Η Ελλάδα και η Χάγη | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η Ελλάδα και η Χάγη

Υφαλοκρηπίδα, Κυπριακό, Σκόπια και γερμανικές αποζημιώσεις

Είναι αλήθεια ότι σε ορισμένες περιπτώσεις το ΔΔ κινήθηκε με τρόπο που δεν μπόρεσε ή, κυρίως, δεν θέλησε (;) να συλλάβει τον παλμό των εξελίξεων της διεθνούς πραγματικότητας κατά τρόπο που να ανταποκριθεί στις περιστάσεις και να συμβάλει στην αποτελεσματική αντιμετώπιση μιας διεθνούς κρίσης, μιας διεθνούς διαφοράς. Πρόκειται εδώ ουσιαστικά για περιπτώσεις εξόφθαλμα δικαιοδοτικής υπεκφυγής σε διαδικασίες γνωμοδοτήσεων ύστερα από σχετικά αιτήματα οργάνων των ΗΕ σε κρίσιμα θέματα [υποθέσεις Δυτική Σαχάρα (1975), Νομιμότητα χρήσης πυρηνικών όπλων (1996), και η πρόσφατη: Συμβατότητα με το διεθνές δίκαιο της μονομερούς δήλωσης ανεξαρτησίας σχετικά με το Κόσοβο (2008)]. Ενώ δεν απουσιάζουν κριτικές –ήδη από το παρελθόν- και σε υποθέσεις κατ’ αντιμωλία π.χ. υποθέσεις Ασύλου (1950), Νοτιοδυτική Αφρική (Αιθιοπία - Ν. Αφρικής, Λιβερία - Ν. Αφρικής (1966) κτλ. Στις περιπτώσεις των υποθέσεων πυρηνικών όπλων και Νοτιοδυτικής Αφρικής, το Δικαστήριο αποφάνθηκε λόγω ισοψηφίας 7-7 με την ψήφο του Προέδρου.

Οι θέσεις αυτές δεν κατακρίθηκαν απλά στη νομική διεθνολογική θεωρία, αλλά ουσιαστικά προκάλεσαν μια ρήξη στην εκτίμηση που η διεθνής κοινή γνώμη και οι διεθνολόγοι επαΐοντες είχαν, ή ήθελαν να έχουν, για το ρόλο του ΔΔ ως θεσμού διεθνούς δικαιοσύνης. Ταυτόχρονα τέτοιες θέσεις διαψεύδουν τις προσδοκίες των κρατών και όχι μόνο, ενώ συντελούν σε μια δυσπιστία που αναπτύσσεται γύρω από τις πραγματικές δυνατότητες ενός δικαστικού διακανονισμού διεθνών διαφορών στη Χάγη. Πώς να εκλάβει π.χ. ένα ενδιαφερόμενο κράτος την άποψη του Δικαστηρίου ότι για τα πυρηνικά όπλα δεν προβλέπεται απαγόρευση στο διεθνές δίκαιο, αλλά ούτε και επιτρέπεται ρητά η χρήση τους και αφού προηγουμένως το ΔΔ είχε σημειώσει ότι χρήση πυρηνικών όπλων αναιρεί θεμελιώδεις ρυθμίσεις διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου που εφαρμόζονται στις ένοπλες συρράξεις αφού παραβιάζουν ευθέως κρίσιμες διατάξεις (π.χ. αρχή μη διάκρισης μεταξύ μαχητών και αμάχων). Ή, πώς να εξηγήσει - στην περίπτωση της υπόθεσης Ασύλου - ότι συνέπεια της αμφιλεγόμενης απόφασης του ΔΔ ήταν ο περουβιανός πολιτικός ηγέτης Haya de La Torre που είχε ζητήσει άσυλο στην πρεσβεία της Κολομβίας στη Λίμα να παραμείνει επί πενταετία έγκλειστος στο κτίριο της πρεσβείας πριν του επιτραπεί η αναχώρηση στο εξωτερικό.

Ή, πώς να ερμηνεύσει το γεγονός - στην περίπτωση της γνωμοδότησης για το Κόσσοβο ότι η διαπραγμάτευση της θεματικής δεν έγινε από τη σκοπιά της δυνατότητας απόσχισης τμήματος επικράτειας χώρας προοπτική - που είναι αδύνατη κατά το σύγχρονο διεθνές δίκαιο χωρίς τη συναίνεση του ενδιαφερόμενου κράτους, αλλά από μια άλλη σκοπιά, πιο εύκολης αντιμετώπισης - αναφορικά με το κατά πόσον η μονομερής κήρυξη ανεξαρτησίας από ομάδα ατόμων (Κοσσοβάροι) παράγει έννομα αποτελέσματα σε σχέση με την απόσχιση και συνακόλουθα εαν είναι μια τέτοια κίνηση ασύμβατη με το διεθνές δίκαιο. Αντί δηλαδή το ΔΔ, έχοντας κατά νου αυτό που μέχρι σήμερα θεωρεί η διεθνής κοινότητα ως παράνομη ενέργεια και δεν την αναγνωρίζει (π.χ. αποσχίσεις «Τουρκική Δημοκρατία Βορείου Κύπρου», Ν. Οσετίας, Αμπχαζίας, Ναγκόρνο Καραμπάχ, Υπερδνειστερίας, κτλ.) να «ξεκαθαρίσει» το τοπίο σε αυτό το κρίσιμο τα τελευταία χρόνια πεδίο όπου πολλαπλασιάζονται κινήσεις και διαθέσεις απόσχισης από κράτη, κινήθηκε «πλαγίως». Το ΔΔ επέλεξε ένα δρόμο που δε βοηθάει και δε συμβάλλει στην αντιμετώπιση μιας κίνησης απόσχισης είτε από τη σκοπιά της κυριαρχίας του κράτους και της εδαφικής ακεραιότητάς του, είτε της νεοπαγούς αντίληψης για ενδεχόμενες «επανορθωτικές κινήσεις» ως συνέπεια μαζικών παραβιάσεων των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των μειονοτήτων.

Αλλά ακόμα και στην υπόθεση «Υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου» υπάρχει κάποιο ζήτημα αφού το ΔΔ παραμέρισε την ελληνική μονομερή προσφυγή κατά της Τουρκίας, εκτιμώντας ότι δεν είχε δικαιοδοσία να επιληφθεί του ζητήματος. Και τούτο γιατί η ελληνική επιφύλαξη του 1931 εξαιρούσε της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου το εδαφικό καθεστώς, στο οποίο κατά το ΔΔ υπαγόταν η υφαλοκρηπίδα. Ασφαλώς η θέση αυτή παρουσιάζει προβλήματα, αφού η υφαλοκρηπίδα ως έννοια και νομικό περιεχόμενο αποτελεί μεταπολεμική ρύθμιση που, βέβαια, δεν ήταν δυνατόν να γνωρίζει η ελληνική κυβέρνηση κατά το χρόνο επικύρωσης της Γενικής Πράξης του 1928. Ο όρος continental shelf / υφαλοκρηπίδα πρωτοακούστηκε σε ομιλία του Προέδρου Τρούμαν το 1945 (Truman Proclamation) [12].

Έτσι, κι ενώ το ΔΔ φάνηκε να κερδίζει μετά το 1990 την προσοχή αρκετών κρατών από όλες τις ηπείρους, κάτι που έχει ιδιαίτερη σημασία για την υλοποίηση της οικουμενικής αποστολής του κυρίου δικαστικού οργάνου του ΟΗΕ για διευθέτηση διαφορών εν όψει μάλιστα και της σωρείας υποθέσεων σχετικά με εδαφικές / συνοριακές διαφορές, είναι απαραίτητο να μην υποχωρεί η βούληση των κρατών που προσχώρησαν στο δικαιοδοτικό μηχανισμό της Χάγης για κινητοποίησή του και να μην υπάρχει αμφιβολία για ορθή απονομή της δικαιοσύνης και στην ουσία την εμπέδωση της διεθνούς νομιμότητας και της εφαρμογής του διεθνούς δικαίου. Κι αφού η κάθε περίπτωση προσφυγής στο ΔΔ της Χάγης αποτελεί μια έμπρακτη θετική στάση μιας χώρας για το πώς αντιλαμβάνεται τις σχέσεις στη σύγχρονη διεθνή δικαιοταξία και το οργανωμένο θεσμικό σύστημα που έχει αυτή προωθήσει, τέτοιες αμφιλεγόμενες θέσεις στην νομολογία του ΔΔ ασφαλώς ενσπείρουν αμφιβολίες κι επιφυλάξεις παραπέμποντας σε άλλους μεταγενέστερους χρόνους την επίλυση διαφορών. Είναι εξαιρετικά σημαντικό όταν το ΔΔ επιλαμβάνεται διαφορών της Λιβύης, του Τσαντ, της Μπουργκίνα Φάσο, του Μάλι, της Νικαράγουα, της Ονδούρας, του Κονγκό, της Μποτσουάνα, της Ινδονησίας, της Μαλαισίας αλλά και της Γερμανίας, των ΗΠΑ, της Ρωσίας κι άλλων χωρών από όλα τα σημεία του ορίζοντα, επιβεβαιώνοντας την οικουμενικότητα της δικαιοδοσίας του και κυρίως της αποστολής του για επίλυση διαφορών, για προαγωγή του διεθνούς δικαίου.

ΚΡΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΡΟΣΦΑΤΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ