Τι πραγματικά συνέβη στο Βιετνάμ | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Τι πραγματικά συνέβη στο Βιετνάμ

Οι Βόρειοι, οι Νότιοι και η αμερικανική ήττα
Περίληψη: 

Μια πρωτότυπη εξιστόρηση του πολέμου του Βιετνάμ αποκαλύπτει πως η κυβέρνηση των Βορείων υπήρξε πολύ πιο διχασμένη και αποκαρδιωμένη σε σχέση με ό,τι είναι γενικά παραδεκτό. Εντούτοις, παραμένει γεγονός ότι οι πιθανότητες επιτυχίας για τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους στον Νότο ήταν πάντοτε πολύ μικρές.

Ο FREDRIK LOGEVALL είναι καθηγητής Διεθνών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Cornell και συγγραφέας του βιβλίου Embers of War: The Fall of an Empire and the Making of America’s Vietnam.

Με την ομιλία του στο Μνημείο των Βετεράνων του Βιετνάμ, ο Αμερικανός πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα σφράγισε την πρόσφατη επέτειο για τα 50 χρόνια από την έναρξη του πολέμου του Βιετνάμ. «Ακόμη και σήμερα», είπε, «οι ιστορικοί δεν έχουν συμφωνήσει ως προς το πότε ακριβώς άρχισε ο πόλεμος. Ωστόσο, αν μια χρονιά ... υπήρξε χαρακτηριστική της διαφοροποίησης στην εμπλοκή μας, αυτή ήταν το 1962». Πρόκειται για αμφιλεγόμενη επιλογή. Οι ΗΠΑ είχαν ήδη αναμιχθεί ενεργά στην καταπολέμηση της κομμουνιστικής εξέγερσης στο Νότιο Βιετνάμ στα τέλη της δεκαετίας του ’50 και ακόμη νωρίτερα είχαν υποστηρίξει με εφόδια και χρηματοδότηση την καταδικασμένη σε βέβαιη αποτυχία επιχείρηση των Γάλλων κατά των επαναστατικών δυνάμεων του Χο Τσι Μινχ. Συνήθως οι ιστορικοί χρονολογούν την έναρξη του Β΄ πολέμου της Ινδοκίνας (αυτό που οι Βιετναμέζοι αποκαλούν «Αμερικανικό Πόλεμο») το 1959 ή το 1960.

Παρά ταύτα, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η στρατιωτική εμπλοκή της Ουάσιγκτον αυξήθηκε αισθητά το 1962, όταν τεράστιος αριθμός αμερικανικών όπλων, μαχητικών αεροπλάνων, ελικοπτέρων και τεθωρακισμένων οχημάτων μεταφοράς προσωπικού, κατέφθασαν στο Νότιο Βιετνάμ μαζί με χιλιάδες επιπλέον στρατιωτικούς συμβούλους. Εκείνη τη χρονιά ήταν που το Πεντάγωνο δημιούργησε τη Διοίκηση Στρατιωτικής Βοήθειας, τη βιετναμέζικη MACV και τοποθέτησε ως επικεφαλής έναν στρατηγό τριών αστέρων, τον Πολ Χάρκινς.
Οι δημοσιογράφοι της εποχής αντιλήφθηκαν τι συνέβαινε. Με τη φράση «οι ΗΠΑ εμπλέκονται στον πόλεμο του Βιετνάμ» ξεκινούσε το πρωτοσέλιδο άρθρο των New York Times τον Φεβρουάριο. Ο έγκριτος στρατιωτικός ανταποκριτής Χόμερ Μπίγκαρτ υπογράμμιζε την «ολόθερμη και αδιάλλακτη» υποστήριξη της Ουάσιγκτον προς τον πρόεδρο του Νοτίου Βιετνάμ, Νγκο Ντιν Ντιέμ και προέβλεπε ότι οι ΗΠΑ είχαν «μάλλον δεσμευθεί άρρηκτα σε έναν μακρύ και ατελέσφορο πόλεμο». Ο δημοσιογράφος επικαλέστηκε, μάλιστα, τον Αμερικανό γενικό εισαγγελέα Ρόμπερτ Κένεντι, ο οποίος σε επίσκεψή του στη Σαϊγκόν τον ίδιο μήνα είχε υποσχεθεί ότι η χώρα του θα παρέμενε στο πλευρό του Ντιέμ «μέχρι την τελική νίκη».

Αυτή η νίκη δεν ήρθε ποτέ. Αν και πάνω από μισό εκατομμύριο Αμερικανοί στρατιώτες εστάλησαν στο Βιετνάμ από τον πρόεδρο Λίντον Τζόνσον και πάνω από οκτώ εκατομμύρια τόνοι βόμβες της αμερικανικής πολεμικής αεροπορίας έπληξαν το Βιετνάμ, το Λάος και την Καμπότζη από το 1962 ως το 1973, η Ουάσιγκτον δεν πέτυχε τον βασικό της στόχο, που ήταν να διατηρήσει επ’ αόριστον ένα ανεξάρτητο μη κομμουνιστικό καθεστώς στο Νότιο Βιετνάμ. Τον Ιανουάριο του 1973, διαπραγματευτές από τις ΗΠΑ και το Βόρειο Βιετνάμ υπέγραψαν στο Παρίσι συμφωνία για την κατάπαυση του πυρός. Δύο μήνες αργότερα, τα τελευταία αμερικανικά στρατεύματα εγκατέλειπαν το Νότιο Βιετνάμ. Πολύ σύντομα, τόσο οι Βόρειοι όσο και οι Νότιοι παραβίασαν τη συμφωνία και ξανάρχισε ο πόλεμος σε ευρεία κλίμακα. Στις 29 Απριλίου του 1975 κατέρρευσε η κυβέρνηση του Νοτίου Βιετνάμ και η χώρα ενοποιήθηκε εκ νέου, υπό κομμουνιστική διακυβέρνηση, με έδρα το Ανόι. Μέχρι τη λήξη των εχθροπραξιών, είχαν χαθεί οι ζωές τριών έως τεσσάρων εκατομμυρίων Βιετναμέζων, εκατοντάδων χιλιάδων κατοίκων της Καμπότζης και του Λάος και άνω των 58.000 Αμερικανών. Σήμερα, ένα πρωτότυπο, καινούργιο βιβλίο της ιστορικού Λιεν-Χανγκ Νγκουγιέν, με τίτλο «Ο Πόλεμος του Ανόι», φωτίζει τη διαδικασία λήψης των αποφάσεων πίσω από την αδυσώπητη αντίσταση των Βορείων, δίνοντας στους αναγνώστες να καταλάβουν γιατί ο αγώνας κράτησε τόσο πολύ και γιατί τόσοι άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους.

ΞΕΚΑΘΑΡΙΣΜΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ

Εδώ και πάνω από τέσσερις δεκαετίες, επιστήμονες, δημοσιογράφοι και απομνημονευματογράφοι, επιχείρησαν να ερμηνεύσουν αυτόν τον Β΄ Πόλεμο της Ινδοκίνας: τις απαρχές του, την κλιμάκωσή του, τη μακρά διάρκειά του και την έκβασή του. Οι αμερικανοκεντρικές αφηγήσεις, γραμμένες από Αμερικανούς συγγραφείς, κυριάρχησαν στη σχετική φιλολογία. Πολύ προτού ανοίξουν τα αμερικανικά αρχεία, οι ιστορίες αυτές κατέληξαν σε μια πλατιά, ορθόδοξη άποψη των αιτίων της ήττας, που συμφωνούσαν στα εξής σημεία: πρώτον, η αμερικανική εμπλοκή υπήρξε προϊόν της άγνοιας σχετικά με το Βιετνάμ και μιας εσφαλμένης πίστης στην αποτελεσματικότητα του αμερικανικού στρατού, δεύτερον, οι διαδοχικές κυβερνήσεις του Νοτίου Βιετνάμ μετά το 1954 ήταν αυταρχικές και αντιδημοφιλείς, τρίτον, η Ουάσιγκτον διέπραξε ακολούθως το ολέθριο σφάλμα να εμπλακεί σε έναν εμφύλιο πόλεμο μεταξύ Βιετναμέζων, με την αντίπαλη πλευρά να φορά τον μανδύα της εθνικιστικής νομιμότητας. Αν και ο αμερικανικός στρατός πολέμησε γενναία, ο πόλεμος αυτός δεν θα μπορούσε να έχει νικηφόρο έκβαση για τον απλό λόγο ότι δεν ήταν ποτέ δυνατόν να λήξει με στρατιωτική λύση. Ο πόλεμος αυτός θα έπρεπε να κερδηθεί σε πολιτικό επίπεδο ή να μην κερδηθεί καθόλου.

Στο βιβλίο που εξέδωσε το 1972 με τίτλο «Οι Καλύτεροι και οι Εξυπνότεροι», και το οποίο άσκησε τεράστια επιρροή, ο Ντέιβιντ Χάλμπερσταμ κατέδειξε το πώς η ύβρις και η πεποίθηση ότι η νίκη ήταν αναπόφευκτη, ώθησε τους Αμερικανούς ηγέτες, βήμα-βήμα, στο «τέλμα» του Βιετνάμ. Κάπως έτσι, η Φράνσις Φιτζέραλντ, που την ίδια χρονιά εξέδωσε το βιβλίο της «Φωτιά στη Λίμνη» και κέρδισε το βραβείο Πούλιτζερ, υποστήριξε ότι εντελώς απερίσκεπτα οι Αμερικανοί εισέβαλαν στην ιστορία ενός άλλου λαού, με το πλαίσιο της οποίας η στρατιωτική ισχύς των ΗΠΑ ήταν απολύτως άσχετη. Για τους Χάλμπερσταμ και Φιτζέραλντ, είναι λάθος κάθε συζήτηση για εναλλακτική, πιθανόν αποτελεσματικότερη αμερικανική στρατηγική. Και οι δύο συμφωνούν πως δεν υπήρχε καλύτερη επιλογή.