Μελετώντας τον Πούτιν | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Μελετώντας τον Πούτιν

Το πνεύμα και το κράτος του προέδρου της Ρωσίας

Με άλλα λόγια, ο Πούτιν είναι τοτέμ και αρχηγός φυλής σε ένα σύστημα που δικαίως μπορεί να χαρακτηριστεί πουτινισμός, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι μέσα σ’ αυτό το κλειστό σύστημα ο ίδιος επιβλέπει τα πάντα ή ότι αυτό το σύστημα λειτουργεί πάντα σύμφωνα με τις δικές του κατευθυντήριες γραμμές. Ωστόσο η Γκέσεν, στο -ασφαλώς- εν μέρει δικαιολογημένο ξέσπασμά της, αποδίδει στον Πούτιν σχεδόν κάθε καταστροφή που συνέβη στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας. Για παράδειγμα, αναφερόμενη στη δολοφονία το 2007 στο Λονδίνο, του Αλεξάντρ Λιτβινένκο, του πρώην πράκτορα της FSB, της κεντρικής υπηρεσίας εσωτερικής ασφάλειας της Ρωσίας, γράφει: «η άδεια για μια τέτοια ενέργεια θα πρέπει να έχει εγκριθεί από το γραφείο του προέδρου. Με άλλα λόγια, ο Πούτιν διέταξε τη δολοφονία του Λιτβινένκο».

Μια τέτοια θέση, όμως, που κατατίθεται χωρίς επαρκή στοιχεία, υπερεκτιμά το επίπεδο ελέγχου του Πούτιν. Δεν είναι ο Πούτιν που εκδίδει κάθε διαταγή, ούτε οι υφιστάμενοί του εκτελούν πάντα τις διαταγές που εκδίδει. Ένα από τα πιο κραυγαλέα παραδείγματα αυτής της ανυπακοής συνέβη το 2004, στη διάρκεια της πολιορκίας του σχολικού συγκροτήματος στο Μπεσλάν, εντός του οποίου τρομοκράτες από τον βόρειο Καύκασο κρατούσαν για πολλές μέρες ομήρους περίπου χίλιους ανθρώπους. Όπως ανέφεραν το 2010 στο βιβλίο τους The New Nobility, με θέμα τις υπηρεσίες ασφαλείας της Ρωσίας, οι συγγραφείς Αντρέι Σολντάτοφ και η Ιρίνα Μπορόγκαν, ο Πούτιν από την αρχή είχε δώσει εντολή σε υψηλόβαθμους αξιωματούχους της FSB και άλλων υπηρεσιών, να σπεύσουν αμέσως στο Μπεσλάν και να αναλάβουν δράση για την άρση του αδιεξόδου. Τα στελέχη αυτά πήραν πράγματι το αεροπλάνο και πέταξαν για το Μπεσλάν. Εκεί, παρέμειναν για μισή ώρα στην πίστα του αεροδρομίου και κατόπιν αναχώρησαν και πάλι για τη Μόσχα. Δεν θέλησαν να αναλάβουν ευθύνες και προτίμησαν ν’ αφήσουν στα χέρια άλλων τη διεξαγωγή μιας επιχείρησης που αποδείχθηκε καταστροφική. Όταν μια ομάδα γονέων που έχασαν τα παιδιά τους στο σχολείο ήρθε σε αντιπαράθεση με τον Πούτιν σχετικά με τα συμβάντα, η απάντησή του ήταν απλή: «αυτά συμβαίνουν», είπε, εξηγώντας τι συμβαίνει όταν πολλοί στρατηγοί ανακατεύονται ο ένας στα χωράφια του άλλου.

Τέτοιου είδους ομολογίες αδυναμίας είναι σπάνιες, καθώς μια τέτοια παραδοχή μπορεί να αποβεί μοιραία, καθώς καραδοκούν εσωτερικοί αντίπαλοι κρυμμένοι στους κύκλους της άρχουσας τάξης αλλά και εξωτερικοί αντίπαλοι στις ξένες πρωτεύουσες. Κατά συνέπεια, λοιπόν, ο Πούτιν αφήνει στους αξιωματούχους όλων των βαθμίδων της κρατικής δομής περιθώρια σχεδόν πλήρους ατιμωρησίας: οι μεν ρυθμίζουν οι ίδιοι τις επιδόσεις τους, ο δε ανταποδίδει στηρίζοντάς τους. Ο Γκλεμπ Παβλόφσκι, ένας πρώην στενός πολιτικός σύμβουλος του Πούτιν, ο οποίος εγκατέλειψε χολωμένος το Κρεμλίνο, αφού ανεπιτυχώς την άνοιξη του 2011 υποστήριξε την ιδέα μιας δεύτερης προεδρικής θητείας για τον προστατευόμενο του Πούτιν, Ντμίτρι Μεντβέντεφ, μου είπε ότι ο Πούτιν θεωρεί τον εαυτό του αρχηγό «που μπορεί να θυμώνει με κάποιον αλλά είναι υποχρεωμένος να τον υπερασπιστεί».

Κατόπιν αυτού, λοιπόν, δεν μπορούμε να πούμε ότι ο Πούτιν δεν ήταν εκείνος που διέταξε τη δολοφονία του Λιτβινένκο. Αυτό που μπορούμε να πούμε είναι ότι δημιούργησε ένα τέτοιο σύστημα, στο πλαίσιο του οποίου είναι σχεδόν αδύνατον να προσδιορίσεις ποιος το έκανε. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι όποιος κι αν σκότωσε τον Λιτβινένκο ή τη δημοσιογράφο Άννα Πολιτκόφσκαγια, την πολιτικό Γκαλίνα Σταροβόιτοβα (με τη δολοφονία της οποίας αρχίζει το βιβλίο της Γκέσεν) και άλλους στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, γνωρίζει ότι ο αρχηγός θα τον προστατεύσει.

ΔΥΣΚΟΛΕΣ ΔΟΥΛΕΙΕΣ

Ο βαθύς οικονομικός και κοινωνικός μετασχηματισμός που συντελέστηκε στη Ρωσία στη διάρκεια της θητείας του Πούτιν δημιούργησε, για πρώτη φορά στη μετασοβιετική ιστορία της χώρας, μια πραγματική μεσαία τάξη, την οποία σε μεγάλο βαθμό απαρτίζουν μορφωμένοι επαγγελματίες αστικών κέντρων, όπως η Μόσχα και άλλες πόλεις με πληθυσμό άνω του ενός εκατομμυρίου κατοίκων. Ωρίμασε, επίσης, μια ολόκληρη τάξη καταναλωτών. Για παράδειγμα, η αγορά αυτοκινήτου στη Ρωσία είναι αυτή τη στιγμή μεγαλύτερη από εκείνη της Γερμανίας. Αυτός ο κόσμος πλήθυνε και νιώθει πιο ασφαλής για την ευμάρειά του, αλλά είναι και ο ίδιος κόσμος που έχει αρχίσει να αρθρώνει πολιτικό λόγο και έχει καταλήξει να πιστεύει στην αξία ενός δικαιότερου συστήματος. Η οικονομική άνοδος αυτών των ανθρώπων και οι συχνότητα των επαφών τους με τη Δύση για λόγους εργασίας, αναψυχής ή μέσω διαδικτύου, δημιούργησαν μια νέα κοινωνική κουλτούρα, γεμάτη προσδοκίες για μια διακυβέρνηση με αποτελεσματικότητα και διαφάνεια. Ωστόσο, για ένα μεγάλο διάστημα της θητείας του Πούτιν, η κατάσταση αυτή δεν τους οδήγησε σε άμεση ανάμιξη στην πολιτική. Αντιθέτως, αυτή η νέα τάξη είχε εγκαθιδρύσει ένα καθεστώς ήρεμης εξέγερσης, ζώντας σε έναν απόμακρο, δικό της κόσμο, μακριά από το κράτος και την πολιτική γενικότερα.

Και τότε, ξαφνικά πέρυσι, δύο γεγονότα ήρθαν να αφυπνίσουν αυτόν τον κόσμο από τον λήθαργο: πρώτον, η ανακοίνωση του Πούτιν ότι αυτός, και όχι ο Μεντβέντεφ, θα κατέβαινε ως υποψήφιος πρόεδρος και, δεύτερον, οι βουλευτικές εκλογές του περασμένου Δεκεμβρίου, οι οποίες στιγματίστηκαν από εκτεταμένες ενδείξεις νοθείας, που στόχο είχε να αυξήσει το ποσοστό επιτυχίας της Ενωμένης Ρωσίας, του φίλα προσκείμενου προς το Κρεμλίνο κόμματος. Το αίσθημα της αδικίας και η διάχυτη εντύπωση ότι, όπως τονίζει ένα δημοφιλές σύνθημα των τελευταίων μηνών, «Δεν είναι όλοι το ίδιο για μας», έδωσαν το έναυσμα για μαζικές διαμαρτυρίες που συγκέντρωσαν στο κέντρο της Μόσχας περισσότερους από 100.000 ανθρώπους. Δεν επρόκειτο για επαναστατικό κίνημα. Άλλωστε, οι κοινωνικά και οικονομικά ανερχόμενοι διαδηλωτές είχαν πολλά να χάσουν. Σύμφωνα, όμως, με τον κοινωνιολόγο Λεβ Γκουτκόφ, που είναι και επικεφαλής της Levada Center, μιας αξιοσέβαστης ανεξάρτητης εταιρείας δημοσκοπήσεων, οι διαδηλωτές πρόβαλαν μια σειρά ηθικών απαιτήσεων: εμπιστοσύνη, εντιμότητα και διαφάνεια στη δημόσια ζωή και στην πολιτική.