Μπορεί ο Μάριο Μόντι να σώσει την Ιταλία; | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Μπορεί ο Μάριο Μόντι να σώσει την Ιταλία;

Ανάγκη για επείγουσες μεταρρυθμίσεις
Περίληψη: 

Η νέα κυβέρνηση πρέπει να ενεργοποιήσει γρήγορα μη δημοφιλείς μεταρρυθμίσεις για να διορθώσει την οικονομία της χώρας. Αυτό μπορεί να κοστίσει στους ηγέτες της την σταδιοδρομία τους, αλλά ένα συναινετικό σχέδιο θα ήταν αναποτελεσματικό και θα ερχόταν πολύ αργά.

Ο Paolo Manasse είναι καθηγητής Οικονομικών στο πανεπιστήμιο της Bologna.

Από την αρχή της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης το 2008, οι οικονομολόγοι προέβλεπαν το εφιαλτικό σενάριο που τώρα φαίνεται να εκτυλίσσεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση: ένα φαινόμενο ντόμινο, καθώς οι οικονομίες της Ελλάδας, της Ιρλανδίας, της Πορτογαλίας, της Ισπανίας και της Ιταλίας (οι χώρες των PIIGS, όπως έχουν γίνει γνωστές) καταρρέουν. Ωστόσο, οι περισσότεροι παρατηρητές έκαναν λάθος στη σειρά. Η κρίση έφτασε στην Ιταλία πριν φτάσει στην Ισπανία. Ο λόγος είναι πολιτικός. Ο ισπανός πρωθυπουργός José Luis Rodríguez Zapatero, συνειδητοποιώντας ότι είχε χάσει την υποστήριξη που απαιτείτο για δύσκολες μεταρρυθμίσεις, ανακοίνωσε τον περασμένο Απρίλιο ότι δεν θα θέσει υποψηφιότητα για την επανεκλογή του. Ο ιταλός πρωθυπουργός Σίλβιο Μπερλουσκόνι, ο οποίος αντιμετώπιζε παρόμοιες οικονομικές προκλήσεις, προσπάθησε να κρατήσει την πρωθυπουργία. Έχασε αυτή τη μάχη και παραιτήθηκε το περασμένο Σάββατο, αφού άφησε την ιταλική οικονομική κρίση να κακοφορμίζει για μήνες.

Ο ιταλικός λαός έχει μέρος της ευθύνης. Για 17 χρόνια συντάχθηκε με έναν ηγέτη ο οποίος είχε καταφέρει να συγκεντρώσει ένα εντυπωσιακό ρεκόρ ποινικών παραπομπών (για διαφθορά, δωροδοκία, συμμετοχή σε πορνεία με ανήλικο, διασυνδέσεις με τη μαφία, ψευδείς ισολογισμούς, ψευδή μαρτυρία) αλλά αθωώθηκε για όλες τους. Η La Repubblica, η μεγαλύτερη καθημερινή εφημερίδα της Ιταλίας, υποστήριξε ότι πολλοί Ιταλοί, συμπεριλαμβανομένου του ίδιου του Μπερλουσκόνι, ζούσαν σε ένα είδος εθνικού Truman Show (σ.σ.: πρόκειται για αναφορά σε χολιγουντιανή ταινία όπου ο πρωταγωνιστής ζούσε σε μια εικονική πραγματικότητα που την κατέγραφαν συνεχώς τηλεοπτικές κάμερες), κατασκευασμένου από τους τηλεοπτικούς φορείς που ανήκουν στον ίδιο τον Μπερλουσκόνι. Στην τελευταία του συνέντευξη Τύπου ως πρωθυπουργός, για παράδειγμα, ο Μπερλουσκόνι σημείωσε ότι «οι Ιταλοί δεν αισθάνονται την κρίση – τα εστιατόρια είναι γεμάτα και οι πτήσεις προς εξωτικούς προορισμούς είναι υπεράριθμες».

Οι ευρωπαϊκές αγορές χρήματος και κεφαλαίου επίσης πιάστηκαν στον ύπνο. Δεκαπέντε χρόνια πριν, όταν η Ιταλία εντάχθηκε στην ευρωζώνη, το ρίσκο που συνδεόταν με το ιταλικό χρέος έπεσε κατακόρυφα, πράγμα που σήμαινε ότι η Ρώμη θα μπορούσε να δανείζεται πολύ φθηνότερα. Παρά ταύτα, η ιταλική κυβέρνηση επέβαλε για μερικά χρόνια δημοσιονομική πειθαρχία, συμπεριλαμβανομένης της προσπάθειας μείωσης του ελλείμματος και του χρέους, αλλά η διαθεσιμότητα του φθηνού χρήματος αποδείχθηκε πάρα πολύ δελεαστική. Η χώρα απόλαυσε για μια δεκαετία ένα ξεφάντωμα δανεισμού. Χάρη εν μέρει στις δαπάνες της Ιταλίας και εν μέρει στην παγκόσμια ύφεση, φέτος το χρέος της χώρας ανήλθε σε περίπου 120% του ΑΕΠ - το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό στην ευρωζώνη. Μετά από μια ταραχώδη χρονιά αμφιλεγόμενης πολιτικής και οικονομικής στασιμότητας, η Ιταλία είδε το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους της να αυξάνει και το φάσμα της χρεοκοπίας εκθρόνισε τον σουλτάνο της.

Και τώρα, λοιπόν, τι θα γίνει; Την Τετάρτη, ο Ιταλός πρόεδρος Τζιόρτζιο Ναπολιτάνο διόρισε τον Mario Monti, πρόεδρο του Πανεπιστημίου Bocconi και πρώην Επίτροπο της Ε.Ε., ως ισόβιο γερουσιαστή. Τώρα είναι ένας από τα επτά μόνιμα στελέχη της ιταλικής Γερουσίας. Ο Monti είναι τώρα στη θέση του Μπερλουσκόνι. Η νέα κυβέρνηση συγκροτήθηκε αρκετά γρήγορα. Ο Napolitano έσπευσε να την δημιουργήσει και να την ορκίσει. Ωστόσο, παραμένει αναπάντητο το ερώτημα αν ο Monti θα απολαύσει μια ανθεκτική πλειοψηφία για την κυβέρνησή του. Πράγματι, το στυλ του Μπερλουσκόνι –καθοδηγούμενο από τις ιδέες του ότι η δουλικότητα προς τον ισχυρό έχει μεγαλύτερη σημασία από την αξιοκρατία και ότι το κράτος δικαίου είναι μόνο μία επιλογή ανάμεσα σε πολλές - κυριαρχεί ακόμα στη χώρα.

Ο Μπερλουσκόνι ήταν ο κύριος εχθρός της αριστεράς και ένα είδος Μεσσία για τους ψηφοφόρους του. Το κόμμα του, Άνθρωποι της Ελευθερίας (PDL), είναι βαθιά διαιρεμένο, με «γεράκια» (πολλούς πρώην σοσιαλιστές και πρώην φασίστες, των οποίων η πολιτική μοίρα είναι στενά συνδεδεμένη με τον Μπερλουσκόνι), να ζητούν νέες εκλογές, και «περιστερές» (πρώην Χριστιανοδημοκράτες) να υποστηρίζουν τον Monti. Και το κύριο κόμμα της αντιπολίτευσης, το κεντροαριστερό Partito Democratico, πορεύεται ελάχιστα καλύτερα. Είναι ομοίως διαιρεμένο, μεταξύ βραχυπρόθεσμων «γερακιών», οι οποίοι προτιμούν μια προσωρινή κυβέρνηση με περιορισμένη εντολή, και «περιστεριών» που προκρίνουν έναν πιο μακροπρόθεσμο συνασπισμό «σωτηρίας της χώρας».

Μετά την ορκωμοσία του Monti, και οι δύο τάσεις του Μπερλουσκονικού PDL θα μπορούσαν να τον υποστηρίξουν ώστε να μην θεωρηθούν ανεύθυνες πριν τις επόμενες εθνικές εκλογές. Αυτό θα ήταν το χειρότερο σενάριο για την Ιταλία. Τα «γεράκια» θα εγκαταλείψουν σύντομα το πλοίο, ασκώντας πολιτική με βάση ίσως τον ισχυρισμό ότι ο Monti είναι κομμουνιστής (εάν, ας πούμε, προχωρήσει στην καθιέρωση ενός φόρου επί των ακινήτων). Τα «γεράκια» θα μπορούσαν να αποσύρουν την υποστήριξή τους και να προκηρυχθούν οι νέες εκλογές. Αμφιβολίες σχετικά με τις πολυπόθητες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις θα μπορούσαν να οδηγήσουν στη ραγδαία αύξηση των spreads των επιτοκίων. Το Βερολίνο και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν «παγωμένα» την Ιταλία. Η χώρα θα προσέφευγε για υποστήριξη στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Η Ρώμη δεν θα ήταν σε θέση να μεταχρονολογήσει το χρέος της. Θα ξεσπούσαν μαζικές αποσύρσεις τραπεζικών καταθέσεων (οι ιταλικές τράπεζες κατέχουν 43% του συνολικού δημοσίου χρέους). Και, τελικά, η χώρα θα χρεοκοπούσε. Η Γερμανία, η Γαλλία και η Ολλανδία (η Ολλανδία είναι σε καλή οικονομική κατάσταση και ως εκ τούτου εχθρική προς τις διασώσεις χωρών με δημοσιονομικά προβλήματα) θα έφευγαν από το ευρώ. Και εμείς θα γινόμασταν μάρτυρας του τέλους του κοινού νομίσματος πριν από το τέλος του 2013.