Το πραγματικός κόστος της πολιτικής συναίνεσης | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το πραγματικός κόστος της πολιτικής συναίνεσης

Γιατί κατέρρευσε το παραγωγικό και κοινωνικό μοντέλο της μεταπολίτευσης

Η δεκαετία του ’70 επηρέασε σημαντικά την ελληνική κοινωνία όχι μόνο ως προς το πολιτικό επίπεδο, αλλά και ως προς το οικονομικό και το κοινωνικό. Με τη μεταπολίτευση τίθενται οι βάσεις για ένα διαφορετικό, μέχρι εκείνη τη στιγμή, παραγωγικό και κοινωνικό πρότυπο. Τη δεκαετία του ’70 η Ελλάδα ήταν μία χώρα με σημαντικό αγροτικό τομέα. Το 1970 ο αγροτικός τομέας συμμετείχε στο σύνολο της προστιθέμενης αξίας κατά 19,7%, ακολουθούσαν ο κλάδος των κατασκευών με 11,4% και η βιομηχανία με 10,3%.

01.jpg

Ο κλάδος των υπηρεσιών συμμετείχε, το 1970, κατά 49,3% στη συνολική προστιθέμενη αξία. Το 1980 υποχωρεί η συμμετοχή του αγροτικού τομέα στη συνολική προστιθέμενη αξία, ενώ η συμμετοχή της βιομηχανίας αυξάνεται σε 14,1% και υποχωρεί η συμμετοχή των κατασκευών σε 8,6%. Η συμμετοχή των υπηρεσιών αυξάνεται σε 55,5%. Τη δεκαετία 1980 – 1990 μειώνεται σημαντικά η συμμετοχή του αγροτικού τομέα από 14,9% σε 6,3%, αυξάνεται η συμμετοχή των υπηρεσιών από 55,5% σε 70,7% και παραμένει σχεδόν σταθερή η συμμετοχή της βιομηχανίας και των κατασκευών. Η άνοδος του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία το 1981 σημαδεύτηκε από μία στροφή της οικονομικής δραστηριότητας προς τον τομέα των υπηρεσιών, κυρίως σε βάρος του αγροτικού τομέα. Αυτό πιθανόν δείχνει και την απόφαση ορισμένων που μέχρι τότε ζούσαν από τον αγροτικό τομέα, να επιχειρήσουν να στραφούν προς τον τουρισμό και το εμπόριο. Τη δεκαετία 1990 – 2000 δεν υπάρχουν σημαντικές αλλαγές, ως προς τη σύνθεση της συνολικής προστιθέμενης αξίας. Παρατηρείται μία πολύ μικρή μείωση της συμμετοχής της βιομηχανίας και των κατασκευών και μία μικρή αύξηση των υπηρεσιών.

Σ’ ότι αφορά το ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης, η οικονομική κατάσταση παρέμεινε σχεδόν στάσιμη τη δεκαετία 1980 – 1990.

02.jpg

Την περίοδο 1970 – 1980 τόσο το συνολικό ακαθάριστο εγχώριο προϊόν, όσο και το κατά κεφαλήν εγχώριο προϊόν αυξήθηκαν πολύ περισσότερο απ’ όσο αυξήθηκαν τις επόμενες δεκαετίες. Το κατά κεφαλήν ΑΕγΠ (σ.σ.: ΑΕγΠ είναι το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν σε αντιδιαστολή με το ΑΕΠ που είναι το ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν) αυξήθηκε κατά 43,5%, ενώ τη δεκαετία 1980 – 1990 αυξήθηκε κατά 1,6%.

ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΤΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΓΕΘΥΝΣΗΣ

Στο ακόλουθο διάγραμμα παρουσιάζεται ο ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης στην Ελλάδα την περίοδο 1970 – 2010.

03.jpg

Ο ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης το 1970 ήταν 7,9% και μειώνεται δραματικά την περίοδο 1980 – 1990 (κοντά στο μηδέν), στη συνέχεια αυξάνεται περίπου στο 4% το 2000 και έκτοτε μειώνεται συνεχώς και από το 2010 και έπειτα καθίσταται αρνητικός. Ο παράγοντας που κατά κύριο λόγο συνέβαλε στο ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης είναι η συνολική κατανάλωση.

04.jpg

Από το ανωτέρω διάγραμμα προκύπτει ότι η κατανάλωση αποτελεί τη μεταβλητή «κλειδί», στην οποία οφείλεται κυρίως η αύξηση του ΑΕγΠ. Το 1970 το 6,1% της αύξησης του ΑΕγΠ προέρχεται από την κατανάλωση και 0,9% από τις εξαγωγές. Η μεταβολή του ακαθάριστου σχηματισμού παγίου κεφαλαίου είναι αρνητική για το 1970 και 1980, γίνεται θετική το 1990 και 2000 (συμμετέχει στην αύξηση του ΑΕγΠ κατά 1,6%) και στη συνέχεια είναι αρνητική. Η συμβολή των εξαγωγών στη μεταβολή του ΑΕγΠ είναι μικρή και μόνο το 2000 φτάνει στο 2,8%, ενώ την ίδια περίοδο οι εισαγωγές επιδρούν αρνητικά στην αύξηση του ΑΕγΠ κατά 4,2%. Στη συνέχεια, λόγω της οικονομικής κρίσης, υπάρχει σημαντική μείωση των εισαγωγών. Η μεγάλη αύξηση των εισαγωγών την περίοδο 1990 – 2000 και κατ’ επέκταση η αρνητική επίπτωσή των στην αύξηση του ΑΕγΠ, δείχνει και ένα συγκεκριμένο πρότυπο καταναλωτικής συμπεριφοράς των ελλήνων, αλλά και ένδειξη συσσώρευσης πλούτου σε ομάδες ελλήνων που τον δαπανούν με τον συγκεκριμένο τρόπο.

Από τη συνολική κατανάλωση, η μεγαλύτερη συμβολή στη μεταβολή του ΑΕγΠ είναι της ιδιωτικής κατανάλωσης.

05.jpg

Την περίοδο 1970 – 1990 η συμμετοχή της ιδιωτικής κατανάλωσης ση μεταβολή του ΑΕγΠ ήταν σαφώς μεγαλύτερη από αυτή της δημόσιας κατανάλωσης. Είναι ενδιαφέρον να επισημάνουμε ότι η ιδιωτική κατανάλωση ακολουθεί τη ραγδαία πτώση του ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης την περίοδο 1970 – 1980. Το 1980, λίγο πριν την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, ο ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης ήταν σχεδόν μηδενικός και ως εκ τούτου και η συμμετοχή της κατανάλωσης στη μεταβολή του ΑΕγΠ ήταν σχεδόν μηδενική. Την περίοδο 1980 – 1990 η συμμετοχή της δημόσιας κατανάλωσης στη μεταβολή του ΑΕγΠ παραμένει σταθερή, ενώ αυξάνεται σημαντικά η συμμετοχή της ιδιωτικής κατανάλωσης. Ας μη ξεχνάμε ότι στα πρώτα χρόνια διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ αυξήθηκε σημαντικά ο κατώτατος μισθός και δόθηκαν και διάφορα «προνόμια» στους έλληνες πολίτες [1]. Από το 1990 αρχίζει και μειώνεται η συμμετοχή της ιδιωτικής κατανάλωσης στο ρυθμό αύξησης του ΑΕγΠ και αυξάνεται αντίστοιχα αυτή της δημόσιας κατανάλωσης. Το 2000 η συμμετοχή της δημόσιας κατανάλωσης στην μεταβολή του ΑΕγΠ είναι μεγαλύτερη από αυτή της ιδιωτικής κατανάλωσης και το 2010 αν και υπάρχει μείωση τόσο της δημόσιας, όσο και της ιδιωτικής κατανάλωσης, η μείωση της ιδιωτικής κατανάλωσης είναι μεγαλύτερη από αυτή της δημόσιας κατανάλωσης.

06.jpg

Από το ανωτέρω διάγραμμα παρατηρούμε ότι οι επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕγΠ, αλλά και η ακαθάριστη εθνική αποταμίευση μειώνονται συνεχώς την περίοδο 1980 – 2010. Οι επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕγΠ μειώνονται την περίοδο 1980 – 1990, παρουσιάζουν μία ελαφρά αύξηση την περίοδο 1990 – 2000 και έπειτα παρουσιάζουν ραγδαία μείωση την περίοδο 2000 – 2010. Η πτώση της ακαθάριστης εθνικής αποταμίευσης ως ποσοστό του ΑΕγΠ είναι πολύ πιο μεγάλη από αυτή των επενδύσεων ως ποσοστό του ΑΕγΠ. Η μείωση της αποταμίευσης ως ποσοστού του ΑΕγΠ έχει σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις τόσο στις επενδύσεις, όσο και στην τραπεζική ρευστότητα. Εκτός όμως αυτών των επιπτώσεων, η μείωση της αποταμίευσης δείχνει πιθανόν ότι οι έλληνες επέλεξαν άλλους τρόπους για τον πλούτο τους, πέρα του «κλασικού τρόπου», δηλαδή της αποταμίευσής του στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα.

Η ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

Αναφορικά με τη δημοσιονομική κατάσταση του ελληνικού κράτους παρατηρούμε σημαντική αύξηση του δημόσιου και ιδιωτικού εξωτερικού χρέους ως ποσοστό του ΑΕγΠ την τελευταία δεκαετία.

07.jpg

Το συνολικό χρέος ως ποσοστό του ΑΕγΠ αυξάνεται συνεχώς όλη την εξεταζόμενη περίοδο 1970 – 2010. Όμως την περίοδο 2000 - 2010 το συνολικό χρέος ως ποσοστό του ΑΕγΠ τριπλασιάζεται.

08.jpg

Το 1980 οι δημόσιες δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕγΠ ήταν περίπου το ίδιο με αυτό των δημοσίων εσόδων. Την περίοδο 1980 – 1990 παρατηρούμε ότι οι δημόσιες δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕγΠ αυξάνονται τουλάχιστον κατά 1,5 φορά, ενώ τα δημόσια έσοδα ως ποσοστό του ΑΕγΠ αυξάνονται ελάχιστα. Την περίοδο 1990 – 2000 τα έσοδα ως ποσοστό του ΑΕγΠ αυξάνονται, ενώ την περίοδο 2000 – 2010 μειώνονται και οι δημόσιες δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕγΠ αυξάνονται ελάχιστα. Τη μεγαλύτερη αύξησή του το δημόσιο χρέος ως ποσοστού του ΑΕγΠ την παρουσιάζει την περίοδο 1980 – 1990.

Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΓΟΡΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Το ποσοστό ανεργίας το 1970 ήταν 4,2% και μειώθηκε σε 2,7% το 1980 και έκτοτε αυξάνεται. Η μεγαλύτερη αύξηση του ποσοστού ανεργίας παρατηρείται την περίοδο 1980 – 1990.

09.jpg

Η μεγαλύτερη αύξηση της ανεργίας παρουσιάζεται τη δεκαετία 1980 – 1990 όπου το ποσοστό ανεργίας τριπλασιάζεται από 2,7% σε 6,4% και στη συνέχεια στη δεκαετία 1990 – 2000 όπου το ποσοστό ανεργίας διπλασιάζεται από 6,4% σε 11,2%. Την περίοδο όπου το ποσοστό ανεργίας αυξάνεται σημαντικά, το κατά κεφαλήν ΑΕγΠ παραμένει σχεδόν σταθερό (τη δεκαετία 1980 – 1990).

10.jpg

Από τον πίνακα 3 παρατηρούμε ότι την περίοδο 1970 – 1980 η αύξηση των απασχολουμένων υπερκαλύπτει την αύξηση του εργατικού δυναμικού, με αποτέλεσμα να συμβάλλει με αυτό τον τρόπο στην ουσιαστική μείωση της ανεργίας. Στις επόμενες δεκαετίες και ειδικότερα στη δεκαετία 1990 – 2000 η αύξηση του εργατικού δυναμικού ήταν σαφώς μεγαλύτερη από την αύξηση των απασχολουμένων, με αποτέλεσμα τη σημαντική αύξηση του αριθμού των ανέργων, Τη δεκαετία 1980 – 1990 οι άνεργοι αυξήθηκαν κατά 161,5 χιλ. και τη δεκαετία 1990 – 2000 αυξήθηκαν κατά 262,2. Στην ουσία την περίοδο 1980 – 2000 υπάρχει σημαντική αύξηση του αριθμού των ανέργων στην ελληνική αγορά εργασίας.

Το ποσοστό ανεργίας μειώνεται από 4,2% το 1970 σε 2,7% το 1980 και έκτοτε αυξάνεται σε 6,4% το 1990, 11,2% το 2000 και σε 12,6% το 2010.

Μεταξύ πραγματικής οικονομίας και απασχόλησης / ανεργίας αναπτύσσεται ισχυρή σχέση. Όσο περισσότερο αναπτύσσεται μία οικονομία, τόσο περισσότερες θέσεις εργασίας δημιουργούνται και τόσο περισσότερο μειώνεται η ανεργία. Ως εκ τούτου αναμένεται σε περιόδους όπου ο ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης είναι ιδιαίτερα μικρός, να μη δημιουργούνται θέσεις απασχόλησης και να μη μειώνεται σημαντικά η ανεργία. Βέβαια, η ανεργία μπορεί να μη σχετίζεται μόνο με τις οικονομικές διακυμάνσεις αλλά και με δομικούς παράγοντες και για να μειωθεί θα πρέπει να γίνουν διαρθρωτικές αλλαγές στην αγορά εργασίας και στην οικονομία συνολικότερα. Στη χρονική περίοδο που αναφερόμαστε παρατηρούμε ότι ο μέσος ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης ήταν 0,7% για την περίοδο 1980 – 1990, 2,6% για την περίοδο 1990 – 2000 και 2,3% για την περίοδο 2000 – 2010.

11.jpg

Από το ανωτέρω διάγραμμα παρατηρούμε ότι το ποσοστό ανεργίας δείχνει να μη σχετίζεται έντονα με το ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης. Ο συντελεστής συσχέτισης μεταξύ ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης και ποσοστού ανεργίας είναι - 0,35. Το αρνητικό πρόσημο δείχνει την αρνητική συσχέτιση μεταξύ ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης και ποσοστού ανεργίας, όμως η απόλυτη τιμή του συντελεστή είναι τόσο μικρή ώστε να δείχνει πολύ χαμηλό βαθμό συσχέτισης.

Το ποσοστό των μακροχρόνια ανέργων στην Ελλάδα είναι σημαντικά υψηλό. Το ποσοστό των μακροχρόνια ανέργων στο σύνολο των ανέργων αυξάνεται από 33% το 1983 σε 54% το 2006 και έπειτα μειώνεται σε 41% το 2009 και αυξάνεται σε 45% το 2010.

12.jpg

Κοιτώντας το ρυθμό αύξησης της απασχόλησης αυτή την περίοδο παρατηρούμε ότι στην ουσία δεν δημιουργήθηκαν πραγματικά νέες θέσεις εργασίας. Με βάση τα στοιχεία του ΔΝΤ ο αριθμός των απασχολουμένων μειώθηκε από 3.880.000 άτομα το 1980 σε 3.871.000 άτομα το 1990 και αυξήθηκε σε 4.088.000 το 2000 και σε 4.389.000 το 2010. Στη συνέχεια μειώθηκε σε 3.904.000 το 2012. Τα στοιχεία που παρουσιάζονται από το ΔΝΤ σχετικά με τον αριθμό των απασχολουμένων στην Ελλάδα διαφέρουν από τα στοιχεία που παραθέτει η Ameco database της Ε.Ε. Στο ακόλουθο διάγραμμα παρατίθενται ο ρυθμός μεταβολής της απασχόλησης (σε %) με βάση τα στοιχεία για την απασχόληση που παραθέτουν το ΔΝΤ και η Ameco.

13.jpg

Τα βασικά συμπεράσματα που προκύπτουν από το ανωτέρω διάγραμμα [2] είναι ότι σε γενικές γραμμές ο ρυθμός αύξησης της απασχόλησης παρέμεινε χαμηλός (σε ελάχιστες χρονικές στιγμές μόλις που ξεπέρασε το 2%) και από το 2008 και έπειτα ο ρυθμός μεταβολής της απασχόλησης είναι αρνητικός.

Αυτό που διαφοροποιεί την ελληνική αγορά εργασίας από τις αγορές εργασίας των άλλων ευρωπαϊκών χωρών, ακόμη και των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου, είναι το υψηλό ποσοστό αυτοαπασχολουμένων και το σχετικά μεγάλο ποσοστό απασχολουμένων στον αγροτικό τομέα σε σχέση με τους άλλους τομείς της οικονομίας.

14.jpg

Το ποσοστό των απασχολουμένων στον αγροτικό τομέα από 30% το 1981 μειώνεται σε 12,5% το 2010 δείχνοντας τη μεταστροφή του παραγωγικού μοντέλου της Ελλάδας από χώρα αγροτική σε χώρα των υπηρεσιών (το ποσοστό απασχόλησης στον τομέα αυτό αυξήθηκε από 40% το 1981 σε 68% το 2010. Σ’ ότι αφορά την απασχόληση στο βιομηχανικό τομέα παρατηρούμε ότι την περίοδο 1980 – 1990 παραμένει περίπου σταθερή στο 28-29% της συνολικής απασχόλησης, από το 1990 και έπειτα μειώνεται και αγγίζει το 22% το 2000 και παραμένει σταθερή σε αυτό το ποσοστό μέχρι το 2008 όπου μειώνεται εκ νέου και προσεγγίζει το 19% το 2010. Άρα την περίοδο 1990 – 2000 εγκαταλείπεται η βιομηχανική δραστηριότητα προς όφελος του τομέα των υπηρεσιών.

Σ’ ότι αφορά τον αριθμό των αυτοαπασχολουμένων ανέρχεται στο 50% του συνόλου των απασχολουμένων το 1980. Έκτοτε παρουσιάζει μία πτωτική τάση και αγγίζει το 36% το 2010.

15.jpg

Το ποσοστό των αυτοαπασχολουμένων είναι ιδιαίτερα υψηλό όλη αυτή την εξεταζόμενη περίοδο. Το 1980 αγγίζει το 50% του συνόλου των απασχολουμένων. Από το 1988 ξεκινάει μια μικρή μείωσή του και φτάνει στο 36% το 2010. Τα στοιχεία αυτά δείχνουν αφενός μεν τη ιδιαιτερότητα της δομής της ελληνικής οικονομίας που στηρίζεται στην πολύ μικρή ιδιοκτησία και στην αυτοαπασχόληση, αφετέρου δε ότι το πρόβλημα της ανεργίας είναι ακόμη σοβαρότερο, σε σχέση με άλλες χώρες όπου έχουν το ίδιο ποσοστό ανεργίας αλλά πολύ μεγαλύτερο ποσοστό μισθωτών, αφού η ανεργία αφορά πρωτίστως και κυρίως του μισθωτούς και όχι τους αυτοαπασχολούμενους.

Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΡΙΣΗ

Η ελληνική οικονομία σήμερα χαρακτηρίζεται από έντονη ύφεση, υψηλά ποσοστά ανεργίας, φτώχειας και οικονομικών ανισοτήτων. Ο ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης το 2011 ήταν – 6,9% και το 2012 εκτιμάται ότι θα είναι – 4,7%. Όμως, η μείωση στο ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας είχε ήδη ξεκινήσει από το 2006 και από το 2008 είχε ήδη γίνει αρνητικός. Σ΄ ότι αφορά το ποσοστό ανεργίας αυτό διαμορφώθηκε σε 17,3% το 2011 και εκτιμάται ότι θα είναι 19,4% το 2012. Όμως και σε αυτή την περίπτωση το ποσοστό ανεργίας είχε αρχίσει να ανεβαίνει από το 2008. Οι δημόσιες δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ ανέρχονταν σε 49,7% το 2011 (ελάχιστη αύξηση σε σχέση με το 2010) και εκτιμάται ότι θα μειωθούν το 2012 σε 48,9%.

Γενικά όλη την προηγούμενη περίοδο οι δημόσιες δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξάνονταν σε αντίθεση με τα δημόσια έσοδα ως ποσοστό του ΑΕΠ που μειώνονταν. Το ποσοστό των δημοσίων εσόδων ως προς το ΑΕΠ μειώνεται από 43% το 2000 σε 38,1% το 2004. Υπάρχει μία μικρή αύξησή των τα επόμενα χρόνια και το 2007 το ποσοστό τους ως προς το ΑΕΠ φτάνει στο 40%. Στη συνέχεια το ποσοστό αυτό μειώνεται για τα έτη 2008 και 2009 και αυξάνει για το 2010 και 2011. Το 2011 ανέρχεται σε 40,5% και εκτιμάται ότι θα είναι 41,7% το 2012.

Σ’ ότι αφορά τη φτώχεια, το 2010 το 20% του πληθυσμού χαρακτηρίζεται ως φτωχό. Ο δείκτης S80/S20, ο οποίος δείχνει το λόγο του εισοδήματος του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού προς το εισόδημα του φτωχότερου 20% του πληθυσμού, είναι 5,6 το 2009. Δηλαδή το εισόδημα του πλουσιότερου 1/5 του πληθυσμού είναι 5,6 φορές μεγαλύτερο από το εισόδημα του φτωχότερου 1/5 του πληθυσμού. Ο συντελεστής Gini, που μετρά την ανισότητα μεταξύ των εισοδημάτων, είναι 3,29. Όσο η τιμή του συντελεστή Gini αυξάνεται, αυτό είναι ένδειξη οικονομικής ανισότητας. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ ο δείκτης Gini μειώθηκε σημαντικά από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 2000, ειδικά στην περίπτωσή μέτρησής του μετά από φόρους και μεταβιβαστικές πληρωμές. Η μείωση της τιμής του Gini είναι ένδειξη μείωσης της οικονομικής ανισότητας. Επειδή η μείωση αυτή ήταν μεγαλύτερη στην περίπτωση μετά από φόρους και μεταβιβαστικές πληρωμές απ’ ότι πριν από φόρους και μεταβιβαστικές πληρωμές, αυτό αποτελεί ένδειξη ότι υπήρξε σημαντική αναδιανομή πλούτου προς εκείνους που είχαν χαμηλά εισοδήματα [3]. Η αίσθηση που υπάρχει, λόγω έλλειψης πρόσφατων στοιχείων, είναι ότι τα τελευταία δύο χρόνια έχει αυξηθεί σημαντικά τόσο ο αριθμός των ανέργων, όσο και των φτωχών και πιθανόν έχουν διευρυνθεί οι οικονομικές ανισότητες.

ΤΙ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΣΗΜΕΡΑ;

Τι συνέβη λοιπόν στην Ελλάδα; Το πρώτο που μπορούμε να υποστηρίξουμε είναι ότι η κρίση χρέους δεν ήταν η αιτία της κατάρρευσης της ελληνικής οικονομίας. Ήταν σίγουρα η αφορμή, αλλά όχι η αιτία. Η ελληνική οικονομία ήταν ιδιαίτερα εύθραυστη. Αυτό αποδεικνύεται από τα υπάρχοντα στοιχεία που παρουσιάσαμε για την περίοδο 1970 – 2010 και ιδιαίτερα για την περίοδο 1980 – 2010.

Η δεκαετία του ’80 ήταν η δεκαετία της «αλλαγής» στην Ελλάδα τόσο στο πολιτικό, όσο και στο κοινωνικό επίπεδο. Σημαντικές πτυχές του κράτους πρόνοιας τέθηκαν αυτή την περίοδο. Η ανάπτυξη του κράτους – πρόνοιας τη δεκαετία του ’80 ταυτίζεται με τη αναδιανομή του εισοδήματος εκείνη την περίοδο που είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση της φτώχειας. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ ο συντελεστής Gini μετά από φόρους και μεταβιβαστικές πληρωμές μειώθηκε από 0,413 στα μέσα της δεκαετίας του ’70 σε 0,336 στα μέσα της δεκαετίας του ’80, παρέμεινε σταθερός στα μέσα της δεκαετίας του ’90 (0,336) και στη συνέχεια μειώθηκε σε 0,321 στα μέσα της δεκαετίας του 2000 και σε 0,307 στο τέλος της δεκαετίας του 2000. Αν δούμε την εξέλιξη της μεταβολής του δείκτη Gini πριν από φόρους και μεταβιβαστικές πληρωμές θα δούμε ότι αυτός διαμορφώνεται σε 0,448 στα μέσα της δεκαετίας του ’70, 0,426 στα μέσα της δεκαετίας του ’80, 0,446 στα μέσα της δεκαετίας του ’90, 0,454 στα μέσα της δεκαετίας του 2000 και σε 0,436 στο τέλος της δεκαετίας του 2000. Ως εκ τούτου οι οικονομικές ανισότητες μειώνονται σημαντικά μέσα της δεκαετίας του 70 με μέσα της δεκαετίας του 80, ακολουθεί μικρή μείωση μετά τα μέσα της δεκαετίας του ’90.

Οι μεταβιβαστικές πληρωμές αποτελούν το σημαντικό ρόλο μείωσης αυτών των οικονομικών ανισοτήτων. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ οι κοινωνικές δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕγΠ αυξάνονται από 10,2% το 1980 σε 15,97% το 1985, σε 17,3% το 1995, σε 20,9% το 2005 και σε 21,3% το 2007. Ως εκ τούτου η σημαντική αύξηση των κοινωνικών δαπανών έγινε μέχρι το 1985, ενώ τη δεκαετία 1985 – 1995 και 1995 – 2005 η αύξησή των ήταν σαφώς μικρότερη. Στα τέλη της δεκαετίας του ’90 οι κοινωνικές παροχές ως ποσοστό του ΑΕΠ στην Ελλάδα πλησιάζουν τον αντίστοιχο μέσο όρο των χωρών της Ε.Ε. – 15. Οι συνολικές δημόσιες δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι περίπου 2,5 φορές περισσότερες από τις κοινωνικές δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ. Την ίδια περίοδο 1980 – 1990 η ελληνική οικονομία παρέμενε στάσιμη παρουσιάζοντας ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης σχεδόν μηδενικό, μειωνόταν σημαντικά η συμμετοχή των επενδύσεων στο ΑΕΠ και αυξανόταν η συμμετοχή της κατανάλωσης, μειώνεται σημαντική η συμμετοχή του αγροτικού τομέα στο ΑΕγΠ, ενώ παραμένει στάσιμη η συμμετοχή της βιομηχανίας και αυξάνεται η συμμετοχή των υπηρεσιών. Ο ρυθμός αύξησης της απασχόλησης αυτή την περίοδο είναι πολύ χαμηλός.

Το βασικό συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι οι πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές που έπρεπε έτσι κι αλλιώς να γίνουν στην Ελλάδα στη δεκαετία του ’80 και η οικοδόμηση ενός κοινωνικού κράτους δεν συνοδεύτηκαν από τις απαραίτητες οικονομικές αλλαγές με αποτέλεσμα το παραγωγικό υπόβαθρο της ελληνικής οικονομίας να μην είναι στέρεο και με προοπτικές για το μέλλον.

Ο ρόλος του πολιτικού συστήματος από τη μεταπολίτευση και έπειτα, ειδικότερα δε από τις αρχές του ’80 και έπειτα, ήταν ιδιαίτερα σημαντικός στη δημιουργία μίας κοινωνικής συναίνεσης πάνω στην οποία στηρίχτηκε η οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της χώρας τις επόμενες δεκαετίες. Η συναίνεση αυτή στηρίχτηκε στην αναδιανομή του εισοδήματος και στην οικονομική στήριξη κοινωνικών ομάδων του πληθυσμού που τους επέτρεπε να μην είναι πλέον στο περιθώριο της οικονομικής ζωής και να μπορούν να ικανοποιήσουν το δυτικό καταναλωτικό πρότυπο που άρχισε πλέον να γίνεται κυρίαρχο από εκείνη την περίοδο και έπειτα. Το πρόβλημα που άρχισε να υπάρχει και να αναπτύσσεται είναι ότι αυτή η συναίνεση έπρεπε συνεχώς να υπάρχει και ως εκ τούτου έπρεπε να υπάρχει συνεχής ροή χρημάτων προς όλες αυτές τις κοινωνικές ομάδες χωρίς όμως να παράγεται και ο αντίστοιχος πλούτος. Οι εισροές πόρων από το εξωτερικό είτε με τη μορφή μεταναστευτικών και ναυτιλιακών εμβασμάτων, του τουριστικού συναλλάγματος και πόρων από τα κοινοτικά πλαίσια στήριξης είτε από την ανάπτυξη της φοροδιαφυγής και της συνεχούς και επιλεκτικής οικονομικής ενίσχυσης κοινωνικών ομάδων μέσα από νομοθετικές ρυθμίσεις, τροφοδοτούσαν αυτό το όνειρο της «χάρτινης» ανάπτυξης και ευημερίας στην Ελλάδα.

Τα τελευταία χρόνια αυτή η «χάρτινη» ευημερία συνέχιζε να τροφοδοτείται και μεταξύ άλλων από τον ολοένα και διογκούμενο δανεισμό του κράτους, ώσπου όταν τέθηκε το πρόβλημα της κρίσης χρέους, η ελληνική οικονομία κατέρρευσε. Το πολιτικό σύστημα πασχίζει να διατηρήσει τη συναίνεση των κοινωνικών ομάδων που είχε αποκτήσει και γι αυτό δεν είναι διατεθειμένο να κάνει σημαντικές αλλαγές στην οικονομία και στην κοινωνία και να καταπολεμήσει τα κακώς κείμενα. Όμως χωρίς ανάπτυξη η ελληνική οικονομία βυθίζεται ολοένα και περισσότερο στην ύφεση ενώ ταυτόχρονα συντελείται μία βίαιη αναδιανομή εισοδήματος από το εσωτερικό προς το εξωτερικό και από τις ευάλωτες προς τις πλουσιότερες οικονομικά ομάδες. Το κοινωνικό μοντέλο που «στήθηκε» σε βάρος της οικονομικής ανάπτυξης καταρρέει μπροστά από την έλλειψη πόρων που χρειάζεται για τη χρηματοδότησή του. Η επιθυμία για ίση πρόσβαση των φτωχότερων λαϊκών στρωμάτων στην εκπαίδευση, στην υγεία και στο δικαίωμα μιας αξιοπρεπούς σύνταξης που ήταν βασικός στόχος της κυβέρνησης της δεκαετίας του ’80, είναι πλέον ανέφικτη. Οι υπηρεσίες του κοινωνικού κράτους ολοένα υποβαθμίζονται εξαιτίας και της σημαντικής έλλειψης πόρων, ενώ μόνο μικρές ομάδες του πληθυσμού έχουν την οικονομική δυνατότητα να αγοράσουν αυτές τις υπηρεσίες εξ ολοκλήρου από την αγορά.

Όσο η πολιτική ηγεσία θα είναι απούσα και θα σκέφτεται τη χαμένη συναίνεση που υπήρχε, τόσο η αγορά από μόνη της θα «εκκαθαρίζει» το λιγότερο παραγωγικό και το πλέον «άχρηστο» κομμάτι των ελληνικών επιχειρήσεων αλλά και του εργατικού δυναμικού και θα «παγιώνει» καταστάσεις που δεν είναι καθόλου ευχάριστες.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

[1] Την περίοδο αυτή εισρέουν πόροι στην Ελλάδα μέσω των Μεσογειακών Ολοκληρωμένων Προγραμμάτων που μέρος των οποίων δε χρησιμοποιήθηκε για την αναδιάρθρωση των καλλιεργειών και άλλων παρεμβάσεων υποδομής, αλλά μετατράπηκαν σε εισόδημα των δικαιούχων. Την ίδια περίοδο παρουσιάζεται σημαντική και σταθερά αύξηση των τουριστικών αφίξεων στην Ελλάδα.
[2] Τα στοιχεία από την Ameco database αφορούν την περίοδο 1970 – 2012, ενώ τα στοιχεία από το ΔΝΤ αφορούν την περίοδο 1980 - 2012
[3] Δεδομένης της πολύ υψηλής φοροδιαφυγής, πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί με τα εισοδήματα και τις τιμές του Gini που στηρίζονται σε αυτά τα εισοδήματα.

Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στη διεύθυνση www.twitter.com/#!/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στη διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr