Πετρελαϊκή θρυαλλίδα στη Νιγηρία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Πετρελαϊκή θρυαλλίδα στη Νιγηρία

Πώς η δυναμική στάση του Jonathan μπορεί να γίνει μπούμερανγκ
Περίληψη: 

Την Πρωτοχρονιά, ο Πρόεδρος της Νιγηρίας Goodluck Jonathan επιχείρησε αυτό που αρκετοί από τους προκατόχους του είχαν προσπαθήσει και είχαν αποτύχει να κάνουν τα προηγούμενα χρόνια: να καταργήσουν την εθνική επιδότηση πετρελαίου. Μια συμφωνία την περασμένη Δευτέρα σταμάτησε την πανεθνική απεργία, αλλά η τακτική του Jonathan θα μπορούσε να κάνει τα πράγματα χειρότερα.

Ο JOHN CAMPBELL, πρώην πρέσβης των ΗΠΑ στη Νιγηρία από το 2004 ως το 2007, είναι βασικός συνεργάτης στην έδρα Ralph Bunch για τη μελέτη της Αφρικανικής Πολιτικής στο Council on Foreign Relations.

Την Πρωτοχρονιά, ο Πρόεδρος της Νιγηρίας Goodluck Jonathan έβαλε τέλος στην επί δεκαετίες κρατική επιδότηση στην κατανάλωση πετρελαίου, η οποία είχε κρατήσει την βενζίνη και άλλα πετρελαϊκά προϊόντα στη διάθεση των Νιγηριανών σε σημαντικά χαμηλότερες τιμές από εκείνες της αγοράς. Μέσα σε λίγες ημέρες, το λίτρο βενζίνης υπερδιπλασίασε την τιμή του στα 93 σεντς. Παρά την αφθονία αργού πετρελαίου στη χώρα (εξάγει πάνω από 2 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα), η Νιγηρία δεν έχει ικανότητα διύλισης και πρέπει να δαπανά δισεκατομμύρια (το πρώτο τρίμηνο του περασμένου έτους, 1.340.000.000 δολάρια, για να είμαστε ακριβείς) για εισαγωγή καυσίμων, όχι μόνο για τις μεταφορές αλλά και για να τροφοδοτεί με ντίζελ τις γεννήτριες που παρέχουν μεγάλο μέρος της ηλεκτρικής ενέργειας της χώρας.

Οικονομολόγοι και ένα μεγάλο μέρος της διεθνούς τραπεζικής κοινότητας υποστηρίζουν ότι το κόστος της επιδότησης των καυσίμων εμποδίζει την ανάπτυξη και θέτει μια μη βιώσιμη επιβάρυνση επί των οικονομικών της Νιγηρίας. Η κυβέρνηση του Jonathan αναφέρει ότι το κόστος της επιδότησης ανέρχεται σε πάνω από 8 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως. Θεσμοθετημένη αμέσως μετά την εποχή του εμφυλίου πολέμου 1966-1970, διαδοχικές κυβερνήσεις προσπάθησαν και απέτυχαν να την εξαλείψουν.

Αλλά οι απλοί Νιγηριανοί βλέπουν την επιδότηση των καυσίμων ως το μόνο τους όφελος από μία από τις μεγαλύτερες βιομηχανίες πετρελαίου στον κόσμο που έχει κάνει κροίσους μόνο ένα μικρό αριθμό ολιγαρχών. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ξεχύθηκαν στους δρόμους για να διαμαρτυρηθούν. Επιφανείς θρησκευτικοί ηγέτες, όπως ο Ρωμαιοκαθολικός Αρχιεπίσκοπος της Αμπούτζα, υπερασπίστηκαν εδώ και καιρό την επιδότηση ως ηθικό και δεοντολογικό δικαίωμα. Με βάση την μακρά ιστορία της χώρας σε διαφθορά και οικονομική κακοδιαχείριση, σήμερα οι Νιγηριανοί διατηρούν αμφιβολίες έναντι οποιουδήποτε ισχυρίζεται ότι ο μέσος πολίτης θα επωφεληθεί από την κατάργηση της επιδότησης.

Μετά την 1 Ιανουαρίου, όταν οι τιμές του πετρελαίου αυξήθηκαν, και μαζί με αυτές το κόστος των καθημερινών αγαθών, τα αναζωογονημένα συνδικάτα της χώρας προκήρυξαν γενική απεργία με αίτημα την αποκατάσταση της επιδότησης. Με την υποστήριξη πολλών πολιτικών ομάδων, η απεργία ουσιαστικά «πάγωσε» την οικονομία της Νιγηρίας. Αλλά δεν ήταν μόνο τα συνδικάτα – οι μεγαλύτερες πόλεις της Νιγηρίας είδαν πάρα πολλούς ανθρώπους ξένους προς το εργατικό κίνημα να διαδηλώνουν στους δρόμους, γεγονός που υποδηλώνει ότι το θέμα ήταν σημαντικό, αλλά το ίδιο είναι και η εκμετάλλευση και η κακοδιαχείριση. Περαιτέρω απόδειξη της ευρείας απήχησης της απεργίας είναι ότι η Νιγηρία είναι μια χώρα που έχει ενωθεί ενώ χωρίζεται καταφανώς από πλευράς θρησκεύματος και εθνικότητας. Για παράδειγμα, κατά τις τελευταίες εβδομάδες η μουσουλμανική άτυπη αστυνομία, η Hisbah, μέχρι σήμερα γνωστή για τα αντιχριστιανικά πογκρόμ στα οποία έχει επιδοθεί, προστατεύει εκκλησίες στο Kano, την πιο σημαντική μουσουλμανική πόλη του Βορρά. Προσωπικότητες - πρότυπα όπως ο βραβευμένος με Νόμπελ συγγραφέας Wole Soyinka και ο συνάδελφός του, σημαντικός λογοτέχνης Chinua Achebe, οι οποίοι έχουν επικρίνει τη διαφθορά στη Νιγηρία και την κακή διακυβέρνηση, εξέφρασαν επίσης την υποστήριξή τους στην απεργία.

Την περασμένη Πέμπτη, ο Jonathan, μέλη της Εθνικής Συνέλευσης και οι ηγέτες των συνδικαλιστικών οργανώσεων άρχισαν τη διαπραγμάτευση επί ενός συμβιβασμού που θα μπορούσε, με την πάροδο του χρόνου, να επαναφέρει την επιδότηση, ενώ θα επενδύονται χρήματα για νέα διυλιστήρια και άλλα έργα υποδομής. Οι συνομιλίες έφτασαν σε αδιέξοδο μέσα στο Σαββατοκύριακο, αλλά τη Δευτέρα ο Jonathan επανέφερε το ήμισυ περίπου των επιδοτήσεων, ενώ δήλωσε ότι ακόμη ψάχνει έναν τρόπο να τις καταργήσει εντελώς, ίσως μέχρι τον Απρίλιο. Κατηγόρησε τα συνδικάτα για το αδιέξοδο των διαπραγματεύσεων και είπε ότι οι πολιτικοί εχθροί του προξένησαν το χάος για να κερδίσουν έδαφος. Τα συνδικάτα, με τη σειρά τους, ανέστειλαν την απεργία. Υπογράμμισαν, ωστόσο, ότι η απόφαση της κυβέρνησης του Jonathan ήταν μονομερής και ότι συνθηκολόγησε, «προκειμένου να σωθούν ζωές και προς το συμφέρον της εθνικής επιβίωσης».

Όμως, από πολλές απόψεις, εδώ είναι που ξεκινά η ιστορία. Ο Jonathan μπορεί να ήταν πρόθυμος να επιστρέψει κάποιες από τις επιδοτήσεις, αλλά τώρα φαίνεται να στρέφεται προς την καταστολή. Την ίδια ημέρα που ανήγγειλε μια συμβιβαστική λύση, έστειλε το στρατό σε χώρους διαδηλώσεων στο Λάγος. Οι υπηρεσίες ασφαλείας εισέβαλαν σε δημοσιογραφικά γραφεία, συμπεριλαμβανομένων αυτών του BBC και του CNN. Ο Jonathan ζήτησε τη σύλληψη προσώπων από μια λίστα με εξέχοντες ακτιβιστές υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και έχουν υπάρξει καταγγελίες ότι μαχητές από το Δέλτα του Νίγηρα είχαν προσληφθεί για να εκφοβίσουν τα στελέχη των συνδικαλιστικών οργανώσεων. Ο κυβερνήτης του Λάγος έχει ήδη επικρίνει την δυναμική αντίδραση του Jonathan. Σε μερικές περιπτώσεις, η αστυνομία προσχώρησε στους διαδηλωτές, αλλά προς το παρόν ο στρατός φαίνεται να παραμένει πιστός στο καθεστώς. Τουλάχιστον είκοσι άνθρωποι έχουν σκοτωθεί και πάνω από 300 έχουν τραυματιστεί, πολλοί από τις υπηρεσίες ασφαλείας.

Αλλά μπορεί να υπάρχει ένας άλλος λόγος που ο Jonathan παίζει σκληρά. Παρά τις ειδήσεις σχετικά με χριστιανική και μουσουλμανική αλληλεγγύη στο Κάνο και αλλού, το ριζοσπαστικό ισλαμικό κίνημα Boko Haram συνέχισε τις επιθέσεις του κατά των χριστιανών στον, κατά κύριο λόγο μουσουλμανικό, Βορρά. Σε τμήματα του ως επί το πλείστον χριστιανικού Νότου, ομάδες επαγρύπνησης έχουν ορκιστεί να πάρουν εκδίκηση για θανάτους χριστιανών από ντόπιους μουσουλμάνους. Ως συνέπεια, σημαντικός αριθμός Χριστιανών εγκαταλείπουν το Βορρά και μουσουλμάνοι εγκαταλείπουν τα Νότια, οδηγώντας ενδεχομένως σε επιδείνωση του βάρους που θα χρειαστεί να σηκώσει η κυβέρνηση για τη φροντίδα των εσωτερικά εκτοπισμένων και σε όξυνση τη μακρόχρονη γεωγραφική και θρησκευτική διαίρεση της χώρας.