Τα στάδια της Αραβικής Άνοιξης | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Τα στάδια της Αραβικής Άνοιξης

Μαθήματα δημοκρατικής μετάβασης από Γαλλία, Ιταλία και Γερμανία
Περίληψη: 

Είναι εύκολο να είναι κανείς απαισιόδοξος για την Αραβική Άνοιξη, δεδομένης της μετεπαναστατικής αναταραχής που βιώνει τώρα η Μέση Ανατολή. Αλλά οι επικριτές ξεχνούν ότι χρειάζεται χρόνος ώστε οι νέες δημοκρατίες να ξεπεράσουν το αυταρχικό παρελθόν τους. Όπως έχει δείξει η ιστορία των πολιτικών εξελίξεων σε άλλες περιπτώσεις, τα πράγματα είναι σε καλό δρόμο.

Η SHERI BERMAN είναι καθηγήτρια Πολιτικών Επιστημών στο Κολέγιο Barnard, στο πανεπιστήμιο Columbia.

Δύο χρόνια μετά το ξέσπασμα αυτού που έγινε γνωστό ως Αραβική Άνοιξη, η επιτυχία είναι ακόμα μακριά. Οι νεαρές δημοκρατίες της Βόρειας Αφρικής αγωνίζονται για να προχωρήσουν προς τα εμπρός ή ακόμη και να διατηρήσουν τον έλεγχο, η κυβερνητική καταστολή στον Περσικό Κόλπο και αλλού έχει εμποδίσει την απελευθέρωση, και η Συρία διολισθαίνει όλο και πιο βαθιά σε έναν άγριο εμφύλιο πόλεμο που απειλεί να πυροδοτήσει τη Μέση Ανατολή. Αντί για έναν εκτεταμένο ενθουσιασμό για τη δημοκρατία που τελικά έρχεται στην περιοχή, αντιλαμβάνεται κανείς διάχυτη απαισιοδοξία σχετικά με τα πολλά εμπόδια που υπάρχουν, φόβους για το τι θα συμβεί στη συνέχεια, ως και εμφανή νοσταλγία για την παλιά αυταρχική τάξη. Τον περασμένο Ιούνιο, όταν ο αιγυπτιακός στρατός κατήργησε το κοινοβούλιο και προσπάθησε να γυρίσει πίσω το ρολόι καρατομώντας την πολιτική προεδρία, ο επικεφαλής αρθρογράφος θεμάτων εξωτερικής πολιτικής της Wall Street Journal ευχόταν, «Ας ελπίσουμε ότι θα λειτουργήσει». (Δεν το έκανε.) Και η απόπειρα γραπώματος στην εξουσία από τον πρόεδρο της Αιγύπτου, Μοχάμεντ Μόρσι, τον Νοέμβριο, έκανε αυτή τη νοσταλγία κοινό τόπο.

Ο σκεπτικισμός είναι τόσο προβλέψιμος όσο είναι και λανθασμένος. Κάθε κύμα εκδημοκρατισμού κατά τον τελευταίο αιώνα - μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, κατά τη διάρκεια του λεγόμενου «τρίτου κύματος» στις τελευταίες δεκαετίες - έχει ακολουθηθεί από ένα αντίθετο ρεύμα που συνοδεύεται από εκτεταμένη αμφισβήτηση της βιωσιμότητας ή ακόμα και της σκοπιμότητας της δημοκρατικής διακυβέρνησης στις εν λόγω περιοχές. Μόλις η πολιτική πρόοδος επιβραδυνθεί, μια συντηρητική αντίδραση παρουσιάζεται καθώς οι επικριτές θρηνούν για την αναταραχή της νέας εποχής και κοιτάζουν πίσω μελαγχολικά στην υποτιθέμενη σταθερότητα και την ασφάλεια των αυταρχικών τον προκατόχων της. Θα ήλπιζε κανείς ότι πλέον οι άνθρωποι θα ήξεραν καλύτερα – ότι θα καταλάβαιναν πως έτσι ακριβώς μοιάζει η πολιτική εξέλιξη, έτσι έμοιαζε πάντα, στην Δύση όπως ακριβώς και στη Μέση Ανατολή, και ότι ο μόνος δρόμος προς τα εμπρός είναι να «βουτήξει» κανείς μπροστά και όχι να γυρίσει πίσω.

Το πρώτο λάθος που κάνουν οι επικριτές είναι να αντιμετωπίζουν τις νέες δημοκρατίες ως λευκές σελίδες, αγνοώντας το πόσο η δυναμική και η μοίρα τους είναι κληρονομική και όχι προϊόν επιλογής. Η αναστάτωση, η βία και η διαφθορά εκλαμβάνονται ως αποδείξεις της εγγενούς δυσλειτουργικότητας της ίδιας της δημοκρατίας, ή της ανωριμότητας ή του παραλογισμού ενός συγκεκριμένου πληθυσμού, παρά ως ένα σημάδι της παθολογίας της προηγούμενης δικτατορίας. Επειδή τα αυταρχικά καθεστώτα δεν έχουν λαϊκή νομιμοποίηση, συχνά χειραγωγούν και εμβαθύνουν τα κοινωνικά χάσματα, προκειμένου να διαιρέσουν πιθανούς αντιπάλους και να δημιουργήσουν υποστήριξη μεταξύ των ευνοημένων ομάδων. Έτσι, όταν προκύπτει ο εκδημοκρατισμός, μια καταπιεσμένη δυσπιστία και εχθρότητα συχνά εκρήγνυται. Και επειδή τα αυταρχικά καθεστώτα κυβερνούν με βάση μια εντολή και όχι την συναίνεση, καταστέλλουν τις διαφωνίες και μπλοκάρουν τη δημιουργία πολιτικών και κοινωνικών θεσμών που επιτρέπουν την τακτική, ειρηνική διάρθρωση και οργάνωση των λαϊκών αιτημάτων. Έτσι, οι πολίτες στις νέες δημοκρατίες συχνά εκφράζουν τα παράπονά τους με έναν ασταθή και ανοργάνωτο τρόπο, μέσα από μια σειρά από κόμματα που ζαλίζει, με ακραία ρητορική και συμπεριφορά και διαδηλώσεις, ακόμη και μάχες.

Όλες αυτές οι δυναμικές ήταν παρούσες στον απόηχο της Αραβικής Άνοιξης. Στην Αίγυπτο, για παράδειγμα, τα καθεστώτα του Ανουάρ αλ Σαντάτ και του Χόσνι Μουμπάρακ αρνήθηκαν να επιτρέψουν την ανάπτυξη πραγματικών πολιτικών κομμάτων ή πολλών ανεξάρτητων ενώσεων της κοινωνίας των πολιτών, πράγμα που εξηγεί γιατί ο ισλαμισμός είναι τόσο κυρίαρχη πολιτική δύναμη εκεί τώρα. Οι θρησκευτικές οργανώσεις ήταν τα μόνα φόρουμ στα οποία ο μέσος πολίτης μπορούσε να εκφραστεί ή να συμμετέχει ενεργά στη ζωή της κοινότητάς του και έτσι, όταν ο Μουμπάρακ έπεσε και προέκυψε η μετάβαση, μόνο οι ισλαμιστές είχαν έτοιμη την υποδομή για να κινητοποιήσουν τους υποστηρικτές τους αποτελεσματικά. Η υπανάπτυξη των άλλων οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών και των πολιτικών οργανώσεων, με τη σειρά της, σημαίνει ότι μόλις η δικτατορία αποσυντέθηκε, υπήρχαν λίγα όργανα ικανά να καθοδηγήσουν τις λαϊκές διαμαρτυρίες, και πολύ λιγότερο να ανταποκριθούν σε αυτές - γεγονός που εξηγεί την τρέχουσα έλλειψη ισχυρών μη-ισλαμικών πολιτικών κομμάτων και την τάση των Αιγυπτίων να κατεβαίνουν στους δρόμους για να εκφράσουν τις απαιτήσεις τους και την δυσαρέσκειά τους. Η κίνηση Μόρσι τον Νοέμβριο να αποφύγει τον δικαστικό έλεγχο των διαταγμάτων του, αντικατοπτρίζει μια ευρύτερη ισλαμική δυσπιστία προς τα αιγυπτιακά δικαστήρια, που οφείλεται εν μέρει στην απουσία αξιόπιστου κράτους δικαίου κατά τη διάρκεια της εποχής Μουμπάρακ, όπως ακριβώς και η αδυναμία των αντίθετων προς τον Μουμπάρακ δυνάμεων να συνεργαστούν σήμερα αντικατοπτρίζει την πολυδιασπασμένη, δηλητηριώδη ιστορία τους υπό τις προηγούμενες τυραννίες. Όπως ο Mekky Ahmed, ο υπουργός Δικαιοσύνης, δήλωσε για τη διαμάχη της δικαστικής αναθεώρησης, «εγώ κατηγορώ όλους τους Αιγύπτιους, επειδή δεν ξέρουν πώς να μιλήσουν ο ένας στον άλλο» - κάτι το οποίο ήταν ακριβώς ο στόχος του Μουμπάρακ.