Η γραφειοκρατία νικά ως και την πυρηνική βόμβα | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η γραφειοκρατία νικά ως και την πυρηνική βόμβα

Γιατί τα προγράμματα πυρηνικών όπλων συχνά καταρρέουν από μόνα τους. Και γιατί στο πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν μπορεί να συμβεί το ίδιο.

Μια δεύτερη συμβατική ερμηνεία είναι η εξής: αν το καθεστώς που επιβάλλει η NPT δεν είναι τόσο αποτελεσματικό, αντιθέτως οι αμερικανικές και οι ισραηλινές βόμβες είναι. Η εκκολαπτόμενη πυρηνική προσπάθεια της Συρίας, για παράδειγμα, δέχθηκε βαρύ πλήγμα από αεροπορική επιδρομή που πραγματοποίησε το Ισραήλ εναντίον του κρυφού εργοταξίου κατασκευής πυρηνικού αντιδραστήρα, το 2007. Όμως, ο απολογισμός των στρατιωτικών επιθέσεων είναι ανάμικτος. Σε αντίθεση με τον λαϊκό μύθο περί επιτυχημένου ισραηλινού βομβαρδισμού το 1981 κατά του πυρηνικού αντιδραστήρα Οσιράκ στο Ιράκ, η αλήθεια είναι ότι η επίθεση αυτή εξώθησε τον Ιρακινό πρόεδρο Σαντάμ Χουσεΐν να προχωρήσει πέρα από αόριστες προθέσεις και να δεσμευθεί στενά με ένα αποκλειστικό πρόγραμμα κατασκευής πυρηνικών όπλων, το οποίο διήρκεσε μέχρι τον πόλεμο του Κόλπου το 1990-91. Επιπροσθέτως, οι περισσότερες από τις βόμβες που έριξαν οι ΗΠΑ στο Ιράκ κατά τη διάρκεια αυτής της σύρραξης, δεν πέτυχαν τις πυρηνικές εγκαταστάσεις του Σαντάμ.

Τέλος, ορισμένοι αναλυτές διαβεβαιώνουν ότι τα προγράμματα ανάπτυξης πυρηνικών όπλων καθίστανται αναποτελεσματικά εξαιτίας της χαλάρωσης του ενδιαφέροντος από πλευράς των πολιτικών ηγεσιών. Όμως, αυτοί οι αναλυτές κάνουν μια αντιστροφή μεταξύ αιτίας και αποτελέσματος: οι ηγέτες χάνουν το ενδιαφέρον τους όταν τα πυρηνικά προγράμματά τους δεν πάνε καλά. Από την άλλη, κάποια προγράμματα, όπως το γαλλικό, πάνε καλά παρά τη χλιαρή άνωθεν στήριξη. Η αναντιστοιχία ανάμεσα στη δέσμευση των ηγεσιών και την ποιότητα των πυρηνικών προγραμμάτων δεν θα πρέπει να εκπλήσσει, για τον λόγο ότι, αν και οι σχολιαστές κάνουν επιπόλαια λόγο για τη «βόμβα του Μάο» ή τη «βόμβα του Κιμ Γιονγκ», όμως την ουσιαστική δουλειά την κάνουν άλλοι.

ΕΞΕΛΙΞΗ ΠΟΥ ΔΙΑΚΟΠΗΚΕ

Μια πιο πειστική ερμηνεία για την επιβράδυνση στη διάδοση των πυρηνικών όπλων ξεκινά από την παρατήρηση ότι στις πρώτες μέρες της πυρηνικής εποχής τα περισσότερα κράτη με πυρηνικές φιλοδοξίες ανήκαν στον ανεπτυγμένο κόσμο, ενώ αντιθέτως, από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 οι περισσότερες τέτοιες προσπάθειες καταβλήθηκαν από αναπτυσσόμενες χώρες. Καθώς, λοιπόν, η διάδοση των πυρηνικών αναδείχθηκε κυρίως σε φαινόμενο που αφορά τον αναπτυσσόμενο κόσμο, παράλληλα φάνηκε να επιμηκύνονται δραματικά τα χρονοδιαγράμματα για την κατασκευή της βόμβας. Η ουσιώδης διαφορά εδώ δεν είναι κατεξοχήν οικονομικής φύσεως. Ορισμένα πυρηνικά προγράμματα σε πολύ φτωχές χώρες προχώρησαν μάλλον ικανοποιητικά, όπως αυτό που ανέλαβε να υλοποιήσει η μαστιζόμενη από λιμό Κίνα της δεκαετίας του ’50 και ’60. Από την άλλη πλευρά, πλούσια πετρελαιοπαραγωγά κράτη, όπως το Ιράκ και η Λιβύη, δαπάνησαν επί δεκαετίες τεράστια ποσά σε πυρηνικές έρευνες, αλλά μέχρι στιγμής φαίνεται να έχουν αποτύχει.

Εντούτοις, το εθνικό εισόδημα είναι μία μόνο διάσταση του φαινομένου και σ’ αυτήν την περίπτωση δεν είναι η πιο σημαντική. Όπως τόνισε ο πολιτικός επιστήμονας Φράνσις Φουκουγιάμα, παρά τους έντονους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης, οι περισσότερες αναπτυσσόμενες χώρες πασχίζουν να καθιερώσουν υψηλής ποιότητας κρατική γραφειοκρατία. Μια δυσλειτουργική γραφειοκρατία το πιθανότερο είναι να παραγάγει ένα δυσλειτουργικό πρόγραμμα πυρηνικών όπλων.

Οι οργανισμοί πυρηνικής έρευνας και ανάπτυξης εξαρτώνται στενά από την ισχυρή ανάληψη υποχρεώσεων, τη δημιουργική σκέψη και το διάχυτο πνεύμα συνεργασίας μεταξύ των πολυμελών ομάδων υψηλής ειδίκευσης επιστημονικού και τεχνικού προσωπικού. Για να εκμαιεύσει αυτή τη θετική στάση, η διοίκηση οφείλει να σεβαστεί την επαγγελματική αυτονομία τους και να διευκολύνει τον αγώνα τους, αντί απλώς να δίνει εντολές από ’δω κι από ’κει. Ο σεβασμός απέναντι στην επαγγελματική αυτονομία είχε αποφασιστική σημασία για τις εξαιρετικές επιτυχίες των πρώτων προγραμμάτων κατασκευής πυρηνικών όπλων. Όπως έγραψε ο ιστορικός Ντέιβιντ Χόλογουεϊ, ακόμη και στη Σοβιετική Ένωση του Στάλιν, «είναι εκπληκτικό το πώς ο γραφειοκρατικός μηχανισμός του αστυνομικού κράτους συνεργάστηκε με την κοινότητα των φυσικών επιστημόνων για την κατασκευή της βόμβας ... Η αυτονομία [της] δεν καταλύθηκε από την υλοποίηση του πυρηνικού προγράμματος. Εξακολούθησε να υφίσταται μέσα στο διοικητικό σύστημα που συστήθηκε για να διαχειρίζεται το πρόγραμμα».

Αντιθέτως, η πλειοψηφία των ηγετών των χωρών που πρόσφατα απέκτησαν πυρηνικές φιλοδοξίες, τείνουν να βασίζονται σε ένα καταναγκαστικό, αυταρχικό διοικητικό μοντέλο, με το οποίο προωθούν τις ερευνητικές προσπάθειες για την απόκτηση βόμβας, απευθυνόμενοι στην απληστία και στον φόβο των επιστημόνων, ως πρωταρχικά κίνητρα. Αυτός ο καταναγκαστικός χαρακτήρας είναι απολύτως εσφαλμένος, επειδή επιβάλλει ένα είδος αλλοτρίωσης στους εργαζόμενους, αφού τους αποξενώνει από την έννοια του επαγγελματισμού τους. Κατά συνέπεια, τα πυρηνικά προγράμματα χάνουν τον προσανατολισμό τους. Επιπλέον, πίσω από αυτές τις κακές διοικητικές επιλογές, λανθάνει και μια κακή διοικητική νοοτροπία. Στα αναπτυσσόμενα κράτη, όπου δεν υφίσταται η έννοια της κατοχυρωμένης δημόσιας υπηρεσίας, κάθε απόφαση τείνει να πολιτικοποιείται και τα μέλη της κρατικής γραφειοκρατίας γρήγορα μαθαίνουν να κρατούν το κεφάλι σκυφτό. Ούτε τα πολύ στενά τεχνικά θέματα που αντιμετωπίζει το πυρηνικό επιστημονικό και τεχνικό προσωπικό δεν μένουν αλώβητα από πολιτικές παρεμβάσεις. Το αποτέλεσμα είναι το ακριβώς αντίθετο από αυτό που οι πολιτικοί επιθυμούν: μειωμένη αποδοτικότητα ανάμεικτη με γραφειοκρατική αγκύλωση, διαφθορά και αδιάκοπη μετάθεση ευθυνών.