Ήρθε η ώρα να στηριχθεί η Συριακή Εθνική Συμμαχία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ήρθε η ώρα να στηριχθεί η Συριακή Εθνική Συμμαχία

Όπλα για την ειρήνη…

Η σύγκρουση στην Συρία κρατάει ήδη σχεδόν δύο χρόνια. Περισσότεροι από 40.000 Σύριοι έχουν χάσει τη ζωή τους, περίπου μισό εκατομμύριο εκτιμάται ότι έχουν εγκαταλείψει τη χώρα και η βία δεν δείχνει να υποχωρεί. Πρόσφατα, οι επαναστατικές δυνάμεις φαίνεται να έχουν αποκτήσει το πάνω χέρι στη σύγκρουση και έχουν άμεσο έλεγχο περίπου στο 40% της χώρας. Έχουν φέρει τη μάχη μέχρι «την πόρτα» του προέδρου της Συρίας Μπασάρ αλ-Άσσαντ, μερικές φορές κλείνοντας το αεροδρόμιο της Δαμασκού. Αλλά ο Άσσαντ παραμένει στην εξουσία και αντέδρασε στις ενέργειες των ανταρτών με το να γίνεται σταθερά πιο βίαιος και, μάλιστα, πρόσφατα εκτοξεύοντας βαλλιστικούς πυραύλους, τύπου Σκουντ, εναντίον των αντιπάλων του.

Οι αυθεντικοί διαμαρτυρόμενοι κατά του Άσσαντ, οι οποίοι ήταν σε μεγάλο βαθμό ειρηνικοί και συγκρατούνταν από το να ζητούν την ανατροπή του καθεστώτος, βρέθηκαν στο περιθώριο πολύ καιρό πριν από την κλιμάκωση του πολέμου. Το Ιράν και η Χεζμπολάχ έχουν δώσει όπλα στον συριακό στρατό και δωρητές από την Σαουδική Αραβία και τον Κόλπο στέλνουν σταθερά προμήθειες πυρομαχικών - ως επί το πλείστον μικρά όπλα - στην αντιπολίτευση. Η υποστήριξη αυτή έχει φτάσει κυρίως στις πιο ακραίες ομάδες, με τις οποίες οι δωρητές είναι περισσότερο ευθυγραμμισμένοι ιδεολογικά και πολιτικά [1]. Την περασμένη εβδομάδα, μια τέτοια ομάδα, η Τζαμπχάτ αλ Νούσρα που συνδέεται με την αλ Κάιντα, φέρεται να ήταν σε θέση να καταλάβει το κέντρο διοίκησης του 111ου συντάγματος του συριακού στρατού. Η κίνηση αυτή ήταν ένα πλήγμα για το καθεστώς Άσσαντ, αλλά επίσης και μια ένδειξη του βαθμού στον οποίο οι πιο μετριοπαθείς αντάρτες της Συρίας έχουν επισκιαστεί από τις εντυπωσιακές επιτυχίες των πιο ριζοσπαστικών ομάδων. Σήμερα, οι μετριοπαθείς είναι οι μόνες δυνάμεις της χώρας, που δεν διαθέτουν μια σταθερή ροή ξένων όπλων. Η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν αρνηθεί να στείλουν όπλα απ’ ευθείας στους μαχητές. Φοβούμενοι την απόλυτη απαξίωση, οι μετριοπαθείς ομάδες έχουν επανειλημμένα καλέσει τη Δύση [2] να τους παράσχει τα όπλα που χρειάζονται για να ανατρέψουν τον Άσσαντ.

Για διάφορους σημαντικούς λόγους, αυτοί που λαμβάνουν τις αποφάσεις στην Δύση έχουν απορρίψει κάθε ιδέα πλήρους εξοπλισμού της συριακής αντιπολίτευσης. Πρώτον, το φάσμα των ομάδων της αντιπολίτευσης στη Συρία φαινόταν πολύ διασπασμένο και οι ιδεολογικοί προσανατολισμοί του πάρα πολύ θολοί ώστε να αξίζουν υποστήριξη. Δεύτερον, οι πολιτικοί ανησυχούν ότι η στήριξη σε μία πλευρά της συριακής σύγκρουσης θα επιδεινώσει τη βία, που εδώ και μήνες ήταν σχετικά συγκρατημένη. Πολλοί φοβούνται ότι εξοπλίζοντας τις ομάδες της αντιπολίτευσης, θα κλείσει ουσιαστικά η πόρτα για διαπραγματεύσεις με το καθεστώς. Τρίτον, τα επακόλουθα της επέμβασης στη Λιβύη, από την επίθεση στο προξενείο των ΗΠΑ στη Βεγγάζη έως την διάχυτη ανομία και διαφθορά [3], ήταν αφυπνιστικές υπενθυμίσεις των προκλήσεων που θα μπορούσαν να ακολουθήσουν το τέλος των εχθροπραξιών. Παρά το γεγονός ότι οι Λίβυοι αντάρτες κατάφεραν να ανατρέψουν το καθεστώς Καντάφι, ήταν λιγότερο επιτυχείς στον έλεγχο - ή απρόθυμοι να ελέγξουν - την διασπορά των όπλων μετά τη νίκη τους.

Αυτή η επιχειρηματολογία παραμένει κάπως καταναγκαστική. Και αναμφισβήτητα, δεν υπάρχει εύκολος τρόπος να ξεφύγει κανείς από το γεγονός ότι η παράδοση όπλων στις δυνάμεις της αντιπολίτευσης συμβαδίζει με την απώλεια του άμεσου ελέγχου του στρατιωτικού υλικού. Αλλά τα γεγονότα στην χώρα ολοένα και ξεπερνούν τα επιχειρήματα ενάντια στην υποστήριξη των δυνάμεων κατά του Άσσαντ και η πιθανότητα εξοπλισμού των ανταρτών γίνεται ισχυρότερη από μήνα σε μήνα.

Οι επικριτές μιας πιο ενεργούς υποστήριξης στην αντιπολίτευση κατήγγειλαν εδώ και καιρό την έλλειψη ενός συνεκτικού αντιπολιτευτικού σώματος που θα μπορούσε να συνενώσει τους διάφορους πολιτικούς και στρατιωτικούς αντιπάλους του καθεστώτος. Αλλά τώρα, η νεοσύστατη Συριακή Εθνική Συμμαχία των Επαναστατικών και Αντιπολιτευτικών Δυνάμεων, η οποία ιδρύθηκε με την βοήθεια των ΗΠΑ το Νοέμβριο στο Κατάρ, έχει κάνει ακριβώς αυτό. Επιπλέον, σε μια συνάντηση στο Μαρακές στις αρχές του περασμένου μήνα, οι Φίλοι της Συρίας - μια ομάδα με πάνω από 90 χώρες, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών - αναγνώρισαν την Εθνική Συμμαχία ως την νόμιμη κυβέρνηση της Συρίας. Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα χαιρέτισε την Εθνική Συμμαχία ως «το νόμιμο εκπρόσωπο του λαού της Συρίας σε αντίθεση με το καθεστώς Άσσαντ».

Η Εθνική Συμμαχία έτσι, αντικατέστησε πλήρως τον απογοητευτικό και αναποτελεσματικό προκάτοχό της, το Συριακό Εθνικό Συμβούλιο, αν και ένας σημαντικός αριθμός εκπροσώπων από το Συμβούλιο θα συνεχίσουν να υπηρετούν στον νέο συνασπισμό. Οι δυνάμεις της αντιπολίτευσης επίσης, φαίνεται να έχουν σημειώσει κάποια πρόοδο προς την ενοποίηση των χιλιάδων ενόπλων ομάδων που αντιμετωπίζουν τον Άσσαντ. Την περασμένη εβδομάδα, στην Αττάλεια της Τουρκίας, 500 αντιπρόσωποι από διάφορες συριακές ένοπλες ομάδες δημιούργησαν το Ανώτατο Στρατιωτικό Συμβούλιο, ένα εκλεγμένο σώμα 30 εκπροσώπων από τις τάξεις τους. Η σχέση μεταξύ της Εθνικής Συμμαχίας και του Ανώτατου Στρατιωτικού Συμβουλίου εξακολουθεί να εξελίσσεται και το συμβούλιο αντιμετωπίζει δυσκολίες στο να κερδίσει την πλήρη αποδοχή από τις μετριοπαθείς δυνάμεις. Αλλά το γεγονός ότι υπάρχει μια ομάδα «ομπρέλα» της αντιπολίτευσης πλέον αναγνωρίζεται στο εξωτερικό και αλλάζει τις παραμέτρους της σύγκρουσης.

Ο εξοπλισμός και η χρηματοδότηση της Εθνικής Συμμαχίας θα μπορούσε να ενισχύσει τις πιο μετριοπαθείς δυνάμεις της αντιπολίτευσης στη Συρία. Οι εκεί παρατηρητές, έχουν επανειλημμένα αναφέρει ότι οι αρχικά μέτριοι μαχητές της αντιπολίτευσης αγκαλιάζουν όλο και περισσότερο την ισλαμική ρητορική, δηλώνοντας ότι μπορούν να «στηρίζονται μόνο στον Αλλάχ». Αυτό θεωρείται ότι είναι μια άμεση απάντηση στη Δυτική παθητικότητα. Οι ριζοσπαστικές ομάδες της αντιπολίτευσης προσελκύουν τους υποστηρικτές όχι απαραίτητα λόγω της ιδεολογίας τους, αλλά λόγω του μεγέθους του οπλισμού τους. Έτσι, η Δυτική υποστήριξη θα μπορούσε να προσελκύσει μαχητές στην Εθνική Συμμαχία και ως εκ τούτου να αυξηθεί σημαντικά η Δυτική επιρροή στις αποφάσεις τους. Χωρίς αυτό, όμως, οι ριζοσπαστικές ομάδες είναι σε θέση να καθορίσουν την ανάπτυξη μιας μετα-Άσσαντ Συρίας - εις βάρος των συμφερόντων της ίδιας της Συρίας και της Δύσης.

Μερικοί θα εξακολουθούν να αμφισβητούν το κατά πόσο η ενίσχυση της Εθνικής Συμμαχίας θα φουντώσει τη σύγκρουση και θα κλείσει τις πόρτες στο διάλογο μεταξύ του Άσσαντ και των ανταρτών. Μια δόση πολιτικού ρεαλισμού είναι απαραίτητη. Η παροχή όπλων σε ζώνες συγκρούσεων μπορεί να φαίνεται ένας αντιφατικός τρόπος για την αποκατάσταση της ειρήνης. Ωστόσο, ακόμη και στους πιο ένθερμους επικριτές της παρέμβασης θα πρέπει να είναι δύσκολο να αρνηθούν ότι η σύγκρουση έχει πλήρως εκφυλιστεί σε έναν ολομέτωπο πόλεμο. Σε αυτό το σημείο, η δυτική υποστήριξη στους μετριοπαθείς δεν μπορεί να στιγματιστεί με το σκεπτικό ότι θα πυροδοτήσει περαιτέρω μια σύγκρουση που έχει ήδη πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Αντίθετα, θα πρέπει να θεωρηθεί ως μια αναμενόμενη από καιρό απόφαση για την εξασφάλιση συμβολικής αναγνώρισης με πραγματική υποστήριξη. Ομοίως, αν και είναι προτιμότερη μιας πολιτική διαπραγμάτευση για τον τερματισμό μιας οποιασδήποτε σύγκρουσης, οι προοπτικές να συμβεί στη Συρία σήμερα κάτι τέτοιο φαίνονται απομακρυσμένες. Οι δυτικές δυνάμεις ενθάρρυναν τον Άσσαντ να διαπραγματευτεί μια πολιτική λύση για μήνες, κατά την έναρξη της σύγκρουσης, η οποία κατ' επανάληψη έπεσε στο κενό. Αποφάσισε, αντ' αυτού, να θάψει τον συμβιβασμό κάτω από δεκάδες νεκρούς αμάχους.

Η υποστήριξη των δυτικών ψιθύρων έγκρισης με συγκεκριμένη στήριξη στους μετριοπαθείς θα ενισχύσει επίσης τις προοπτικές για έναν ταχύτερο τερματισμό των εχθροπραξιών. Στην συνεδρίαση των Φίλων της Συρίας τον περασμένο μήνα, ο Ριάντ Σε ΐ φ, ηγετικό στέλεχος της αντιπολίτευσης, δήλωσε ότι με την υποστήριξη των Δυτικών, η αντιπολίτευση θα μπορούσε να «τελειώσει τη μάχη μέσα σε λίγες εβδομάδες». Αν και η εκτίμηση του είναι μάλλον υπερβολικά αισιόδοξη, τα δυτικά όπλα θα μπορούσαν κάλλιστα να ανατρέψουν την ισορροπία. Και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μια επιταχυνόμενη νίκη της αντιπολίτευσης δεν θα ανακουφίσει μόνο την τρομακτική ανθρωπιστική κρίση στη Συρία, αλλά θα συμβάλει και στην πρόληψη περαιτέρω εσωτερικής αποσύνθεσης που προκύπτει από έναν παρατεταμένο πόλεμο φθοράς.

Υπάρχει μια πραγματική πιθανότητα ότι η συμμαχία δεν θα είναι σε θέση να επιβάλει την ειρήνη όταν ο πόλεμος τελειώσει. Αλλά έχει πλέον περισσότερες πιθανότητες να το κάνει αν διαθέτει την διεθνή υποστήριξη και εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρωπαϊκή Ένωση σχεδιάσουν τη συμμετοχή τους πολύ προσεκτικά. Μετά τη λήψη της απόφασης για την αναγνώριση της Εθνικής Συμμαχίας, οι Ηνωμένες Πολιτείες υποσχέθηκαν [4] να προσπαθήσουν «να δημιουργήσουν ένα πανεθνικό δίκτυο εθνοτικών και θρησκευτικών διαφορετικών πολιτικών ακτιβιστών, το οποίο θα συμβάλει στην προώθηση της ενότητας μεταξύ του συριακού λαού και θα επιταχύνει τη δημοκρατική μετάβαση της χώρας». Αυτό είναι σίγουρα ένας αξιέπαινος στόχος, αλλά υπό το φως των μαχών που μαίνονται, είναι απίθανο να είναι επαρκής. Η πρόσφατη πρωτοβουλία του Βρετανού πρωθυπουργού Ντέιβιντ Κάμερον να ασκήσει πιέσεις για την τροποποίηση του συνολικού εμπάργκο των όπλων στη Συρία είναι ένα πιο ουσιαστικό βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση. Αν και δεν είναι σαφές εάν η πρότασή του θα κερδίσει ευρεία υποστήριξη, οι Ευρωπαίοι υπουργοί Εξωτερικών συμφώνησαν να συζητήσουν την πρότασή του σε μια επερχόμενη συνάντηση στις 31 Ιανουαρίου.

Είναι πλέον καιρός για τις δυτικές δυνάμεις να επανεξετάσουν την απροθυμία τους να συμμετέχουν πιο άμεσα στη Συρία. Αν και η στρατιωτική βοήθεια προς την Εθνική Συμμαχία θα πρέπει να είναι στην κορυφή της ατζέντας της Δύσης, η Δύση θα πρέπει επίσης να προσπαθήσει και να συγχρονίσει τη ροή διεθνών κεφαλαίων από τα αραβικά και τα δυτικά κράτη προς την Εθνική Συμμαχία. Βεβαίως, οι ροές όπλων από τους δωρητές της Σαουδικής Αραβίας και του Κατάρ προς τους πιο ριζοσπαστικούς αντάρτες αντανακλούν βαθιά ριζωμένες ιδεολογικές πεποιθήσεις. Ωστόσο, η πλειοψηφία των αραβικών κρατών είναι στην ίδια όχθη με τη Δύση, όταν πρόκειται για την ενίσχυση της Εθνικής Συμμαχίας. Το Συμβούλιο Συνεργασίας του Κόλπου ήταν μεταξύ των πρώτων διεθνών οργανισμών που αναγνώρισαν την Εθνική Συμμαχία. Τώρα, οι αραβικές κυβερνήσεις θα πρέπει να ενθαρρυνθούν να στηρίξουν την επίσημη αναγνώρισή τους στον οργανισμό, με προσπάθειες παρεμπόδισης των ιδιωτών δωρητών από το να ενισχύουν τις ριζοσπαστικές φατρίες.

Την ίδια στιγμή, οποιαδήποτε δυτική στήριξη θα πρέπει να δοθεί μόνο υπό όρους. Η Δύση πρέπει να ορίσει σαφή κριτήρια στην Εθνική Συμμαχία, συμπεριλαμβανομένου του να διευρύνει τη βάση στήριξής της στη Συρία, περιλαμβάνοντας μεγαλύτερο ποσοστό μειονοτήτων, όπως Δρούζων, Κούρδων, χριστιανών και κυρίως αλεβιτών διαφωνούντων. Παρότι το να συμπεριληφθούν και οι αλεβίτες θα αποδειχθεί σίγουρα η μεγαλύτερη πρόκληση, αυτό δεν είναι καθόλου αδύνατο. Η δυτική στήριξη θα πρέπει επίσης να εξαρτάται από το κατά πόσον η Συμμαχία θα τηρεί έναν κώδικα δεοντολογίας πολύ αυστηρότερο από εκείνον του σημερινού καθεστώτος. Εδώ, λαμβάνοντας υπόψη τη θλιβερή τύχη του προηγούμενου συνασπισμού, δηλαδή του Συριακού Εθνικού Συμβουλίου, τούτο καθίσταται ζωτικής σημασίας. Το Συμβούλιο δεν έλαβε ποτέ πλήρη αναγνώριση ή ουσιαστική υποστήριξη από το εξωτερικό και ως εκ τούτου είχε δυσκολίες στην ανάπτυξη της βάσης στήριξής του στη Συρία. Ομοίως, χωρίς μια αλλαγή πορείας από τη Δύση, η Εθνική Συμμαχία μπορεί κάλλιστα να χάσει την πολιτική δυναμική της.

Η χρηματοδότηση και ο εξοπλισμός της Εθνικής Συμμαχίας περιλαμβάνει πολύ γνωστούς κινδύνους στη Συρία. Ωστόσο, υπάρχουν επίσης διεθνείς παγίδες. Πιο συγκεκριμένα, η ανοιχτή στρατιωτική υποστήριξη στην Εθνική Συμμαχία θα οδηγήσει σε έντονη αντίδραση από τη Ρωσία. Ο Σεργκέι Λαβρόφ, ο Ρώσος υπουργός εξωτερικών, έχει ήδη κριτικάρει σφοδρά την επίσημη αναγνώριση της Εθνικής Συμμαχίας από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ακόμα κι έτσι, υπάρχει κάποια πιθανότητα να βρεθεί κοινό έδαφος με τη Ρωσία. Είναι πιθανό η Δύση να μπορεί να εξασφαλίσει μια σιωπηρή (αν όχι ρητή) αλλαγή της στάσης της Μόσχας, διασφαλίζοντας ότι τα ζωτικά συμφέροντα της Ρωσίας στη Συρία - για παράδειγμα, η στρατηγικής σημασίας ρωσική ναυτική βάση στην Ταρτούς - θα προστατευτούν.

Οι επιλογές στη Συρία απέχουν πολύ από το ιδανικό και οι μελλοντικές εξελίξεις είναι δύσκολο να προβλεφθούν. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη τα γεγονότα επί του εδάφους και την έλλειψη έτοιμης λύσης, η παροχή περισσότερης στρατιωτικής και οικονομικής υποστήριξης προς την Εθνική Συμμαχία μπορεί να είναι η καλύτερη από τις επιλογές, πολλές από τις οποίες είναι λιγότερο επιθυμητές. Σε αντίθεση με την έννοια μιας δυτικού τύπου στρατιωτικής επέμβασης, η οποία παραμένει μη δημοφιλής τόσο στη Δύση όσο και εντός της συριακής αντιπολίτευσης, μια τέτοια πολιτική θα μπορούσε να επιτευχθεί με ενθουσιασμό από τη συντριπτική πλειοψηφία των μετριοπαθών αντιπολιτευτικών δυνάμεων. Παρά το γεγονός ότι δεν θα τερματίσει την τραγωδία της Συρίας από τη μια στιγμή στην άλλη, κάτι τέτοιο θα επιτάχυνε σίγουρα το τέλος του καθεστώτος του Άσσαντ - μια απαραίτητη προϋπόθεση για να αρχίσει ένα νέο κεφάλαιο στη Συρία.

Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα Αγγλικά: http://www.foreignaffairs.com/articles/138509/michael-broening/time-to-b...

Συνδέσεις:
[1] http://nyti.ms/SV91r9
[2] http://reut.rs/Uz4pFW
[3] http://fam.ag/PP0epS
[4] http://1.usa.gov/UscauS

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στη διεύθυνση www.twitter.com/#!/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στη διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr