Πώς η καινοτομία στην Κίνα θα αλλάξει την πράσινη τεχνολογία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Πώς η καινοτομία στην Κίνα θα αλλάξει την πράσινη τεχνολογία

Το παιχνίδι του Πεκίνου με τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας
Περίληψη: 

Η όρεξη της Κίνας για ενέργεια και απασχόληση, την κατέστησε ένα παγκόσμιο κέντρο για την «πράσινη» καινοτομία. Η Ουάσιγκτον και η Δύση θα πρέπει να αλλάξουν τις στρατηγικές τους για να καλύψουν τη διαφορά που δημιουργείται.

Ο S. JULIO FRIEDMANN ηγείται του Προγράμματος Διαχείρισης Άνθρακα (Carbon Management Program) στο Lawrence Livermore National Laboratory [1].

Για τους ενθουσιώδεις του τομέα της ενέργειας, η Κίνα έχει καταστεί το επίκεντρο. Η χώρα χρησιμοποιεί περισσότερη ενέργεια και εκπέμπει περισσότερα αέρια θερμοκηπίου από όσο οποιοδήποτε άλλο κράτος στη γη. Η ενεργειακή παραγωγή της είναι επίσης ιδιαίτερα αυξημένη. Κάθε χρόνο, η Κίνα παράγει περίπου 100.000 μεγαβάτ περισσότερο από το προηγούμενο έτος - περισσότερο από το σύνολο της ενέργειας που παράγεται στην Καλιφόρνια ή το Τέξας. Η κλίμακα των συνοδευτικών αλλαγών υποδομής είναι συγκλονιστική: κάθε εβδομάδα, ένα νέο μεγάλο εργοστάσιο άνθρακα ξεκινάει να λειτουργεί κάπου στην Κίνα. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα την εκτεταμένη ρύπανση, προβλήματα υγείας και την υποβάθμιση του περιβάλλοντος, γεγονός που επιφέρει κόστος για την κινεζική οικονομία της τάξης του 11% του ΑΕΠ.

Αλλά αυτό δεν είναι η ίδια παλιά ανησυχητική ιστορία ρυπογόνας ανάπτυξης: η Κίνα αντιμετώπισε αυτές τις προκλήσεις καθώς και την ανάγκη για ενέργεια και 20 εκατομμύρια νέες θέσεις εργασίας ετησίως, ως κίνητρο για επενδύσεις σε «καθαρές» τεχνολογίες. Πράγματι, με την κυβέρνηση να αφιερώνει πάνω από 50 δισεκατομμύρια δολάρια σε Έρευνα και Ανάπτυξη «καθαρής» ενέργειας ετησίως, η Κίνα έχει γίνει ένα παγκόσμιο κέντρο ενεργειακής καινοτομίας.
Η πρόοδος της χώρας προκύπτει από έναν συνδυασμό κυβερνητικών χειρισμών και άμεσων επενδύσεων. Τα παραδείγματα είναι πολλά. Ένας νόμος του 2007 απαιτούσε 4% αύξηση της ενεργειακής αποδοτικότητας ετησίως μέχρι το 2012, συμπεριλαμβανομένων των τομέων μεταφορών και βιομηχανίας. Από τότε, η συνολική αποδοτικότητα στον τομέα της ενέργειας έχει αυξηθεί κατά περίπου 10% και είναι πιθανό να συνεχίσει να αυξάνεται. Τέτοιου είδους νομοθετικές προϋποθέσεις έχουν συνδυαστεί με τις απαιτήσεις για περιορισμό των εκπομπών θείου και για καθαρότερο νερό, με το κλείσιμο πολλών χαμηλής απόδοσης ανθρακωρυχείων και εργοστασίων παραγωγής τσιμέντου, καθώς και νέες επενδύσεις στην ηλιακή, την αιολική και άλλες ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.

Για όλα αυτά, το δωδέκατο κατά σειράν πενταετές πρόγραμμα της Κίνας, που ανακοινώθηκε νωρίτερα φέτος, πρόσθεσε κι άλλους στόχους για την ανάπτυξη «καθαρών» τεχνολογιών στην εγχώρια αγορά. Αυτές οι καινοτομίες θα είναι κυρίως για οικιακή χρήση, αν και υπάρχει αυξανόμενο ενδιαφέρον στις διεθνείς εξαγωγικές αγορές για τις «καθαρές» τεχνολογίες. Πολλά κρατικά χρηματοδοτούμενα έργα απαιτούν πλέον το 80% της χρησιμοποιούμενης τεχνολογίας να είναι εγχώρια. Δύο υπηρεσίες είναι υπεύθυνες για την εποπτεία της συμμόρφωσης στον κανόνα αυτόν. Πρώτον, ο Εθνικός Οργανισμός Ενέργειας (ΝΕΑ), ο οποίος εγκρίνει τη χρηματοδότηση και την κατασκευή σχεδόν όλων των μεγάλων έργων στον τομέα της ενέργειας. Δεύτερον, το Υπουργείο Επιστήμης και Τεχνολογίας (MOST) που εποπτεύει τις πάνω από 100 Κινέζικες ακαδημίες οι οποίες κάνουν έρευνα στις «καθαρές» τεχνολογίες. Το 2010, η Κίνα διοχέτευσε δεκάδες δισεκατομμύρια για την «πράσινη» καινοτομία μέσω αυτών των δύο οργανισμών.

Οι μαζικές κρατικές επενδύσεις επέτρεψαν στο Πεκίνο να κάνει ό, τι η ιδιωτική βιομηχανία σε όλο τον κόσμο δεν μπορεί. Η παραγωγή ισχύος και ενέργειας απαιτεί εκ των προτέρων μαζικές επενδύσεις κεφαλαίων. Το συνολικό κόστος για την κατασκευή ενός υψηλής απόδοσης εργοστασίου ηλιακής, πυρηνικής ή αιολικής ενέργειας συχνά υπερβαίνει το ένα δισεκατομμύριο δολάρια. Το υψηλό κόστος καθιστά τα σχέδια αυτά επικίνδυνα για τις κεφαλαιαγορές σε όλο τον κόσμο, για να μην αναφέρουμε ότι είναι το ίδιο για τις περισσότερες ιδιωτικές επιχειρήσεις. Συχνά, οι ιδιωτικές τράπεζες το μόνο που θέλουν είναι να ακολουθήσουν γρήγορα και να επενδύσουν στη δεύτερη γενιά εργοστασίων, όχι στα πρώτης γενιάς εργοστάσια που εφαρμόζουν νέες τεχνικές. Η υποστήριξη του ΝΕΑ και του MOST βοηθά τα σχετικά έργα να ξεπερνούν αυτά τα εμπόδια.

Ένα καλό παράδειγμα είναι η Huaneng, η μεγαλύτερη εταιρεία ενέργειας στον κόσμο, η οποία παράγει περίπου 160.000 μεγαβάτ ηλεκτρικής ενέργειας ετησίως – 30% περισσότερο από το Τέξας. Κάθε χρόνο, προσθέτει 13.000 μεγαβάτ ενέργειας από μονάδες νέας γενιάς - περίπου της ίδιας τεχνολογίας με τη σημερινή γενιά των μονάδων της Μασαχουσέτης. Για να ανταποκριθεί στις προϋποθέσεις της κυβέρνησης περί «καθαρής» ενέργειας, η Huaneng σχεδιάζει να εγκαταστήσει ανεμογεννήτριες ικανές να παράγουν 10.000 μεγαβάτ ετησίως (περισσότερο από το σύνολο της αιολικής ενέργειας στις ΗΠΑ) και ηλιακούς συλλέκτες ικανούς να παράγουν 10.000 μεγαβάτ ετησίως (ξεπερνώντας το σύνολο των ΗΠΑ). Μέχρι το 2025, η Huaneng αναμένει να προσθέσει περισσότερα από 50.000 μεγαβάτ υδροηλεκτρικής ενέργειας και 10.000 μεγαβάτ πυρηνικής ενέργειας. Εν τω μεταξύ, θα συνεχίσει να προσθέσει περίπου 50 μεγαβάτ ηλεκτροπαραγωγής με καύση άνθρακα.

Πέραν της παραγωγής ενέργειας, η Huaneng καινοτομεί μέσω του δικού της Ινστιτούτου Έρευνας για την «Καθαρή» Ενέργεια, το οποίο χρηματοδοτείται από ίδια έσοδα, από τον ΝΕΑ και το MOST. Έχει σχεδιάσει και κατασκευάσει δύο σημαντικές εγχώριες «καθαρές» τεχνολογίες καύσης άνθρακα κατά την τελευταία δεκαετία. Η πρώτη είναι ένας αεριοποιητής που μετατρέπει το άνθρακα σε συνθετικό αέριο με υψηλή απόδοση και εξαιρετικά χαμηλή ρύπανση. Η δεύτερη είναι μια νέα τεχνολογία δέσμευσης που απομονώνει το διοξείδιο του άνθρακα (CO2) από τις εκπομπές των εργοστασίων που χρησιμοποιούν άνθρακα. Είναι προφανώς η μεγαλύτερη στον κόσμο εγκατάσταση δέσμευσης CO2 μετά από καύση άνθρακα – και η φθηνότερη. Οι προθεσμίες που ορίζονται από τις προϋποθέσεις της κυβέρνησης έφεραν αυτά τα έργα στη ζωή σε τρία μόλις χρόνια και έχουν ήδη οδηγήσει σε διεθνείς συμφωνίες χορήγησης αδειών χρήσης των σχετικών πατεντών αλλά και σε νέα προτεινόμενα έργα στη Βόρεια Αμερική και την Ευρώπη.