Η γραφειοκρατία νικά ως και την πυρηνική βόμβα | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η γραφειοκρατία νικά ως και την πυρηνική βόμβα

Γιατί τα προγράμματα πυρηνικών όπλων συχνά καταρρέουν από μόνα τους. Και γιατί στο πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν μπορεί να συμβεί το ίδιο.

Το χρόνιο πρόβλημα της διάδοσης των πυρηνικών όπλων κυριαρχεί για μία ακόμη φορά στις ειδήσεις. Μια έντονη αντιπαράθεση έχει αναπτυχθεί σχετικά με τον ενδεδειγμένο τρόπο αντίδρασης απέναντι στην απειλή που θέτει το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, το οποίο -σύμφωνα με τους ειδικούς- αποσκοπεί στην κατασκευή πυρηνικού όπλου ή τουλάχιστον στη απόκτηση τεχνικής ικανότητας συναρμολόγησής του. Σ’ αυτήν τη διαμάχη, η μία πλευρά πιέζει για μια βραχυπρόθεσμη στρατιωτική επίθεση που θα προξενήσει βλάβη ή θα καταστρέψει το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, ενώ η άλλη ελπίζει ότι αυστηρές κυρώσεις κατά της Ισλαμικής Δημοκρατίας θα την κάμψουν και θα την κάνουν να αναζητήσει διπλωματική λύση. Και οι δύο πλευρές, ωστόσο, συμφωνούν στη βασική παραδοχή ότι αν ξένες δυνάμεις δεν επέμβουν με δραματικό τρόπο, είναι αναπόφευκτο πολύ σύντομα το Ιράν να επιτύχει τους υποτιθέμενους πυρηνικούς στόχους του.

Εντούτοις, υπάρχει και μια άλλη διάσταση. Οι Ιρανοί χρειάστηκαν 25 χρόνια δουλειάς μόνο για να αρχίσουν τη συγκέντρωση εμπλουτισμένου ουρανίου σε ποσοστό 20%, που άλλωστε δεν συνιστά κατηγορία οπλικού συστήματος. Ο μέχρι σήμερα αργός ρυθμός προόδου του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος δίνει την εντύπωση ότι το Ιράν εξακολουθεί να χρειάζεται πολύ χρόνο μέχρι να φθάσει στην κατασκευή βόμβας ή, ακόμη, μπορεί εντέλει και ν’ αποτύχει στην προσπάθειά του. Πράγματι, οι παγκόσμιες τάσεις στη διάδοση των πυρηνικών φανερώνουν ότι κάποια από τις προαναφερθείσες δύο εκδοχές είναι πολύ πιο πιθανή από μια ιρανική επιτυχία στο κοντινό μέλλον. Παρά τις επαναλαμβανόμενες προειδοποιήσεις ότι η διάδοση των πυρηνικών καθίσταται ανεξέλεγκτη, είναι γεγονός ότι από τη δεκαετία του 1970 παρατηρείται σταθερή υποχώρηση στον ρυθμό τεχνικής προόδου των προγραμμάτων κατασκευής πυρηνικών όπλων και μια εξίσου δραματική αποτυχία στους τελικούς στόχους τους.

Η μεγάλη κάμψη στη διάδοση των πυρηνικών μπορεί να αποδοθεί εν μέρει στις αμερικανικές και εν μέρει στις διεθνείς προσπάθειες για τον περιορισμό τους. Κυρίως, όμως, πρόκειται για το αποτέλεσμα δυσλειτουργικών διοικητικών δομών στα κράτη που έχουν επιδιώξει την απόκτηση βόμβας κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Οι αδύναμοι θεσμοί τους επέτρεψαν στους πολιτικούς ηγέτες να υπονομεύσουν άθελά τους την απόδοση των πυρηνικών επιστημόνων, των μηχανικών και των τεχνικών τους. Όσο περισσότερο οι πολιτικοί αγωνίζονταν για να πετύχουν οι πυρηνικές φιλοδοξίες τους, τόσο λιγότερο παραγωγικά γίνονταν τα πυρηνικά προγράμματά τους. Εν τω μεταξύ, οι στρατιωτικές επιθέσεις που πραγματοποιήθηκαν από ξένες δυνάμεις οδήγησαν σε συσπείρωση των πολιτικών και των επιστημόνων γύρω από τον κοινό σκοπό της κατασκευής της βόμβας. Συνεπώς, η λήψη δραστικών μέτρων για τη χαλιναγώγηση του Ιράν μπορεί να μην είναι μόνο επικίνδυνη αλλά και ίσως αντιπαραγωγική, δηλαδή με πιθανότητες επιτυχίας πολύ μικρότερες σε σύγκριση την απλούστερη -όλων- πολιτική: να αφεθεί το πεδίο ελεύθερο για να δράσουν οι χειρότεροι εχθροί του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος, οι ίδιοι οι πολιτικοί ηγέτες της χώρας.

ΠΥΡΗΝΙΚΑ ΣΚΥΛΙΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΔΑΓΚΩΝΟΥΝ

«Σήμερα, σχεδόν κάθε βιομηχανική χώρα μπορεί να παραγάγει ένα πυρηνικό όπλο μέσα σε τέσσερα-πέντε χρόνια», έγραψε πρόσφατα στους New York Times ο πρώην επικεφαλής των ισραηλινών μυστικών υπηρεσιών, απηχώντας μια διαδεδομένη σήμερα αντίληψη. Πράγματι, όσο περισσότερη είναι η πυρηνική τεχνολογία και η τεχνογνωσία που έχει διασπαρεί στον κόσμο, τόσο μικρότερο θα πρέπει να είναι το χρονικό όριο για την κατασκευή μιας βόμβας. Είναι, όμως, αλήθεια ότι η διάδοση των πυρηνικών όπλων στη διάρκεια των τελευταίων σαράντα χρόνων αντί να επιταχυνθεί, έχει αντιθέτως βαδίσει με βραδείς ρυθμούς.

Πριν από το 1970, επτά χώρες είχαν εγκαινιάσει αποκλειστικά προγράμματα κατασκευής πυρηνικών όπλων. Και οι επτά είχαν αρκετά έγκαιρα πετύχει τους στόχους τους. Αντιθέτως, από τις δέκα χώρες που έκαναν το ίδιο μετά το 1970, μόνο οι τρεις κατόρθωσαν να κατασκευάσουν βόμβα. Και μόνο μία από τις χώρες που απέτυχαν, δηλαδή το Ιράκ, είχε κάνει μεγάλη πρόοδο προς τον τελικό στόχο, μέχρι τη στιγμή που εγκατέλειψε τις προσπάθειες. Ας σημειωθεί ότι η αρμόδια ερευνητική επιτροπή εξακολουθεί να πέφτει έξω στις προβλέψεις της γα το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Ας μην ξεχνάμε ότι ακόμη και τα επιτυχημένα προγράμματα των τελευταίων δεκαετιών χρειάστηκαν πολύ καιρό για να ολοκληρώσουν τους στόχους τους. Πριν από το 1970 ο μέσος χρόνος για επιτευχθεί κατασκευή βόμβας, ως κατάληξη των επιτυχημένων προγραμμάτων, ήταν τα επτά χρόνια. Τα επιτυχημένα προγράμματα μετά το 1970 έφθασαν στον στόχο της κατασκευής βόμβας ύστερα από 17 χρόνια, κατά μέσο όρο.

Οι διεθνείς εμπειρογνώμονες ασφαλείας δεν μπόρεσαν να ερμηνεύσουν ικανοποιητικά αυτήν την εντυπωσιακή τάση. Η πρώτη και πιο αξιόπιστη συμβατική ερμηνεία είναι ότι η Συνθήκη περί μη διάδοσης πυρηνικών όπλων (NPT) εμπόδισε την εμφάνιση μιας πλημμύρας νέων κρατών με πυρηνικό οπλοστάσιο, καθώς εγκαθίδρυσε ένα σύστημα ελέγχων των εξαγωγών, τεχνολογικές εγγυήσεις και επιτόπιες επιθεωρήσεις των πυρηνικών εγκαταστάσεων. Είναι σίγουρο ότι το καθεστώς που επιβλήθηκε με την NPT έκλεισε τους πιο εύκολους δρόμους που οδηγούσαν προς τη βόμβα. Όμως, μόνο μετά τη δεκαετία του 1990 η NPT έγινε αξεπέραστο εμπόδιο για τα κράτη που επιθυμούσαν να γίνουν πυρηνικές δυνάμεις, κι αυτό γιατί διευρύνθηκε ο κατάλογος των ελέγχων επί των εξαγωγών και τα κράτη της Δύσης εντέλει ασχολήθηκαν σοβαρά με την επιβολή τους, με τους διεθνείς επιθεωρητές να ενεργούν λιγότερο ως τουρίστες και περισσότερο ως αστυνομικοί. Εντούτοις, η επιβράδυνση στη διάδοση των πυρηνικών είχε αρχίσει τουλάχιστον είκοσι χρόνια πριν παγιωθεί το σύστημα. Έτσι, η NPT, όσο χρήσιμη και αν υπήρξε, δεν μπορεί από μόνη της να αποτελέσει την εξήγηση του φαινομένου.

Μια δεύτερη συμβατική ερμηνεία είναι η εξής: αν το καθεστώς που επιβάλλει η NPT δεν είναι τόσο αποτελεσματικό, αντιθέτως οι αμερικανικές και οι ισραηλινές βόμβες είναι. Η εκκολαπτόμενη πυρηνική προσπάθεια της Συρίας, για παράδειγμα, δέχθηκε βαρύ πλήγμα από αεροπορική επιδρομή που πραγματοποίησε το Ισραήλ εναντίον του κρυφού εργοταξίου κατασκευής πυρηνικού αντιδραστήρα, το 2007. Όμως, ο απολογισμός των στρατιωτικών επιθέσεων είναι ανάμικτος. Σε αντίθεση με τον λαϊκό μύθο περί επιτυχημένου ισραηλινού βομβαρδισμού το 1981 κατά του πυρηνικού αντιδραστήρα Οσιράκ στο Ιράκ, η αλήθεια είναι ότι η επίθεση αυτή εξώθησε τον Ιρακινό πρόεδρο Σαντάμ Χουσεΐν να προχωρήσει πέρα από αόριστες προθέσεις και να δεσμευθεί στενά με ένα αποκλειστικό πρόγραμμα κατασκευής πυρηνικών όπλων, το οποίο διήρκεσε μέχρι τον πόλεμο του Κόλπου το 1990-91. Επιπροσθέτως, οι περισσότερες από τις βόμβες που έριξαν οι ΗΠΑ στο Ιράκ κατά τη διάρκεια αυτής της σύρραξης, δεν πέτυχαν τις πυρηνικές εγκαταστάσεις του Σαντάμ.

Τέλος, ορισμένοι αναλυτές διαβεβαιώνουν ότι τα προγράμματα ανάπτυξης πυρηνικών όπλων καθίστανται αναποτελεσματικά εξαιτίας της χαλάρωσης του ενδιαφέροντος από πλευράς των πολιτικών ηγεσιών. Όμως, αυτοί οι αναλυτές κάνουν μια αντιστροφή μεταξύ αιτίας και αποτελέσματος: οι ηγέτες χάνουν το ενδιαφέρον τους όταν τα πυρηνικά προγράμματά τους δεν πάνε καλά. Από την άλλη, κάποια προγράμματα, όπως το γαλλικό, πάνε καλά παρά τη χλιαρή άνωθεν στήριξη. Η αναντιστοιχία ανάμεσα στη δέσμευση των ηγεσιών και την ποιότητα των πυρηνικών προγραμμάτων δεν θα πρέπει να εκπλήσσει, για τον λόγο ότι, αν και οι σχολιαστές κάνουν επιπόλαια λόγο για τη «βόμβα του Μάο» ή τη «βόμβα του Κιμ Γιονγκ», όμως την ουσιαστική δουλειά την κάνουν άλλοι.

ΕΞΕΛΙΞΗ ΠΟΥ ΔΙΑΚΟΠΗΚΕ

Μια πιο πειστική ερμηνεία για την επιβράδυνση στη διάδοση των πυρηνικών όπλων ξεκινά από την παρατήρηση ότι στις πρώτες μέρες της πυρηνικής εποχής τα περισσότερα κράτη με πυρηνικές φιλοδοξίες ανήκαν στον ανεπτυγμένο κόσμο, ενώ αντιθέτως, από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 οι περισσότερες τέτοιες προσπάθειες καταβλήθηκαν από αναπτυσσόμενες χώρες. Καθώς, λοιπόν, η διάδοση των πυρηνικών αναδείχθηκε κυρίως σε φαινόμενο που αφορά τον αναπτυσσόμενο κόσμο, παράλληλα φάνηκε να επιμηκύνονται δραματικά τα χρονοδιαγράμματα για την κατασκευή της βόμβας. Η ουσιώδης διαφορά εδώ δεν είναι κατεξοχήν οικονομικής φύσεως. Ορισμένα πυρηνικά προγράμματα σε πολύ φτωχές χώρες προχώρησαν μάλλον ικανοποιητικά, όπως αυτό που ανέλαβε να υλοποιήσει η μαστιζόμενη από λιμό Κίνα της δεκαετίας του ’50 και ’60. Από την άλλη πλευρά, πλούσια πετρελαιοπαραγωγά κράτη, όπως το Ιράκ και η Λιβύη, δαπάνησαν επί δεκαετίες τεράστια ποσά σε πυρηνικές έρευνες, αλλά μέχρι στιγμής φαίνεται να έχουν αποτύχει.

Εντούτοις, το εθνικό εισόδημα είναι μία μόνο διάσταση του φαινομένου και σ’ αυτήν την περίπτωση δεν είναι η πιο σημαντική. Όπως τόνισε ο πολιτικός επιστήμονας Φράνσις Φουκουγιάμα, παρά τους έντονους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης, οι περισσότερες αναπτυσσόμενες χώρες πασχίζουν να καθιερώσουν υψηλής ποιότητας κρατική γραφειοκρατία. Μια δυσλειτουργική γραφειοκρατία το πιθανότερο είναι να παραγάγει ένα δυσλειτουργικό πρόγραμμα πυρηνικών όπλων.

Οι οργανισμοί πυρηνικής έρευνας και ανάπτυξης εξαρτώνται στενά από την ισχυρή ανάληψη υποχρεώσεων, τη δημιουργική σκέψη και το διάχυτο πνεύμα συνεργασίας μεταξύ των πολυμελών ομάδων υψηλής ειδίκευσης επιστημονικού και τεχνικού προσωπικού. Για να εκμαιεύσει αυτή τη θετική στάση, η διοίκηση οφείλει να σεβαστεί την επαγγελματική αυτονομία τους και να διευκολύνει τον αγώνα τους, αντί απλώς να δίνει εντολές από ’δω κι από ’κει. Ο σεβασμός απέναντι στην επαγγελματική αυτονομία είχε αποφασιστική σημασία για τις εξαιρετικές επιτυχίες των πρώτων προγραμμάτων κατασκευής πυρηνικών όπλων. Όπως έγραψε ο ιστορικός Ντέιβιντ Χόλογουεϊ, ακόμη και στη Σοβιετική Ένωση του Στάλιν, «είναι εκπληκτικό το πώς ο γραφειοκρατικός μηχανισμός του αστυνομικού κράτους συνεργάστηκε με την κοινότητα των φυσικών επιστημόνων για την κατασκευή της βόμβας ... Η αυτονομία [της] δεν καταλύθηκε από την υλοποίηση του πυρηνικού προγράμματος. Εξακολούθησε να υφίσταται μέσα στο διοικητικό σύστημα που συστήθηκε για να διαχειρίζεται το πρόγραμμα».

Αντιθέτως, η πλειοψηφία των ηγετών των χωρών που πρόσφατα απέκτησαν πυρηνικές φιλοδοξίες, τείνουν να βασίζονται σε ένα καταναγκαστικό, αυταρχικό διοικητικό μοντέλο, με το οποίο προωθούν τις ερευνητικές προσπάθειες για την απόκτηση βόμβας, απευθυνόμενοι στην απληστία και στον φόβο των επιστημόνων, ως πρωταρχικά κίνητρα. Αυτός ο καταναγκαστικός χαρακτήρας είναι απολύτως εσφαλμένος, επειδή επιβάλλει ένα είδος αλλοτρίωσης στους εργαζόμενους, αφού τους αποξενώνει από την έννοια του επαγγελματισμού τους. Κατά συνέπεια, τα πυρηνικά προγράμματα χάνουν τον προσανατολισμό τους. Επιπλέον, πίσω από αυτές τις κακές διοικητικές επιλογές, λανθάνει και μια κακή διοικητική νοοτροπία. Στα αναπτυσσόμενα κράτη, όπου δεν υφίσταται η έννοια της κατοχυρωμένης δημόσιας υπηρεσίας, κάθε απόφαση τείνει να πολιτικοποιείται και τα μέλη της κρατικής γραφειοκρατίας γρήγορα μαθαίνουν να κρατούν το κεφάλι σκυφτό. Ούτε τα πολύ στενά τεχνικά θέματα που αντιμετωπίζει το πυρηνικό επιστημονικό και τεχνικό προσωπικό δεν μένουν αλώβητα από πολιτικές παρεμβάσεις. Το αποτέλεσμα είναι το ακριβώς αντίθετο από αυτό που οι πολιτικοί επιθυμούν: μειωμένη αποδοτικότητα ανάμεικτη με γραφειοκρατική αγκύλωση, διαφθορά και αδιάκοπη μετάθεση ευθυνών.

Αν και είναι δύσκολο να μετρηθεί με ακρίβεια η ποιότητα των κρατικών θεσμών, η προϊστορία αποκαλύπτει εμφατικά ότι όσο περισσότερο ένα κράτος εναρμονίστηκε με τη νοοτροπία της επαγγελματικής διοίκησης που επικρατεί γενικά στις ανεπτυγμένες χώρες, τόσο μικρότερος ήταν ο χρόνος που απαιτήθηκε μέχρι την απόκτηση της πρώτης του βόμβας και τόσο μικρότερες ήταν οι πιθανότητες αποτυχίας. Αντιστρόφως, όσο περισσότερο επιρρεπές είναι ένα κράτος στη νοοτροπία της αυταρχικής διοίκησης, που τυπικά απαντάται στα αναπτυσσόμενα κράτη, τόσο μεγαλύτερος είναι ο απαιτούμενος χρόνος για να φθάσει στην πρώτη του βόμβα και τόσο μεγαλύτερες είναι οι πιθανότητες αποτυχίας.

Ασφαλώς, όλες οι αναπτυσσόμενες χώρες δεν εφαρμόζουν το ίδιο μοντέλο. Για παράδειγμα, ο πολιτικός επιστήμονας Σάμουελ Χάντινγκτον άφησε εποχή όταν είπε πως η «γραφειοκρατική» δομή του κομμουνισμού δεν ήταν παρά μια παραλλαγή του βασικού αρχετύπου ενός δυτικοευρωπαϊκού κράτους. Ως εκ τούτου, αν και κακή σε πολλά πράγματα, η Σοβιετική Ένωση ήταν καλή στη «μεγάλη επιστήμη». Παρομοίως, το επιτυχημένο πυρηνικό πρόγραμμα της Κίνας έλαβε χώρα σε μια εποχή που το Κ.Κ.Κίνας παρέμενε γαντζωμένο στο σοβιετικό γραφειοκρατικό κομμουνιστικό μοντέλο, παρά τις έντονες προσπάθειες του προέδρου Μάο Τσετούνγκ να το διαλύσει. Το κινεζικό πυρηνικό πρόγραμμα καρκινοβατούσε όταν ο Μάο ποδηγετούσε το κόμμα και άρχισε να αποδίδει όταν το κόμμα μπόρεσε να τον κρατήσει σε απόσταση, ένα καθεστώς που διατηρήθηκε τόσο όσο να επιτευχθεί η κατασκευή της βόμβας.

Η ΠΥΡΗΝΙΚΗ ΧΙΜΑΙΡΑ ΤΟΥ ΙΡΑΚ

Η περίπτωση της πυρηνικής δραστηριότητας του Ιράκ κατά τη δεκαετία του 1980 ίσως φανεί ότι διαψεύδει την ιδέα πως η παγκόσμια επιβράδυνση στη διάδοση των πυρηνικών όπλων οφείλεται σε πρακτικές κακοδιοίκησης. Άλλωστε, σύμφωνα με την τυπική άποψη που επικρατούσε στην Ουάσιγκτον, το Ιράκ απείχε μόλις λίγους μήνες από την απόκτηση της πρώτης του βόμβας όταν -κατά ευτυχή συγκυρία- ξέσπασε ο Πόλεμος του Κόλπου. Όμως, στην πραγματικότητα, η περίπτωση του Ιράκ αποτελεί σαφές παράδειγμα αυταρχικής κακοδιοίκησης, που κατέληξε σε αποτυχία του πυρηνικού του προγράμματος.

Στα χρόνια που προηγήθηκαν της επίθεσης των Ισραηλινών εναντίον του ημιτελούς ιρακινού αντιδραστήρα Οσιράκ το 1981, ο Σαντάμ είχε τσακίσει το πυρηνικό πρόγραμμα της χώρας του, σε μια από τις περιοδικές κρίσεις του, που περιελάμβαναν καταχρηστικές απολύσεις και φυλακίσεις αξιωματούχων και επιστημόνων. Όμως, αμέσως μετά την επίθεση, ο Σαντάμ απελευθέρωσε από τον κατ’ οίκον περιορισμό τον καλύτερο πυρηνικό επιστήμονα του Ιράκ, τον Τζαφάρ Ντία Τζαφάρ, και τον τοποθέτησε και πάλι επικεφαλής του πυρηνικού προγράμματος. (Ο Τζαφάρ εκρατείτο επειδή είχε εναντιωθεί στη φυλάκιση ενός άλλου επιφανούς πυρηνικού επιστήμονα). Η επάνοδος του Τζαφάρ σήμανε την αφετηρία του αποκλειστικού προγράμματος κατασκευής πυρηνικών όπλων του Ιράκ. Για ένα διάστημα το πρόγραμμα προχωρούσε απρόσκοπτα. Η ισραηλινή επίθεση αφύπνισε την εθνική υπερηφάνεια των Ιρακινών πυρηνικών επιστημόνων και την αποφασιστικότητά τους να πετύχουν.

Όμως, στα μέσα της δεκαετίας του 1980, το πυρηνικό πρόγραμμα της χώρας έπεσε θύμα του Χουσεΐν Καμέλ αλ-Ματζίντ, του ισχυρού γαμπρού του Σαντάμ, η βασιλεία του οποίου δεν ήταν παρά ένα κακέκτυπο αυταρχικής διοίκησης. Ο Καμέλ επέβαλε μη ρεαλιστικά χρονοδιαγράμματα όσον αφορά την τεχνική πρόοδο, προκαλώντας κατάρρευση μηχανών και ανθρώπων κάτω από καθεστώς αφόρητης πίεσης. Επέβαλε τον πιο βίαιο ανταγωνισμό μεταξύ των επιστημόνων, αναγκάζοντάς τους να επαναλαμβάνουν δουλειά που άλλοι είχαν ήδη ολοκληρώσει. Όταν η πορεία προς τη βόμβα φάνηκε να καθυστερεί, ο Καμέλ απαίτησε δραστικές τεχνικές αλλαγές, που σχεδόν καθιστούσαν άχρηστο όλο το έργο που είχε προηγηθεί. Τέλος, το κυνήγι που είχε εξαπολύσει στη διεθνή μαύρη αγορά για να βρίσκει ευαίσθητα υλικά ήταν τόσο κραυγαλέο ώστε, μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1980, ακόμη και οι πιο νυσταλέοι οργανισμοί εποπτείας για τη μη διάδοση των πυρηνικών, τον είχαν επισημάνει.

Ο Καμέλ τρομοκρατούσε ανελέητα τους επιστήμονες που δούλευαν υπό την εποπτεία του, και τα αποτελέσματα ήταν τα αναμενόμενα. Το 1987, για παράδειγμα, ρώτησε τον Μαχντί Ομπεϊντί, τον αρχηγό της ομάδας εργασίας για την κατασκευή αεριο-φυγοκεντρωτών, πόσος χρόνος θα χρειαζόταν μέχρις ότου κατασκευαστεί και τεθεί σε λειτουργία ο πρώτος φυγοκεντρωτής. Ο Ομπεϊντί υπέθετε ότι το διάστημα ήταν δύο χρόνια, αλλά φοβούμενος μήπως δυσαρεστήσει τον Καμέλ, έκανε λόγο για έναν χρόνο. Η απάντηση του Καμέλ ήταν ότι ο Ομπεϊντί είχε στη διάθεσή του μόνο 45 μέρες. Το αποτέλεσμα της τρελής κούρσας που ακολούθησε ήταν να καταστραφεί στην πρώτη του δοκιμαστική λειτουργία ο λεπτουργημένος και πανάκριβος ρότορας φυγοκέντρισης. Χάρη σ’ αυτήν την ανεξέλεγκτη κακοδιοίκηση, από την εποχή του πολέμου του Κόλπου και μέχρι σήμερα το Ιράκ δεν έχει ακόμη προχωρήσει στην παραγωγή όπλων υψηλού εμπλουτισμού σε ουράνιο, παρά το γεγονός ότι έχει επενδύσει ένα δισ. δολάρια σε δέκα χρόνια δουλειάς και παρότι έχει αποκρύψει το μεγαλύτερο μέρος του προγράμματός του από τον έξω κόσμο. Το ιρακινό πρόγραμμα υπήρξε μια «θεαματική αποτυχία», σύμφωνα με τον Ρόμπερτ Κέλι, πρώην επιθεωρητή της Διεθνούς Υπηρεσίας Ατομικής Ενέργειας (ΙΑΕΑ). Ο ίδιος υπογράμμισε ότι «επρόκειτο ίσως για ένα από τα πιο ακριβά εγχειρήματα στην ιστορία του ανθρώπινου είδους, από πλευράς των δολαρίων που δαπανήθηκαν για το επίπεδο υλοποίησης που επετεύχθη».

Μετά το τέλος του πολέμου του Κόλπου, οι διεθνείς επιθεωρητές έκπληκτοι ανακάλυψαν πολλές μεγάλες, άρτια εξοπλισμένες μυστικές πυρηνικές εγκαταστάσεις στο Ιράκ. Όλος αυτός ο εξοπλισμός μαρτυρούσε πως το Ιράκ θα είχε πιθανότατα πετύχει την κατασκευή της βόμβας μέσα σε δύο χρόνια, αν κατάφερνε να βασιστεί σε μια επαγγελματική επιστημονική και τεχνική ομάδα, που θα εργαζόταν υπό καθεστώς σωστών κινήτρων. Όμως, μέχρι το 1991, ύστερα από χρόνια καταπιεστικής και αυταρχικής κακοδιοίκησης, το επιστημονικό και τεχνικό προσωπικό του Ιράκ είχε εξουθενωθεί, είχε αποκτήσει κυνισμό, είχε διχαστεί. Οι περισσότεροι αναλυτές θεμάτων ασφαλείας άργησαν να καταλάβουν αυτήν την πραγματικότητα και αναπαρήγαγαν τον μύθο περί ενός Ιράκ που ήταν πολύ κοντά στην κατασκευή βόμβας πριν από τον πόλεμο του Κόλπου.

Αναλυτές από το εξωτερικό υπερεκτίμησαν, επίσης, την απειλή από το λεγόμενο «πρόγραμμα κρούσης» του Ιράκ, το οποίο εγκαινιάστηκε αμέσως μετά την εισβολή του Σαντάμ στο Κουβέιτ, το 1990. Επρόκειτο για μια ύστατη προσπάθεια να κατασκευάσει μια βόμβα με εμπλουτισμένο ουράνιο προερχόμενο από πυρηνικά καύσιμα, τα οποία η χώρα είχε νομίμως προμηθευτεί με διεθνείς εγγυήσεις, στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Ανατρέχοντας στο παρελθόν, διαπιστώνουμε ότι αυτές οι προμήθειες δεν θα έπρεπε να είχαν επιτραπεί. Όμως, τα διοικητικά προβλήματα στο Ιράκ επηρέασαν αρνητικά το πρόγραμμα κρούσης, στον ίδιο βαθμό που είχαν επιδράσει και σε βάρος κάθε πτυχής του προγράμματος πυρηνικών όπλων. Ως αποτέλεσμα, ακόμη και το πρόγραμμα κρούσης υπέστη βαθιά καθίζηση πριν από το τέλος του πολέμου του Κόλπου. Συνεπώς, από στρατηγική άποψη, δεν έχει σημασία που οι αμερικανικές βόμβες δεν βρήκαν τον στόχο τους στην προσπάθειά τους να πλήξουν τις ιρακινές πυρηνικές εγκαταστάσεις το 1991, αφού το ιρακινό πυρηνικό πρόγραμμα είχε ήδη καταρρεύσει εκ των έσω.

ΜΕ ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΑΓΟΡΑΣΤΗ

Παρά την ιρακινή εμπειρία, πολλοί αναλυτές επιμένουν ότι, αν και τα -από τεχνολογική άποψη- καθυστερημένα κράτη δεν υπήρξαν ικανά να παραγάγουν πυρηνικά όπλα στο παρελθόν, σήμερα μπορούν απλώς να αγοράσουν ό,τι χρειάζονται στην ασύδοτη παγκοσμιοποιημένη αγορά. Ομολογουμένως, παράνομοι έμποροι πυρηνικών, όπως ο Α.Κ. Χαν, ο αδίστακτος Πακιστανός επιστήμονας που πούλησε πυρηνική τεχνολογία στο Ιράν, στη Λιβύη και στη Β. Κορέα, αποτελούν απειλή. Όμως, η διεθνής μεταφορά πυρηνικής τεχνολογίας συχνά αποτυγχάνει, επειδή τα δυσλειτουργικά κράτη που προσπαθούν ν’ αποκτήσουν τη βόμβα εμφανίζονται εξίσου αδύναμα στον τομέα της αξιοποίησης ξένης πυρηνικής τεχνογνωσίας όσο και στις προσπάθειές τους να την αναπτύξουν από μόνοι τους.

Το ατελέσφορο πυρηνικό πρόγραμμα της Λιβύης αντανακλά αυτό το γενικό σχήμα. Παρά το γεγονός ότι αγόρασε όλα τα πωλούμενα από τον Χαν προϊόντα, η Λιβύη ήταν ανίκανη «να τα συναρμολογήσει και να τα κάνει να λειτουργήσουν», σύμφωνα με έκθεση της αμερικανικής κυβέρνησης από το 2005. Πράγματι, όταν οι επιθεωρητές της ΙΑΕΑ απέκτησαν πρόσβαση στις λιβυκές πυρηνικές εγκαταστάσεις μετά το 2003, εποχή που ο Λίβυος πρόεδρος Μουαμάρ Καντάφι εγκατέλειψε το πρόγραμμα, ανακάλυψαν ότι πολλά από τα εισαχθέντα εμπορεύματα βρίσκονταν ακόμη μέσα στις αρχικές συσκευασίες τους.

Όσον αφορά τις τρομακτικές προβλέψεις κάποιων αναλυτών ότι πρώην σοβιετικοί πυρηνικοί επιστήμονες και τεχνικοί εγκαταλείπουν μαζικά την πατρίδα τους για να εξυπηρετήσουν τις πυρηνικές φιλοδοξίες αδίστακτων καθεστώτων, πρόκειται μάλλον για υλικό χολυγουντιανών ταινιών παρά για υπαρκτό πρόβλημα. Οι πρώην σοβιετικοί ερευνητές προτιμούν τα υψηλού επιπέδου ιδρύματα της Δύσης παρά τα μυστικά άντρα κάποιων βάναυσων δικτατόρων. Επιπλέον, οι ηγέτες των αναπτυσσομένων κρατών θα πρέπει να είναι επιφυλακτικοί όταν στρατολογούν τέτοιους εισαγόμενους εμπειρογνώμονες, επειδή οι λίγοι γνήσιοι πυρηνικοί επιστήμονες είναι δύσκολο να ξεχωρίσουν μέσα σε ένα σύνολο απατεώνων και κατασκόπων, που επίσης κυκλοφορούν στην αγορά. Ας πάρουμε, για παράδειγμα, την περίπτωση της μεταπολεμικής στρατολόγησης ναζί επιστημόνων από τον πρόεδρο της Αργεντινής, Χουάν Περόν. Αυτή ήταν ίσως η πιο επιτυχημένη προσπάθεια στην ιστορία, να δημιουργηθεί μιας αντίστροφη διαρροή επιστημονικών εγκεφάλων. Όμως, ο Ρόναλντ Ρίχτερ, ο Αυστριακός φυσικός που επελέγη από τον Περόν ως επικεφαλής του νεοσύστατου πυρηνικού προγράμματος, αποδείχθηκε εν μέρει απατεώνας και εν μέρει παράφρων. Ο Περόν συνειδητοποίησε το λάθος του μόνο μετά τα ειρωνικά γέλια με τα οποία η διεθνής κοινότητα αντέδρασε όταν το 1951 ο Αργεντινός πρόεδρος ανακοίνωσε πως ο Ρίχτερ είχε πετύχει να πραγματοποιήσει ελεγχόμενη πυρηνική σύντηξη.

ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΗ ΣΤΗΝ ΤΕΧΕΡΑΝΗ

Μέσα στο πλαίσιο της εντεινόμενης κρίσης γύρω από την πυρηνική δραστηριότητα του Ιράν, η μεγάλη επιβράδυνση που παρουσιάζει η διάδοση των πυρηνικών πέρασε σχεδόν απαρατήρητη. Εντούτοις, αυτή η έντονη παγκόσμια τάση δείχνει ξεκάθαρα την ανάγκη να προστατευθούμε από ένα βιαστικό συμπέρασμα, ότι δηλαδή το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν είναι κοντά στην επίτευξη των τελικών στόχων του. Οι πυρηνικοί επιστήμονες και οι μηχανικοί του Ιράν μπορεί να βρουν έναν τρόπο να θωρακιστούν απέναντι στις ισραηλινές βόμβες ή στους χάκερς απόρρητων ηλεκτρονικών προγραμμάτων. Όμως, δυνητικά αντιμετωπίζουν ένα πολύ σοβαρότερο εμπόδιο, που έχει τη μορφή της μακροχρόνιας αυταρχικής νοοτροπίας στη διοίκηση. Σε μια μελέτη για τις πρακτικές του Ιράν όσον αφορά τη διαχείριση ανθρωπίνων πόρων, οι ειδικοί αναλυτές Παρί Ναμαζί και Μονίρ Ταγέμπ, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι το ιρανικό καθεστώς κατά παράδοση έχει δείξει με σαφήνεια την προτίμησή του στην πολιτική αφοσίωση παρά στην επαγγελματική επάρκεια. «Επικρατεί η πεποίθηση», έγραψαν οι δύο αναλυτές, «ότι ένα πιστό άτομο είναι δυνατόν να αποκτήσει νέες δεξιότητες, αλλά είναι πολύ πιο δύσκολο να διδάξεις σε ένα καταρτισμένο άτομο την πίστη». Πρόκειται για τυπική αντίληψη αυταρχικής διοίκησης. Και σύμφωνα με τον Ιρανό πολιτικό επιστήμονα Χουσεΐν Μπασιριγέχ, κατά τα τελευταία χρόνια παρατηρείται στο Ιράν μεγάλη άνοδος «αντικανονικών και ασταθών οικονομικών πολιτικών και πρακτικών, πολιτικού νεποτισμού και γενικότερης κακοδιοίκησης». Είναι δύσκολο να υποστηρίξει κανείς ότι το πολιτικά επιβαρυμένο πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν παραμένει αλώβητο από αυτές τις σημειούμενες τάσεις.

Είναι σίγουρα πιο δύσκολο να εξακριβώσει κανείς την ποιότητα στην πυρηνική διοίκηση του Ιράν από το να καταμετρήσει τις μηχανές φυγοκέντρισης στη χώρα. Όμως, ένας τέτοιος υπολογισμός είναι ζωτικής σημασίας, επειδή η πρόοδος του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος θα εξαρτηθεί από τον βαθμό επαγγελματικής αυτονομίας που θα κατορθώσουν να διατηρήσουν οι επιστήμονες και οι τεχνικοί στη χώρα. Στο μεταξύ, μια σειρά από γενικότερα διδάγματα που πηγάζουν από τη μεγάλη υποχώρηση στη διάδοση των πυρηνικών, μπορεί να συμβάλει σε μια πιο νηφάλια εκτίμηση της κατάστασης.

Το πρώτο δίδαγμα είναι πως πρέπει να είναι κανείς επιφυλακτικός απέναντι σε κοντόθωρες, τεχνοκεντρικές αναλύσεις όσον αφορά τις δυνατότητες των πυρηνικών όπλων στη χώρα. Πρόσφατες ανησυχητικές εκτιμήσεις για τη χρονική απόσταση του Ιράν από την κατασκευή της βόμβας, βασίστηκαν στις ίδιες εικασίες που είχαν οδηγήσει το Ισραήλ και τις ΗΠΑ σε πεισματική υπερεκτίμηση του ρυθμού πυρηνικής προόδου του Ιράν κατά την τελευταία εικοσαετία. Στην πλειοψηφία τους, οι επίσημες αμερικανικές και ισραηλινές εκτιμήσεις κατά τη δεκαετία του 1990 προέβλεπαν ότι το Ιράν θα αποκτούσε πυρηνικά όπλα μέχρι το 2000. Όταν πέρασε αυτή χρονολογία χωρίς να φανεί στον ορίζοντα ιρανική βόμβα, οι εκτιμήσεις απλώς διολίσθησαν προς το 2005, ύστερα στο 2010 και, πιο πρόσφατα, στο 2015. Το ζήτημα δεν είναι ότι οι πιο πρόσφατες εκτιμήσεις είναι κατ’ ανάγκην εσφαλμένες, όσο το ότι στερούνται αξιοπιστίας. Ειδικότερα, οι φορείς χάραξης πολιτικής θα πρέπει να αντιπαρέρχονται οποιεσδήποτε αξιολογήσεις υπηρεσιών πληροφοριών, που δεν βασίζονται σε διεξοδική εκτίμηση των επιπτώσεων της διοικητικής ποιότητας στον χρονικό ορίζοντα διάδοσης πυρηνικών όπλων στο Ιράν.

Το δεύτερο δίδαγμα από την επιβράδυνση της διάδοσης πυρηνικών είναι ότι οι φορείς χάραξης πολιτικής θα πρέπει να απορρίπτουν αναλύσεις που βασίζονται σε εικασίες σχετικά με τις ικανότητες των κρατών να οικοδομούν πυρηνικά προγράμματα εν κρυπτώ. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, τα επίσημα δεδομένα για τη διάδοση των πυρηνικών υπολογίστηκαν κατά προσέγγιση με βάση ελάχιστα στοιχεία. Η πρακτική αυτή οδήγησε τους Αμερικανούς αναλυτές των υπηρεσιών πληροφοριών να συμπεράνουν εσφαλμένα ότι το Ιράκ είχε ανασυγκροτήσει τα προγράμματά του για όπλα μαζικής καταστροφής μετά τον πόλεμο του Κόλπου. Οι ΗΠΑ θα πρέπει να προφυλαχτούν από την πιθανότητα μιας ανάλογης αποτυχίας των υπηρεσιών πληροφοριών όσον αφορά το Ιράν. Αυτό δεν σημαίνει ότι είναι απίθανο η Τεχεράνη να κρατά κρυφό ένα μέρος των πυρηνικών εργασιών της. Είναι, όμως, απλώς παράλογο να υποθέτει κανείς ότι, για παράδειγμα, το Ιράν προσπαθεί να ισοφαρίσει τα προβλήματα που αντιμετώπισε με τους φυγοκεντρωτές στις εγκαταστάσεις εμπλουτισμού ουρανίου στη Νατάνζ, με το να κρύβει καλύτερους φυγοκεντρωτές σε μυστικές εγκαταστάσεις. Η αλήθεια είναι ότι όταν το Ιράν επιχείρησε στο παρελθόν να κρύψει δραστηριότητές του σχετικές με εξοπλισμούς, αυτό συνέβη είτε γιατί το έργο βρισκόταν σε αρχικό στάδιο είτε γιατί δεν είχε τα προσδοκώμενα αποτελέσματα.

Το τρίτο δίδαγμα είναι ότι τα κράτη με κακοδιαχειριζόμενα πυρηνικά προγράμματα, μπορούν να αποτύχουν και σε θεωρούμενα ως εύκολα βήματα της διαδικασίας. Για παράδειγμα, οι αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών βασίστηκαν αφενός σε εκτιμήσεις για τα αποθέματα πλουτωνίου της Β. Κορέας και αφετέρου στην υποτιθέμενη ευκολία κατασκευής όπλων, για να εξαγάγουν το συμπέρασμα ότι μέχρι τη δεκαετία του 1990 η Β. Κορέα θα είχε παραγάγει ένα έως δύο πυρηνικά όπλα. Όμως το 2006, η πρώτη πυρηνική δοκιμή της Β. Κορέας ουσιαστικά απέτυχε, αποκαλύπτοντας ότι το «βασίλειο του ερημίτη» δεν διέθετε καθόλου πυρηνικά όπλα. Ακόμη και η δεύτερη απόπειρα του 2009, δεν πήγε καλά. Κατά παρόμοιο τρόπο, αν το Ιράν αποκτήσει τελικά σημαντική ποσότητα ουρανίου υψηλού εμπλουτισμού κατηγορίας όπλου, αυτό δεν θα πρέπει να αξιολογηθεί ως εξομοίωση με την κατοχή πυρηνικού όπλου.

Το τέταρτο δίδαγμα είναι να αποφεύγεται οποιαδήποτε ενέργεια θα έδινε στο επιστημονικό και τεχνικό προσωπικό το κίνητρο να αφοσιωθεί πιο θερμά σε πρόγραμμα κατασκευής πυρηνικών όπλων. Ο εθνικιστικός πυρετός μπορεί εν μέρει να καταπολεμήσει την κακή οργάνωση. Ως εκ τούτου, βίαιες ενέργειες, όπως αεροπορικές επιδρομές ή δολοφονίες επιστημόνων, είναι μια εκ προοιμίου αποτυχία. Όπως έδειξαν οι επιπτώσεις από την ισραηλινή επίθεση στο Οσιράκ, τέτοιου είδους χτυπήματα έχουν την ανεπιθύμητη παρενέργεια να συσπειρώνουν το επιστημονικό και τεχνικό προσωπικό της χώρας πίσω από μια -άλλως- μη νομιμοποιημένη πολιτική εξουσία. Ενέργειες δολιοφθοράς, όπως ο ηλεκτρονικός ιός Stuxnet, ο οποίος το 2010 κατέστρεψε τον πυρηνικό εξοπλισμό του Ιράν, κινούνται σε ένα ακραίο όριο, μεταξύ κυρώσεων και βίαιων επιθέσεων, και γι’ αυτόν τον λόγο θα πρέπει να αποφασίζονται μόνο ύστερα από ενδελεχή εξέταση.

Κατά παράδοση, η στρατηγική της μη διάδοσης των πυρηνικών όπλων περιστράφηκε γύρω από την προσπάθεια να πεισθούν οι ηγέτες να πάψουν να έχουν πυρηνικές φιλοδοξίες και να στερηθούν οι επιστήμονες από τα αναγκαία εργαλεία για την κατασκευή πυρηνικών όπλων. Όμως, οι επιστήμονες έχουν επίσης κίνητρα, και οι φορείς χάραξης πολιτικής θα πρέπει να έχουν υπόψη τους αυτήν την κρίσιμη, τρίτη διάσταση στην αποτελεσματικότητα ενός πυρηνικού προγράμματος. Ο κόσμος υπήρξε τυχερός, επειδή οι ηγέτες των κρατών που, στη διάρκεια των λίγων προηγούμενων δεκαετιών, έφθασαν κοντά στην απόκτηση πυρηνικών όπλων, υπήρξαν τόσο αποτελεσματικοί στο να απογοητεύσουν και να αποξενώσουν τους επιστήμονές τους. Οι ΗΠΑ και οι εταίροι τους θα πρέπει να φροντίσουν να μην υιοθετούν πολιτικές που θα λύνουν τα προβλήματα μέσα στα οποία πνίγονται αυτοί οι ηγέτες.

Στα αγγλικά: http://www.foreignaffairs.com/articles/137403/jacques-e-c-hymans/botchin...

Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στη διεύθυνση www.twitter.com/#!/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στη διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr