σχετικά με το τι -ακριβώς- θα αφήσει πίσω της η Ουάσιγκτον.

Υπάρχει λόγος ανησυχίας [1]. Το Ιράκ αντιμετωπίζει πολύπλευρες προκλήσεις, πολιτικές [2], ασφαλείας και διπλωματικές, ενώ είναι ασαφές το κατά πόσον είναι σε θέση να ανταποκριθεί ικανοποιητικά σε αυτές τις απειλές [3]. Οκτώ χρόνια μετά την ανατροπή του Σαντάμ Χουσεΐν, η χώρα παραμένει μια περιοχή εύθραυστη και δαιδαλώδης. Ύστερα από πιέσεις, η νέα πολιτική τάξη του Ιράκ κατόρθωσε να σφυρηλατήσει συμβιβασμούς σε επίμαχα ζητήματα, όπως ο ρόλος του Ισλάμ στη διακυβέρνηση και η επικύρωση του νέου Συντάγματος. Ο ιρακινός λαός αντιτάχθηκε στις χειρότερες ληστρικές διαθέσεις του Ιράν, όταν το 2008 υποστήριξε την προσπάθεια του πρωθυπουργού Νουρί αλ-Μαλίκι να καταστείλει τη δράση των φιλο-ιρανικών ομάδων πολιτοφυλακής.

Ωστόσο, τα θεμέλια του ιρακινού κράτους παραμένουν σαθρά. Ο διχασμός μεταξύ των ηγετικών δυνάμεων της χώρας εξακολουθεί να είναι βαθύς. Μια συνεχιζόμενη αμερικανική στρατιωτική παρουσία δεν επρόκειτο μεν να αποτελέσει εγγύηση για την ειρήνη και την ευημερία, αλλά και η απομάκρυνσή της αυξάνει τους κινδύνους μιας αποτυχίας στο Ιράκ, καθώς θα εκλείψει το ψυχολογικό στήριγμα ενός ευπαθούς πολιτικού συστήματος. Παράλληλα θα ανοίξει διάπλατα η πόρτα στην ξένη ανάμιξη.

Ο προσχηματικός λόγος για την αποχώρηση των Αμερικανών είναι το γεγονός ότι οι δύο πλευρές δεν κατόρθωσαν να συμφωνήσουν όσον αφορά τη νομική μορφή που θα ελάμβανε η συνεχιζόμενη αμερικανική στρατιωτική παρουσία. Ειδικότερα, στο εάν τα αμερικανικά στρατεύματα θα ήταν υποκείμενα στην εγχώρια νομοθεσία. Πράγματι, δικαιολογημένα ο Ομπάμα έσπασε τη συμφωνία με αφορμή το ζήτημα της ασυλίας. Εντούτοις, το αδιέξοδο προφανώς δεν ήταν αξεπέραστο. Εξάλλου, το ζήτημα προέκυψε κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων που κατέληξαν το 2008 στην επιτυχή επικύρωση της συμφωνίας Ουάσιγκτον - Βαγδάτης για την ασφάλεια. Στην περίπτωση αυτή, οι δύο πλευρές εργάστηκαν κατ’ ιδίαν πάνω σε μια συμφωνία που κατέληξε σε ένα είδος στρατηγικής αμφισημίας. Οι Ιρακινοί θα μπορούσαν να ισχυρίζονται ότι υπήρχαν συγκεκριμένα σενάρια βάσει των οποίων οι Αμερικανοί στρατιώτες θα συμμορφώνονταν προς τον ιρακινό νόμο, ενώ οι Αμερικανοί θα μπορούσαν με αληθοφάνεια να υποστηρίζουν ότι τέτοια σενάρια δεν επρόκειτο ποτέ να υλοποιηθούν.

Βεβαίως, το 2011 δεν είναι 2008. Και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι Ιρακινοί ευθύνονται κατά πολύ γι’ αυτό το αποτέλεσμα. Αλλά, τουλάχιστον, ένα ευτυχές αποτέλεσμα θα προϋπέθετε αυτήν τη φορά κοπιώδεις προσπάθειες από τις Ηνωμένες Πολιτείες για τη διαμόρφωση ενός τέτοιου πολιτικού περιβάλλοντος, στο πλαίσιο του οποίου να μπορούν οι Ιρακινοί ηγέτες να πουν δημοσίως αυτό που λένε στις ιδιωτικές τους συζητήσεις, ότι δηλαδή επιθυμούν την παραμονή ενός αριθμού Αμερικανών στρατιωτών στο Ιράκ.

Η προετοιμασία ενός τέτοιου σκηνικού θα απαιτούσε τεράστια πολιτική δέσμευση και κεφάλαια. Θα προϋπέθετε δυναμικές συμφωνίες της Ουάσιγκτον με ισχυρούς Ιρακινούς παράγοντες σε όλα τα επίπεδα του πολιτικού φάσματος, ώστε να γίνει δεκτή η συνέχιση της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας, αν και περιορισμένης. Η ομάδα των διπλωματών της αμερικανικής πρεσβείας στη Βαγδάτη, άνθρωποι που δούλεψαν άοκνα πάνω σε αυτήν τη διαπραγμάτευση, δεν θα ήταν δυνατόν να πετύχουν ένα τέτοιο αποτέλεσμα χωρίς την εκτεταμένη στήριξη της Ουάσιγκτον, και πιο συγκεκριμένα, χωρίς τον χρόνο και τη γνώμη του προέδρου και του αντιπροέδρου. Ούτε ο ένας ούτε ο άλλος επισκέφθηκαν τη Βαγδάτη εδώ και μήνες. Προφανώς, ο Ομπάμα δεν συναντήθηκε με την ιρακινή αντιπροσωπεία κατά τη διάρκεια των εργασιών της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών τον Σεπτέμβριο.

Η σύναψη συμφωνίας για την παραμονή των αμερικανικών στρατευμάτων στο Ιράκ θα επέβαλλε, επίσης, μεγαλύτερη πειθαρχία από πλευράς της Ουάσιγκτον. Από τη στιγμή που η αμερικανική πλευρά άφησε να διαρρεύσει από τον Λευκό Οίκο η πρόθεσή του να αφήσει πίσω μόνο 3.000 στρατιώτες, οι Ιρακινοί δεν είχαν πλέον ισχυρό κίνητρο να αναλάβουν μεγάλο πολιτικό ρίσκο για να εξασφαλίσουν κάτι τόσο πενιχρό. Τέλος, η επίτευξη μιας συμφωνίας θα απαιτούσε, επίσης, και μεγαλύτερη ευελιξία από την Ουάσιγκτον, η οποία επέμενε να εγκριθεί από το ιρακινό κοινοβούλιο η ασυλία των αμερικανικών δυνάμεων. (Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν συνηθίζουν να υποδεικνύουν σε μια χώρα τι πρέπει να κάνει με τη νομοθεσία της ή με σύναψη διεθνών συμφωνιών). Όλα τα παραπάνω συστατικά μιας επιτυχούς διαπραγμάτευσης εν προκειμένω, απουσίασαν. Όλα μαζί οδήγησαν σε στρατηγική αποτυχία.

Η Ουάσιγκτον αφήνει, επίσης, πίσω λίγες προοπτικές για μια δυναμική αμερικανο-ιρακινή συνεργασία. Σε πέντε ή δέκα χρόνια από σήμερα, η σχέση αυτή θα είναι ακόμη πιο ισχνή, εν μέρει γιατί οι ομάδες που αντιτίθενται στην αμερικανική επιρροή έχουν τώρα πάρει το πάνω χέρι και είναι πιθανόν να ενισχυθούν στο μεσοδιάστημα. Αξίζει να σημειωθεί η πρόσφατη δήλωση του φιλο-ιρανού Ιρακινού νομοθέτη, Μουκτάντα αλ-Σαντρ. Καταφανώς δυσαρεστημένος από την τόσο σύντομη αποχώρηση του αμερικανικού στρατιωτικού προσωπικού, ο Σαντρ χαρακτήρισε όλους τους υπαλλήλους της αμερικανικής πρεσβείας «κατακτητές» και ζήτησε από τον λαό να «αντισταθεί». Από την άλλη, χωρίς την ύπαρξη στρατιωτικών δυνάμεων στην περιοχή θα είναι δύσκολη η οικοδόμηση των μη στρατιωτικών διμερών σχέσεων. Η πρόσφατη ανακοίνωση Ομπάμα κατέστησε αμφίβολες τις φιλοδοξίες για επέκταση της πολιτικής παρουσίας στο Ιράκ. Σημειώνεται ότι το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών έχει αναστείλει τα σχέδια για δημιουργία προξενείων, λόγω του σκεπτικισμού σχετικά με την ασφάλεια και το κόστος.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες, επίσης, αφήνουν πίσω τους μια περιοχή όπου αυξάνει η ιρανική επιρροή. Η Τεχεράνη βρίσκεται στην επίθεση, όπως φάνηκε από την ανακοίνωση για νέα σχέδια πυρηνικού εμπλουτισμού, από την υποστήριξη πιο βίαιων επιθέσεων κατά των αμερικανικών στρατευμάτων στο Ιράκ και από τη φερόμενη ως συνωμοσία για τη δολοφονία του πρέσβη της Σαουδικής Αραβίας στην Ουάσιγκτον. Προς το παρόν δεν είναι σαφές ποιο σχέδιο, αν υπάρχει κάτι τέτοιο, έχει επεξεργαστεί ο Λευκός Οίκος για να αντιμετωπίσει αυτήν την πολεμική. Εντούτοις, η αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από το Ιράκ αποτελεί αδιανόητη εξέλιξη σε μια οποιαδήποτε λογική στρατηγική αντιμετώπισης του Ιράν.

Αφήσαμε για το τέλος τη μελέτη του τρόπου με τον οποίον οι Ηνωμένες Πολιτείες εγκαταλείπουν την υπόθεση Ιράκ. Τα γεγονότα των τελευταίων λίγων ημερών έχουν προσδώσει αρνητική χροιά στη σχεδόν δεκαετή αμερικανική στρατιωτική ανάμιξη στην περιοχή. Η προσοχή εστιάστηκε σχεδόν αποκλειστικά στη διακοπή των διαπραγματεύσεων και στην προεκλογική υπόσχεση του προέδρου [Ομπάμα] για τερματισμό του πολέμου στο Ιράκ. Ο Ομπάμα άρχισε την ανακοίνωσή του για την αποχώρηση των στρατευμάτων, ως εξής : «Στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας μου, υποσχέθηκα ...». Ένα μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου με αποστολέα τον πρόεδρο και παραλήπτες εκατομμύρια Αμερικανούς, γνωστοποιούσε πως τα στρατεύματα επιστρέφουν στην πατρίδα, ότι το κόστος του πολέμου ήταν τεράστιο, και ότι, βεβαίως, ως τεκμήριο διενεργήθηκε εκστρατεία συλλογής υπογραφών. Κατ’ ουσίαν, όμως, τίποτα δεν ειπώθηκε σχετικά με το τι έχει επιτευχθεί, για ποια πράγματα οι Αμερικανοί και οι Ιρακινοί μπορούν να είναι υπερήφανοι, ή για το πώς οι δύο χώρες θα συνεργαστούν στο εξής πάνω σε μια κοινή ατζέντα.

Ας φανταστούμε ένα διαφορετικό σενάριο: ο Ομπάμα και ο αλ-Μαλίκι στέκονται πλάι-πλάι και δημοσιοποιούν κοινή ανακοίνωση με την απόφαση για τη μείωση της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας, ενώ παράλληλα εγγυώνται ότι θα παραμείνουν πιστοί εταίροι. Μια τέτοια δημόσια εξήγηση θα ήταν πολύ καλύτερα αιτιολογημένη στα μάτια του ενός και πλέον εκατομμυρίου Αμερικανών που υπηρέτησαν στο Ιράκ, και, επίσης, θα ενείχε στρατηγική σημασία. Ένα από τα ουσιωδέστερα μαθήματα που πήραμε ύστερα από μια δεκαετία ανάμιξής μας στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν, είναι ότι μπορεί μεν κάποιος να νικά στο πεδίο της μάχης, αλλά επιτυχημένος θα είναι μόνο αν ελέγχει το πώς παρουσιάζονται τα γεγονότα.

Αν και υπάρχουν πολλοί λόγοι να μεμψιμοιρεί κανείς για τη μακροχρόνια ανάμιξη των ΗΠΑ στο Ιράκ, από την άλλη υπάρχουν άλλοι τόσοι για να είναι υπερήφανος. Οι Αμερικανοί και οι Ιρακινοί επέδειξαν τεράστια προσαρμοστικότητα και ψυχικό σθένος. Το Ιράκ θεμελίωσε νέους θεσμούς και άρχισε να χαράσσει έναν δρόμο προς μια βιώσιμη, αντιπροσωπευτική κυβέρνηση. Σήμερα η περιοχή απολαμβάνει ευκαιρίες που δεν θα είχε ποτέ υπό διακυβέρνηση Σαντάμ. Εάν η αμερικανική κυβέρνηση έπρεπε να αποσύρει όλα τα στρατεύματά της από το Ιράκ, οι λέξεις που χρησιμοποιεί θα πρέπει να τοποθετούν αυτή την εξέλιξη μέσα στο πλαίσιο που της αξίζουν.

Ωστόσο, δεν έχουν χαθεί τα πάντα. Αν και θλιβερή, η πρόσφατη απόφαση δεν κλείνει εντελώς την πόρτα της περιοχής στα αμερικανικά συμφέροντα, ούτε αποκλείει το ενδεχόμενο βελτίωσης των αμερικανο-ιρακινών σχέσεων. Θα υπάρξουν κι άλλες ευκαιρίες για την προώθηση κοινών αμερικανο-ιρακινών στόχων. Η «στρατηγική συμφωνία-πλαίσιο» του 2008 αποτελεί τον οδηγό για μια πιο δραστική, πολυδιάστατη συνεργασία, με τη διακηρυγμένη δέσμευση για εκπαιδευτικές ανταλλαγές, επιστημονική συνεργασία και διπλωματικό συντονισμό.

Όταν θα καταλαγιάσει η έξαψη και στις δύο χώρες, η Ουάσιγκτον θα εντείνει τις προσπάθειες να υλοποιήσει την εκπαιδευτική αποστολή για την οποία κάνει λόγο ο υπουργός Άμυνας, Λήον Πανέτα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μελετήσουν επίσης το είδος της συνεργασίας και υποστήριξης που μπορούν να παράσχουν στο Ιράκ από αέρα και θάλασσα, χωρίς να εγκαταστήσουν στο ιρακινό έδαφος αμερικανικό προσωπικό. Το Κογκρέσο θα πρέπει να διακηρύξει την πρόθεσή του να χρηματοδοτήσει γενναία τον προϋπολογισμό του υπουργείου Εξωτερικών και άλλων αμερικανικών υπηρεσιών, ώστε να καταστήσει εφικτή την πολιτική συνεργασία.

Τέλος, ο Ομπάμα θα πρέπει να σκεφθεί να πραγματοποιήσει μια επίσκεψη στο Ιράκ, όπου θα μπορέσει να σταθεί δίπλα στον αλ-Μαλίκι και να τοποθετήσει αυτό το κεφάλαιο της αμερικανικής ιστορίας στο σωστό πλαίσιο, τόσο για τους Αμερικανούς όσο και για την περιοχή. Δεν χρειάζεται κάποιος να ήταν από την αρχή σύμφωνος με τον πόλεμο για να τον τελειώσει αξιοπρεπώς.

Πρωτότυπο: http://www.foreignaffairs.com/articles/136621/meghan-l-osullivan/the-pro...

Copyright © 2002-2010 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Συνδέσεις:
[1] http://www.foreignaffairs.com/articles/66755/michael-eisenstadt/should-i...
[2] http://www.foreignaffairs.com/articles/65939/reidar-visser/blacklisted-i...
[3] http://www.foreignaffairs.com/articles/63398/steven-simon/the-price-of-t...