Η Ελλάδα και η Χάγη | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η Ελλάδα και η Χάγη

Υφαλοκρηπίδα, Κυπριακό, Σκόπια και γερμανικές αποζημιώσεις

Στην Ελλάδα, στο παρελθόν, δεν έλλειψε η κουλτούρα διεθνούς δικαίου και η διαθεσιμότητα προσφυγής σε διεθνή δικαιοδοτικά όργανα της εποχής. Έτσι, είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε ότι η Ελλάδα βρέθηκε επανειλημμένα διάδικος στο ΔΔΔΔ. Άλλοτε ως ενάγουσα [υποθέσεις Μαυρομμάτη (Α’ φάση- 1924), (Β’ φάση- 1925), (αναπροσαρμογή- 1927), ερμηνεία απόφασης για τη Συνθήκη του Neuilly (1925), άλλες φορές ως εναγόμενη [υποθέσεις Συνθήκη του Neuilly (1924), Φάροι (1934), Φάροι στην Κρήτη και Σάμο (1937), Socobelge (1939)]. Επίσης πολλές γνωμοδοτήσεις του Δικαστηρίου την αφορούσαν άμεσα και μάλιστα για ζητήματα ιδιαίτερης εθνικής σημασίας για τη νεοπαγή Ελλάδα της Συνθήκης της Λωζάννης [(Ανταλλαγή ελληνικού και τουρκικού πληθυσμού (1925), Ερμηνεία της ελληνοτουρκικής συμφωνίας του 1926 (1928), Ελληνοβουλγαρικές κοινότητες (1930), Ερμηνεία ελληνοβουργαρικής συμφωνίας του 1927 (1932), Μειονοτικά σχολεία στην Αλβανία (1935)].

Στη σύγχρονη εποχή από την ίδρυση των Ην. Εθνών, η Ελλάδα βρέθηκε ενώπιον του ΔΔ ως διάδικος για πρώτη φορά στην υπόθεση Αμπατιέλος (Ελλάδα κατά Ην. Βασιλείου, 1951-1953).

Στο διάβα του χρόνου, ιδίως μετά το 1974, το Διεθνές Δικαστήριο βρέθηκε στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος της Ελλάδας, με την ανάπτυξη μιας ιδιότυπης σχέσης. Πράγματι, η «πολιτική διεθνούς δικαίου», που πάγια ακολούθησε μεταπολεμικά η χώρα μας και μ’ έμφαση στη δεκαετία του 1970 μετά την εμφάνιση των τουρκικών διεκδικήσεων στο χώρο του Αιγαίου και στην Κύπρο, ως σταθερά της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, προβάλλει ως κύρια σημεία αναφοράς τον σεβασμό των κανόνων και αρχών του διεθνούς δικαίου, την ειρηνική επίλυση των διεθνών διαφορών και το ΔΔ ως το όργανο δικαιοδοτικής επίλυσης του χρόνιου προβλήματος στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, αυτού της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου [9]. Σ’ αυτό εξάλλου, η Ελλάδα προσέφυγε μονομερώς για την εν λόγω διαφορά το 1976, χωρίς επιτυχία, λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας του ΔΔ. Είχε ζητήσει και προσωρινή προστασία, αίτημα όμως που δεν έγινε αποδεκτό από το ΔΔ [10].

Στο πεδίο επίλυσης διαφορών από το ΔΔ, η συμπεριφορά της Ελλάδας παρουσιάζει ενδιαφέρον:

Παρόλες τις διακηρύξεις για ειρηνική- δικαστική διευθέτηση διεθνών διαφορών και ιδίως στο Αιγαίο, χρειάσθηκε να φθάσουμε στο 1994 για να αναγνωρίσει η Ελλάδα την υποχρεωτική δικαιοδοσία του ΔΔ (άρθρο 36 παρ.1 Κατ.) και με τη διατύπωση επιφύλαξης όσον αφορά το ζήτημα ασφάλειας των νήσων του Ανατολικού Αιγαίου.

Στη συνέχεια, παρά τις συστηματικές αναφορές της Αθήνας στη Χάγη, όταν επικυρώθηκε το 1995 η Σύμβαση Montego Bay (1982), δηλώθηκε ως μέσο επίλυσης των διαφορών εκ της Συμβάσεως το Διεθνές Δικαστήριο για το Δίκαιο της Θάλασσας, ΔΔΔΘ (!;). Μετά την κρίση στα Ίμια, επανήλθαμε στην προηγούμενη γραμμή προσβλέποντας στο δικαιοδοτικό όργανο της Χάγης.

Ζήτημα υπάρχει και ως προς το εύρος της ελληνοτουρκικής διαφοράς για το Αιγαίο. Υφίσταται ένα μόνο ζήτημα (οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας) ή κι άλλα;

Εδώ, αξιοσημείωτη είναι η μονοσήμαντη προσέγγιση στην τρέχουσα επίσημη πολιτική και συνακόλουθα νομική γλώσσα στην Ελλάδα, της έννοιας «διαφορά». Στον πολιτικό λόγο των ελληνικών κυβερνήσεων καθώς και των πολιτικών κομμάτων της χώρας, διαφορά επιδεκτική δικαιοδοτικής επίλυσης συνιστά μόνο το ζήτημα της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας, σ’ αντίθεση με άλλες διμερείς τριβές με την Τουρκία (π.χ. αποστρατικοποίηση νήσων, εύρος αιγιαλίτιδας ζώνης, εναέριος χώρος, Ίμια) που αποτελούν «μονομερείς διεκδικήσεις» της γείτονος. Η περίεργη αυτή πολιτική / νομική θέση – που υιοθετείται διαχρονικά μετά το 1974, ακολουθώντας το ανεπαρκές υποκειμενικό κριτήριο - δεν βρίσκει έρεισμα στη θεωρητική συζήτηση για το τι συνιστά διεθνή διαφορά κατά το διεθνές δίκαιο, αλλά ούτε στην ίδια τη νομολογία του ΔΔ [βλ. π.χ. στην διδακτική καταγραφή στην υπόθεση του Ανατολικού Τιμόρ (1995)].

Σε κάθε περίπτωση, η κρίση στα Ίμια το 1996 και η πρόοδος της ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας, οδήγησαν τους εταίρους της ΕΕ, με βάση σχετικές ελληνικές πρωτοβουλίες και κινήσεις, να υιοθετήσουν αξιοσημείωτες πολιτικά κι ενδιαφέρουσες νομικά θέσεις αναφορικά με το ΔΔ ως μέσου διευθέτησης διεθνών διαφορών, κάτι που, βεβαίως, παρέπεμπε αρχικά στην ελληνοτουρκική διαφορά για την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου και κατόπιν στην αμφισβήτηση, από την Τουρκία, της ελληνικής κυριαρχίας επί των βραχονησίδων Ίμια [11].

Χαρακτηριστικές είναι οι σχετικές διατυπώσεις στη δήλωση της Προεδρίας ενώπιον του Ευρ. Κοινοβουλίου στις 14 Φεβρουαρίου 1996, στη Δήλωση του Συμβουλίου Υπουργών της 15ης Ιουλίου 1996, στην κοινή θέση των «Δεκαπέντε» στις 29 Απριλίου 1997 στο Συμβούλιο Σύνδεσης ΕΚ- Τουρκίας, αλλά και στα Συμπεράσματα της Προεδρίας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στις συνόδους του στο Λουξεμβούργο (Δεκέμβριος 1997) και Ελσίνκι (Δεκέμβριος 1999).

Αν και στην πορεία μετά το Ελσίνκι από τον χρονικό ορίζοντα των δεσμεύσεων και των υποχρεώσεων «χάθηκε» το 2004 – χρονικό όριο για παραπομπή από την Τουρκία των διαφορών με την Ελλάδα στη Χάγη - το ΔΔ παρέμεινε ως κεντρική επιλογή της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής για επίλυση των διενέξεων γύρω από το νομικό καθεστώς του Αιγαίου

ΟΙ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Αν η κριτική που ασκείται για τον εθνικό δικαστή σε επίπεδο κοινής γνώμης και της επιστήμης είναι σύνηθες φαινόμενο σε πολλές, αν όχι όλες τις χώρες, αυτή εμφανίζεται πολλαπλασιαστικά μεγεθυμένη όσον αφορά τη διεθνή δικαιοσύνη. Ο διεθνής δικαστής στη Χάγη, στο Στρασβούργο, στο Λουξεμβούργο κτλ. είναι ένας τρίτος, ξένος, άγνωστος, που αποφαίνεται χωρίς εθνικές κι άλλες ευαισθησίες για σημαντικά ζητήματα κι ο οποίος διολισθαίνει –και- σε «κακές» αποφάσεις. Η κριτική από την σκοπιά της διεθνολογικής κοινότητας των αποφάσεων του ΔΔ παίρνει άλλες ποιοτικές διαστάσεις χωρίς όμως η ένταση πολλές φορές να μειώνεται. Τι, όμως, προκαλεί αυτή την αντίδραση των θεωρητικών του διεθνούς δικαίου;