Το μέλλον των σχέσεων ΗΠΑ – Κίνας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το μέλλον των σχέσεων ΗΠΑ – Κίνας

Η σύγκρουση είναι μια επιλογή, όχι αναγκαιότητα
Περίληψη: 

Ομάδες σημαντικών ανθρώπων τόσο στην Κίνα όσο και στις ΗΠΑ ισχυρίζονται ότι ένας ανταγωνισμός υπεροχής μεταξύ των δύο χωρών είναι αναπόφευκτος και ίσως εξελίσσεται ήδη. Το Πεκίνο και η Ουάσιγκτον μπορεί, στο τέλος, να μην είναι σε θέση να υπερβούν τις δυνάμεις που τις πιέζουν προς τη σύγκρουση. Αλλά οφείλουν στον εαυτό τους και στον κόσμο να το προσπαθήσουν.

Ο HENRY A. KISSINGER είναι πρόεδρος της εταιρείας Kissinger Associates και πρώην υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ και Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας. Το δοκίμιο αυτό αποτελεί προσαρμογή από τον επίλογο του βιβλίου του που πρόκειται να εκδοθεί σύντομα υπό τον τίτλο On China (Penguin, 2012).

Στις 19 Ιανουαρίου 2011, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα και ο Κινέζος πρόεδρος Χου Ζιντάο εξέδωσαν κοινή ανακοίνωση μετά το τέλος της επίσκεψης του Χου στην Ουάσιγκτον. Ανακήρυττε την κοινή τους δέσμευση σε μια «θετική, συνεργατική και πλήρη σχέση ΗΠΑ-Κίνας». Κάθε πλευρά διαβεβαίωνε την άλλη σχετικά με την κύρια ανησυχία της, ανακοινώνοντας ότι «Οι Ηνωμένες Πολιτείες επανέλαβαν ότι επικροτούν μια ισχυρή, ευημερούσα και επιτυχή Κίνα, η οποία παίζει μεγαλύτερο ρόλο στις παγκόσμιες υποθέσεις. Η Κίνα καλωσορίζει τις Ηνωμένες Πολιτείες ως ένα έθνος της περιοχής του Ειρηνικού ωκεανού που συμβάλλει στην ειρήνη, τη σταθερότητα και την ευημερία στην περιοχή».

Έκτοτε, οι δύο κυβερνήσεις έχουν θέσει προς υλοποίηση τους δηλωθέντες στόχους. Κορυφαίοι Αμερικανοί και Κινέζοι αξιωματούχοι έχουν ανταλλάξει επισκέψεις και θεσμοθέτησαν τις ανταλλαγές απόψεων σε μείζονα στρατηγικά και οικονομικά θέματα. Οι επαφές μεταξύ στρατιωτικών των δύο χωρών έχουν ξαναρχίσει, ανοίγοντας ένα σημαντικό δίαυλο επικοινωνίας. Και σε ανεπίσημο επίπεδο, το επιλεγόμενο και ως «δεύτερη διαδρομή», οι δύο ομάδες έχουν διερευνήσει πιθανές εξελίξεις στη σχέση ΗΠΑ-Κίνας.

Ωστόσο, καθώς η συνεργασία έχει ενταθεί, το ίδιο συνέβη και με τις διαμάχες. Ομάδες σημαντικών ανθρώπων και στις δύο χώρες υποστηρίζουν ότι ένας ανταγωνισμός για υπεροχή μεταξύ Κίνας και Ηνωμένων Πολιτειών είναι αναπόφευκτος και ίσως ήδη βρίσκεται σε εξέλιξη. Με βάση την προοπτική αυτή, η έκκληση για συνεργασία ΗΠΑ-Κίνας φαίνεται ξεπερασμένη, ακόμα και αφελής.

Οι αλληλοκατηγορίες προκύπτουν από διαφορετικές αλλά και παράλληλες αναλύσεις σε κάθε χώρα. Μερικοί Αμερικανοί στρατηγικοί στοχαστές υποστηρίζουν ότι η κινεζική πολιτική επιδιώκει την επίτευξη δύο μακροπρόθεσμων στόχων: τον εκτοπισμό των Ηνωμένων Πολιτειών από την θέση της εξέχουσας δύναμης στον δυτικό Ειρηνικό ωκεανό και την εδραίωση της Ασίας ως ένα αποκλειστικό μπλοκ που εξαρτάται από την κινεζική οικονομία και τα συμφέροντα της εξωτερικής πολιτικής της Κίνας. Σε αυτή την αντίληψη, ακόμη και αν η απόλυτη στρατιωτική ικανότητα της Κίνας δεν είναι επισήμως ίση με εκείνη των Ηνωμένων Πολιτειών, το Πεκίνο έχει την δυνατότητα να δημιουργήσει απαράδεκτους κινδύνους σε μια σύγκρουση με την Ουάσιγκτον και αναπτύσσει όλο και περισσότερο εξελιγμένα μέσα για να αμφισβητήσει τα παραδοσιακά πλεονεκτήματα των ΗΠΑ. Η άτρωτη πυρηνική ικανότητα «δεύτερου χτυπήματος» των ΗΠΑ τελικά θα αντιστοιχιστεί με ένα διευρυνόμενο φάσμα βαλλιστικών πυραύλων κατά πλοίων και με ασύμμετρες δυνατότητες σε νέους τομείς όπως το διάστημα και ο κυβερνοχώρος. Η Κίνα θα μπορούσε να εξασφαλίσει μια κυρίαρχη ναυτική θέση μέσω μιας σειράς νησιών που διαθέτει στην περιφέρειά της και με την επιβολή κάποιου φόβητρου, και αφότου μια τέτοια εικόνα δημιουργηθεί, οι γείτονες της Κίνας, εξαρτώμενοι όπως είναι από το κινεζικό εμπόριο αλλά και αβέβαιοι για την ικανότητα των Ηνωμένων Πολιτειών να αντιδράσουν, μπορεί να τροποποιήσουν τις πολιτικές τους σύμφωνα με τις κινεζικές προτιμήσεις. Τελικά, αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει στη δημιουργία ενός κινεζοκεντρικού ασιατικού μπλοκ που θα δεσπόζει στον δυτικό Ειρηνικό. Η πιο πρόσφατη αμερικανική έκθεση αμυντικής στρατηγικής αντανακλά, τουλάχιστον έμμεσα, ορισμένες από αυτές τις ανησυχίες.

Κανένας Κινέζος κυβερνητικός αξιωματούχος δεν έχει διακηρύξει μια τέτοια στρατηγική ως την πραγματική πολιτική της Κίνας. Μάλιστα, τονίζουν το αντίθετο. Ωστόσο, υπάρχει αρκετό υλικό στον ημιεπίσημο Τύπο της Κίνας και τα ερευνητικά ινστιτούτα ώστε να δώσει κάποια στήριξη στη θεωρία ότι οι σχέσεις οδεύουν προς την σύγκρουση παρά προς την συνεργασία.

Οι αμερικανικές στρατηγικές ανησυχίες μεγεθύνονται από μια ιδεολογική προδιάθεση των ΗΠΑ να μάχονται με όλον τον μη δημοκρατικό κόσμο. Τα αυταρχικά καθεστώτα, υποστηρίζουν ορισμένοι, είναι εγγενώς εύθραυστα, αναγκασμένα να συσπειρώνουν την εγχώρια στήριξη με τη χρήση εθνικιστικής και επεκτατικής ρητορικής και πρακτικής. Σε αυτές τις θεωρίες – παραλλαγές των οποίων υιοθετούνται από τμήματα τόσο της αμερικανικής αριστεράς όσο και της αμερικανικής δεξιάς – οι εντάσεις και οι συγκρούσεις με την Κίνα αναπτύσσονται από την εγχώρια δομή της Κίνας. Η παγκόσμια ειρήνη θα έρθει, όπως προβάλλει ο ισχυρισμός, από τον παγκόσμιο θρίαμβο της δημοκρατίας και όχι από εκκλήσεις για συνεργασία. Ο πολιτικός επιστήμονας Ααρών Φρίντμπεργκ (Aaron Friedberg) γράφει, για παράδειγμα, ότι «μια φιλελεύθερη δημοκρατική Κίνα θα έχει ελάχιστους λόγους να φοβάται τους δημοκρατικούς ομολόγους της, κι ακόμη λιγότερους για να κάνει χρήση βίας εναντίον τους». Ως εκ τούτου, «απογυμνωμένος από διπλωματικές ωραιοποιήσεις, ο απώτερος στόχος της αμερικανικής στρατηγικής [πρέπει να είναι] να επιταχύνει μια επανάσταση, έστω και ειρηνική, που θα σαρώσει το μονοκομματικό αυταρχικό κράτος της Κίνας και θα αφήσει μια φιλελεύθερη δημοκρατία στη θέση του».