Οι αντιπαραγωγικές κυρώσεις της ΕE κατά του Ιράν | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Οι αντιπαραγωγικές κυρώσεις της ΕE κατά του Ιράν

Η περίπτωση της οπισθοχώρησης…
Περίληψη: 

Η πρωτόγνωρη επιθετικότητα των Βρυξελλών σπαταλά την επιρροή τους στην Τεχεράνη και την αξιοπιστία τους απέναντι στην υπόλοιπη διεθνή κοινότητα. Αυτό θα είναι κακό για την Ευρώπη και ακόμα χειρότερο για τις πιθανότητες μιας ειρηνικής λύσης στο αδιέξοδο του Ιράν.

Ο RORY MILLER είναι διευθυντής σπουδών για τη Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή στο King’s College του Λονδίνου.

Με την υπογραφή των ευρέος φάσματος κυρώσεων κατά του Ιράν στα τέλη Ιανουαρίου, η Ευρωπαϊκή Ένωση στοιχημάτισε ότι οι σκληρές οικονομικές κυρώσεις θα ωθήσουν τελικά το Ιράν να συμμορφωθεί με τις διεθνείς υποχρεώσεις του, ειδικά ότι θα βάλει τέλος στις προσπάθειές του για τον εμπλουτισμό ουρανίου (σε επίπεδο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για πυρηνική βόμβα) και θα αποδεχθεί ένα επαληθεύσιμο καθεστώς επιθεώρησης στο πλαίσιο του Διεθνούς Οργανισμού Ατομικής Ενέργειας (ΙΑΕΑ). Αυτό είναι πολύ μακριά από το πλαίσιο «κριτικού διαλόγου» που η Ευρωπαϊκή Ένωση ευνοούσε σε όλη τη δεκαετία του 1990, όταν είχε ως στόχο να εξομαλύνει τις σχέσεις της με την Τεχεράνη ως μέσο προώθησης της εσωτερικής μεταρρύθμισης και της ενδυνάμωση των μετριοπαθών στο Ιράν. Είναι, επίσης, μια απομάκρυνση από τη λεγόμενη διπλωματία των ΕΕ-3 της τελευταίας δεκαετίας, σύμφωνα με την οποία η Γαλλία, η Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο φαινόταν να διαπραγματεύονται έναν συμβιβασμό με το Ιράν για το πυρηνικό του πρόγραμμα για λογαριασμό της ευρύτερης διεθνούς κοινότητας. Στο παρελθόν, ακόμη και όταν οι Βρυξέλλες έριξαν όλο το βάρος τους υποστηρίζοντας τις κυρώσεις του ΟΗΕ - για παράδειγμα, τον Δεκέμβριο του 2006 - Ευρωπαίοι αξιωματούχοι έσπευσαν να δώσουν συνέχεια με δηλώσεις τους τονίζοντας την προτίμησή τους υπέρ της διπλωματίας και της δέσμευσης. (Τον Ιανουάριο του 2007 αξιωματούχοι ζητούσαν μια «διαπραγματεύσιμη μακροπρόθεσμη λύση»). Αυτή τη φορά, όμως, η Ευρώπη φαίνεται να είναι πιο αποφασιστική. Ως Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, ο Herman Van Rompuy εξήγησε νωρίτερα αυτό το μήνα ότι «μεγαλύτερη πίεση στο Ιράν, περισσότερες κυρώσεις στο Ιράν» είναι η τωρινή επιλογή.

Παρά τα όσα ισχυρίζονται οι Ιρανοί αξιωματούχοι, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν κρύβονται πίσω από τη νέα στάση της Ευρώπης. Στην πραγματικότητα, κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες, η Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν εκπληκτικά ανθεκτική στις πιέσεις των ΗΠΑ. Απέρριπτε τακτικά τις απαιτήσεις των κυβερνήσεων του Κλίντον και του Τζορτζ Μπους να υιοθετήσουν τη στρατηγική της Ουάσινγκτον περί ευνουχισμού της Ισλαμικής Δημοκρατίας μέσω της οικονομικής και πολιτικής απομόνωσης. Το 1996, για παράδειγμα, η κυβέρνηση Κλίντον πέρασε την Πράξη Κυρώσεων για Ιράν - Λιβύη (ILA), που επέβαλε υποχρεωτικά κυρώσεις σε οποιαδήποτε ξένη χώρα επένδυε περισσότερα από 20 εκατομμύρια δολάρια στο Ιράν. Σε απάντηση, η Ευρωπαϊκή Ένωση, μέσω του τότε επιτρόπου Εμπορίου, του πρώην Βρετανού υπουργού σερ Λίον Μπρίταν, δήλωσε ανυποχώρητα ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες «δεν δικαιούνται να επιβάλλουν τη θέλησή τους πάνω μας» και κατέθεσε μια διπλωματική νότα επίσημης μη συμμόρφωσης με την ILA στο Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου. Για να γίνει πιο κεντρική η επιλογή αυτή, ένας εκπρόσωπος του γερμανικού Υπουργείου Εξωτερικών εξέφρασε την άποψη ότι οι «ΗΠΑ ακολουθούν το λάθος μονοπάτι». Ταυτόχρονα, η Γαλλία, ειρωνεύθηκε ακόμη και δημοσίως την Ουάσιγκτον δηλώνοντας ότι θα αναγάγει την αναβάθμιση των σχέσεών της με το Ιράν ως σημαντικό στόχο της εξωτερικής της πολιτικής. Ο εκπρόσωπος του Υπουργείου Εξωτερικών της χώρας, Yves Doutriaux, ήταν ακόμη πιο σαφής: Η κίνηση των ΗΠΑ, είπε, «είναι σαν ένα έθνος να λέει στην υπόλοιπη γη τι μπορεί και τι δεν μπορεί να κάνει. Είναι σωστό αυτό;».

Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει τους δικούς της λόγους για τους οποίους ενήργησε τώρα - με την ομόφωνη υποστήριξη και των 27 κρατών μελών - μόλις ένα χρόνο μετά από ένα πολύ λιγότερο εκτενή κατάλογο κυρώσεων που είχαν προτείνει οι ΕΕ-3 και που απέτυχε να κερδίσει πλήρη υποστήριξη. Ο πρώτος είναι η οργή για την αποτυχία του Ιράν να απαντήσει επισήμως στην επιστολή της επικεφαλής της εξωτερικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Catherine Ashton, η οποία εστάλη τον περασμένο Οκτώβριο και πρότεινε να ξαναρχίσουν οι συνομιλίες για τα πυρηνικά. Η Άστον έγραψε την επιστολή αυτή για λογαριασμό των P5 συν 1 (τα πέντε μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και της Γερμανίας), αλλά η περιφρόνηση έγινε αισθητή πιο έντονα στην Ευρώπη, η οποία έχει εργαστεί για να καλλιεργήσει τον ρόλο της ως το κύριο σημείο επαφής μεταξύ του Ιράν και της διεθνούς κοινότητας.

Η επιλογή της χρονικής στιγμής των νέων κυρώσεων είναι επίσης συνάρτηση των επερχόμενων εκλογών στο Ιράν και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Πριν τις ιρανικές βουλευτικές εκλογές του Μαρτίου, η Ευρωπαϊκή Ένωση θέλει να στείλει ένα μήνυμα ότι είναι πρόθυμη να υιοθετήσει σκληρή γραμμή, καθώς η Ουάσιγκτον αναλαμβάνει την ελπίδα να πείσει τους Ιρανούς ψηφοφόρους να εκφράσουν τη δυσαρέσκειά τους απέναντι στο σημερινό καθεστώς μέσω της κάλπης. Επιθυμεί επίσης να εξαναγκάσει το Ιράν σε παραχωρήσεις πριν οι αμερικανικές προεδρικές εκλογές δυνητικά φέρουν έναν ρεπουμπλικάνο πρόεδρο δεσμευμένο να σταματήσει το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν με στρατιωτικά μέσα. Όχι μόνο πολλοί πολιτικοί της ΕΕ έχουν μια ιδεολογική αποστροφή προς τον πόλεμο, αλλά φοβούνται ότι κάτι τέτοιο θα δημιουργήσει χάος με τις προμήθειες πετρελαίου παγκοσμίως και θα μπορούσε να οδηγήσει ακόμη και σε μια ιρανικής έμπνευσης τρομοκρατική εκστρατεία σε ευρωπαϊκό έδαφος.