Ποια είναι η ελληνική κεντροαριστερά | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ποια είναι η ελληνική κεντροαριστερά

Ιδεολογικές προβολές κατανόησης της κρίσης και προτάσεις υπέρβασής της

• Η κεντροαριστερά πιστεύει πως η ανάπτυξη της οικονομίας θα έρθει από τις πρωτογενείς επενδύσεις, ιδιωτικές και δημόσιες και όχι από την εκποίηση των παραγωγικών επιχειρήσεων της χώρας. Είναι υπέρ της δημόσιας παραγωγής αγαθών αλλά και αρωγός σε κάθε ιδιωτική πρωτοβουλία που μπορεί να οδηγήσει υπό τους ίδιους όρους σε πιο ανταγωνιστικά προϊόντα και υπηρεσίες. Και, φυσικά, δεν αποδέχεται τις ανιστορικές διαπιστώσεις περί πανάκειας της ιδιωτικής οικονομίας. Η κεντροαριστερά δεν φοβάται τις δημόσιες τράπεζες ή τις δημόσιες επιχειρήσεις. Άρα, στο θέμα των ιδιωτικοποιήσεων η κεντροαριστερά δεν ρωτάει εάν της αρέσει ο συνδικαλισμός της ΔΕΗ, αλλά εάν η ιδιωτικοποίηση αυτής της δημόσιας εταιρείας θα οδηγήσει σε φτηνότερο ρεύμα, βιώσιμη παραγωγή, επενδύσεις, νέες θέσεις εργασίας, καλύτερους μισθούς για το προσωπικό. Διότι, εάν πρόκειται για ιδιωτικοποιήσεις όπως τα Ναυπηγεία ή το Αεροδρόμιο των Αθηνών, που οφείλει εκατοντάδες εκατομμύρια σε φόρους στο ελληνικό δημόσιο και διώχνει εναέρια κίνηση προς άλλες χώρες και ειδικά προς την Τουρκία, με την τιμολογιακή πολιτική των μετόχων του, τότε η κεντροαριστερά διακρίνει πως η ιδιωτική πρωτοβουλία υποβαθμίζει την κοινωνική ευημερία, που πρέπει να είναι πάντα το ζητούμενο των προοδευτικών (ακόμα και των λαϊκών συντηρητικών) πολιτικών. Ακόμα χειρότερα είναι τα αποτελέσματα από την πώληση του ΟΤΕ, όπου η τελευταία μεταβίβαση μετοχών έναντι 350 εκατ. ευρώ σήμανε ισόποσες μειώσεις στους μισθούς των εργαζομένων. Επιπλέον, το προσωπικό βαίνει διαρκώς μειούμενο, χωρίς νέες επενδύσεις ούτε υφίστανται μειώσεις στις τιμές των προσφερόμενων υπηρεσιών. Η κεντροαριστερά είναι, λοιπόν, η υπεύθυνη δύναμη που δεν λέει αβασάνιστα ναι ή όχι στις ιδιωτικές επενδύσεις ούτε συνδέει την απάντησή της με επιφαινόμενα όπως ο κακός συνδικαλισμός. Απαντάει επί της ουσίας και με γνώμονα το συμφέρον του ελληνικού λαού, που φορολογείται επί δεκαετίες για να υπάρχει μια βασική παραγωγική υποδομή για την πρόοδο της χώρας. Αναγνωρίζει, επίσης, ότι οι ιδιωτικοποιήσεις, όπου δεν έχουν γίνει με σχέδιο και απόλυτο έλεγχο, έχουν φέρει φτώχεια και οικονομική καταστροφή, ειδικά όσον αφορά τις de facto μονοπωλιακές δημόσιες επιχειρήσεις, όπως οι εταιρείες ύδρευσης. Οι ιδιωτικοποιήσεις σ’ αυτές τις οικονομικές δραστηριότητες, όπως έχουν αποδείξει και τα δεδομένα άλλων χωρών, οδηγούν σε υποβάθμιση υπηρεσιών και προϊόντων, σε αύξηση τιμών και μείωση επενδύσεων. Συνεπώς, η κεντροαριστερά δεν επιδιώκει την εκποίηση των δημοσίων επιχειρήσεων, ειδικά των de facto μονοπωλιακών, αλλά τις εξυγιαίνει από φαινόμενα διαφθοράς και κακώς εννοούμενου συνδικαλισμού και τις αξιοποιεί ως όχημα για την ανάπτυξη. Το ίδιο δεν ισχύει για τα δημόσια ακίνητα που δεν έχουν αφ’ εαυτά καμία παραγωγική ιδιότητα και συνεπώς κάθε επένδυση σε αυτά, ειδικά στην Ελλάδα που το μεγαλύτερο μέρος της δημόσιας ακίνητης περιουσίας είναι καταπατημένο ή λαθρο-αξιοποιείται (όπως με τις σχολάζουσες κληρονομιές), μπορεί να θεωρείται πρωτογενής επένδυση και να αξιολογείται θετικά. Η κεντροαριστερά επιδιώκει, λοιπόν, τις πρωτογενείς επενδύσεις και όχι την εκποίηση της δημόσιας περιουσίας σε τιμή ευκαιρίας. Ειδικά όταν τα έσοδα από αυτές τις ιδιωτικοποιήσεις πηγαίνουν για την απομείωση του χρέους το οποίο μπορεί στο άμεσο μέλλον να διαγραφεί στο σύνολό του, οι όποιες ιδιωτικοποιήσεις σήμερα δεν συνιστούν υγιείς πολιτικές αποφάσεις. Στο θέμα των εσόδων από την αξιοποίηση των δημοσίων ακινήτων, αυτά μπορούν να αποδοθούν στα ασφαλιστικά ταμεία ως μερικό αντιστάθμισμα στην απομείωση των εσόδων και της περιουσίας τους από το αναγκαστικό «κούρεμα» που υπέστησαν τα ομόλογα ελληνικού δημοσίου που διακρατούσαν. Η κεντροαριστερά διαβλέπει τον υψηλό ρόλο ορισμένων δημοσίων επιχειρήσεων στο άμεσο μέλλον, όπως η ΔΕΠΑ που θα έχει τεράστια οικονομική και στρατηγική σημασία, εφόσον επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις για ύπαρξη μεγάλων αποθεμάτων φυσικού αερίου εντός της Ελληνικής ΑΟΖ. Συνεπώς, το κράτος οφείλει να κρατήσει στην κυριότητά του αυτήν την χρυσοφόρα επιχείρηση, η οποία είναι επιπροσθέτως και τεράστιας στρατηγικής σημασίας.

• Η κεντροαριστερά αποτρέπει τον κοινωνικό αυτοματισμό στον οποίο μας οδηγούν οι συντηρητικές δυνάμεις, καθώς υποστηρίζει ότι τα κοινωνικά δικαιώματα δεν είναι μεταξύ τους ανταγωνιστικά και σε κάθε περίπτωση προτρέπει προς την ανοχή και την κατανόηση. Εξηγεί, λοιπόν, στους πολίτες και ανθίσταται απέναντι στις νεοφιλελεύθερες, αντινοησιαρχικές αντιλήψεις που θέλουν κράτος και ιδιωτικό τομέα να είναι ανταγωνιστικοί και η ευημερία του ενός να προϋποθέτει την αποδυνάμωση του άλλου. Αποδέχεται, επίσης, ότι η μισθωτή εργασία στον ιδιωτικό ή δημόσιο τομέα είναι ένα εμπόρευμα διαφορετικό από τα άλλα και δεν μπορεί να υπόκειται στους «νόμους» της προσφοράς και της ζήτησης. Η εργασία υπόκειται στους νόμους της ελευθερίας και της Δημοκρατίας, έτσι όπως η δεύτερη διαμορφώνει τους κανόνες της με βάση τη γενική βούληση και όχι με τρόπο που είναι προσκολλημένος σε νεοφιλελεύθερους δογματισμούς περί απόλυτης ελευθερίας, ήτοι, εργοδοτικής ασυδοσίας. Άλλωστε, η αρνητική έννοια της ελευθερίας, η ασυδοσία, εξυπηρετεί μόνο τους ισχυρούς. Συνεπώς, η κεντροαριστερά επιθυμεί η τιμή της εργασίας να ρυθμίζεται μέσω συλλογικών συμβάσεων εργασίας και διαπραγματεύσεων των κοινωνικών εταίρων, γιατί αυτό επιτάσσει η κοινωνική δικαιοσύνη και η δημοκρατική βούληση σχεδόν του συνόλου της κοινωνίας, πέραν του ότι αποτελεί εθνικό και πλέον και κοινοτικό κεκτημένο. Η κοινωνία δεν είναι απλώς το άθροισμα της ελεύθερης βούλησης προσώπων που επικοινωνούν απροϋπόθετα μεταξύ τους. Η κοινωνία είναι το σύνολο των αξιακά διαμορφούμενων κοινωνικών σχέσεων.