Ο κόσμος είναι σήμερα πιο ασφαλής | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο κόσμος είναι σήμερα πιο ασφαλής

Οι ΗΠΑ δεν κινδυνεύουν όσο νομίζει η Ουάσινγκτον

Λειτουργεί επίσης ένας ολέθριος βρόχος ανάδρασης. Λόγω της χρόνιας υπερβολής επί των απειλών που αντιμετωπίζουν οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Ουάσιγκτον δίνει μεγάλη έμφαση στις στρατιωτικές προσεγγίσεις στα προβλήματα (συμπεριλαμβανομένων πολλών που θα μπορούσαν να επιλυθούν καλύτερα με μη στρατιωτικά μέσα). Η στρατιωτικοποίηση της εξωτερικής πολιτικής οδηγεί, με τη σειρά της, σε περισσότερες σκοτεινές προειδοποιήσεις σχετικά με τις δυνητικά επιβλαβείς επιπτώσεις της κάθε προσπάθειας να εξισορροπηθούν οι δαπάνες των ΗΠΑ για την εθνική ασφάλεια ή να περικοπεί ο τεράστιος αμυντικός προϋπολογισμός - προειδοποιήσεις, οι οποίες αναπόφευκτα προωθούνται από μεγαλύτερες υπερβολές για ενδεχόμενες απειλές. Το περασμένο φθινόπωρο, ο στρατηγός Νόρτον Σβάρτζ, ο επικεφαλής της Πολεμικής Αεροπορίας των ΗΠΑ, δήλωσε ότι οι περικοπές που θα γυρίσουν τις στρατιωτικές δαπάνες στο επίπεδο που βρίσκονταν το 2007 θα μπορούσαν να υπονομεύσουν «την ικανότητα του στρατού να προστατεύσει το έθνος» και θα μπορούσε να δημιουργήσει «ολέθριες συνέπειες». Στο ίδιο μήκος κύματος, ο Πανέτα προειδοποίησε ότι αυτές οι περικοπές θα «προκαλέσουν επιθετικότητα» των εχθρών των ΗΠΑ. Πρόκειται για περίεργες δηλώσεις δεδομένου ότι ο αμυντικός προϋπολογισμός των ΗΠΑ είναι μεγαλύτερος από τους αμυντικούς προϋπολογισμούς των επόμενων 14 χωρών συνολικά και ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες εξακολουθούν να διατηρούν οπλικά συστήματα σχεδιασμένα για να πολεμήσουν έναν εχθρό που εξαφανίστηκε πριν από 20 χρόνια.

Φυσικά, ο πληθωρισμός απειλών δεν είναι καινούργιος. Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, αν και οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιμετώπιζαν γνήσια απειλή για την ύπαρξή τους, οι αμερικανοί πολιτικοί ηγέτες εντούτοις διόγκωναν μικρότερες απειλές ή τις συνέχεαν με μεγαλύτερες. Σήμερα, δεν υπάρχουν κίνδυνοι για τις Ηνωμένες Πολιτείες που έστω κι από μακριά να μοιάζουν με αυτούς της εποχής του Ψυχρού Πολέμου, ωστόσο οι πολιτικοί συνηθίζουν να μιλούν με τον ίδιο ανησυχαστικό τόνο που κάποτε χρησιμοποιούσαν για να περιγράψουν τη σύγκρουση των υπερδυνάμεων. Πράγματι, η νοοτροπία των Ηνωμένων Πολιτειών στον μετά την 11η Σεπτεμβρίου κόσμο κατανοήθηκε καλύτερα (αν και ωμά) από τον πρώην αντιπρόεδρο Ντικ Τσένι. Όταν ήταν αντιπρόεδρος, ο Τσένι προώθησε την ιδέα ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να προετοιμαστούν ακόμα και για την πιο απομακρυσμένη απειλή, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα συμβεί. Ο δημοσιογράφος Ρον Σάσκιντ ονόμασε αυτή την πεποίθηση ως «το ένα δόγμα του ένα τοις εκατό», μια αναφορά σε αυτό που ο Τσένι αποκαλούσε «ένα τοις εκατό πιθανότητες οι πακιστανοί επιστήμονες να βοηθούν την Αλ Κάιντα να κατασκευάσει ή να αναπτύξει πυρηνικά όπλα». Σύμφωνα με τον Σάσκιντ, ο Τσένι επέμενε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να αντιμετωπίζουν μια τέτοια απομακρυσμένη δυνητική απειλή «ως βεβαιότητα όσον αφορά την αντίδρασή μας».

Τέτοια ακαριαία και μαζική ανταπόκριση σπάνια βρίσκεται έξω από το πεδίο της εθνικής ασφάλειας, ακόμα και όταν η κυβέρνηση αντιμετωπίζει προβλήματα που προκαλούν στους Αμερικανούς πολύ περισσότερο κακό από ό, τι οποιαδήποτε ξένη απειλή. Σύμφωνα με μια ανάλυση από την ειδική επί του προϋπολογισμού, Λίντα Μπίλμς, και τον οικονομολόγο Τζόζεφ Στίγκλιτς, στα δέκα χρόνια μετά την 11η Σεπτεμβρίου, το συνδυασμένο άμεσο και έμμεσο κόστος της αντίδρασης των ΗΠΑ στη δολοφονία των περίπου 3.000 πολιτών τους, ανήλθε σε περισσότερα από 3 τρισεκατομμύρια δολάρια. Μια μελέτη από το Ινστιτούτο Urban, ένα ανεξάρτητο think tank, εκτιμά ότι κατά τη διάρκεια μιας περιόδου επικάλυψης, από το 2000 έως το 2006, 137.000 Αμερικανοί έχασαν τη ζωή τους πρόωρα, επειδή δεν είχαν ασφάλιση υγείας. Παρόλο που η ομοσπονδιακή κυβέρνηση διατηρεί ισχυρά ασφαλιστικά προγράμματα υγείας για τους ηλικιωμένους και τους φτωχούς Αμερικανούς, η αντίδρασή της σε μια εθνική κρίση στην υγειονομική περίθαλψη κατά τη διάρκεια αυτού του χρόνου χλωμιάζει σε σύγκριση με την αντίδρασή της στις πολύ λιγότερο θανατηφόρες τρομοκρατικές επιθέσεις.

Αντί για το δόγμα του «ένα τοις εκατό» του Τσένι, αυτό που οι Ηνωμένες Πολιτείες πραγματικά χρειάζονται είναι ένα δόγμα για το «99 τοις εκατό»: μία στρατηγική εθνικής ασφάλειας με βάση το γεγονός ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι μια ασφαλής και καλά προστατευμένη χώρα και στηρίζεται στην πραγματικότητα ότι οι ευκαιρίες για την προώθηση των αμερικανικών συμφερόντων υπερβαίνουν κατά πολύ τις απειλές εναντίον τους. Η πλήρης κατανόηση του κόσμου όπως είναι σήμερα, είναι ο καλύτερος τρόπος για να κρατηθούν οι ΗΠΑ ασφαλείς και ανθεκτικές απέναντι στις υπερβολικές αντιδράσεις που έχουν καθορίσει την εξωτερική τους πολιτική για πάρα πολύ καιρό.

ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΑΠΟ ΠΟΤΕ

Οι Ηνωμένες Πολιτείες, μαζί με τον υπόλοιπο κόσμο, αντιμετωπίζουν σήμερα μια περίοδο οικονομικής και πολιτικής αβεβαιότητας. Αλλά ας ληφθούν υπόψιν τέσσερις μακροπρόθεσμες παγκόσμιες τάσεις που υπογραμμίζουν πόσο άστοχη είναι η συνεχής καπήλευση του φόβου στην πολιτική των ΗΠΑ: η μείωση της γενίκευσης των βίαιων συγκρούσεων, η μείωση της συχνότητας εμφάνισης της τρομοκρατίας, η εξάπλωση της πολιτικής της ελευθερίας και της ευημερίας και η παγκόσμια βελτίωση της δημόσιας υγείας. Το 1992 υπήρχαν 53 ένοπλες συγκρούσεις σε 39 χώρες σε όλο τον κόσμο. Το 2010 υπήρχαν 30 ένοπλες συρράξεις σε 25 χώρες. Από αυτές τις τελευταίες, μόνο τέσσερις έχουν προκαλέσει τουλάχιστον 1.000 θανάτους που σχετίζονται με τη μάχη και μπορούν επομένως να χαρακτηριστούν ως πόλεμος, σύμφωνα με το Πρόγραμμα Πολεμικών Δεδομένων της Ουψάλα (Uppsala Conflict Data Program): οι συγκρούσεις στο Αφγανιστάν, το Ιράκ, το Πακιστάν και τη Σομαλία, δύο εκ των οποίων ξεκίνησαν από τις Ηνωμένες Πολιτείες.