Η άνοδος των αναμορφωτών της Κίνας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η άνοδος των αναμορφωτών της Κίνας

Αλλαγές στις οποίες μπορούμε να πιστέψουμε
Περίληψη: 

Οι περισσότεροι παρατηρητές είναι απαισιόδοξοι σχετικά με τις προοπτικές για σοβαρές οικονομικές μεταρρυθμίσεις στην Κίνα. Αλλά αγνοούν ένα κεντρικό δίδαγμα της πρόσφατης κινεζικής ιστορίας: η μεταρρύθμιση είναι δυνατή όταν ο σωστός συνδυασμός των συνθηκών εμφανίζεται την σωστή στιγμή. Και οι συγκεκριμένες συνθήκες που διευκόλυναν την τελευταία μεγάλη έκρηξη οικονομικών μεταρρυθμίσεων στην δεκαετία του 1990 ισχύουν σε μεγάλο βαθμό και σήμερα.

Ο Evan A. Feigenbaum είναι πρόεδρος του Δ.Σ. του Ινστιτούτου Paulson που εδρεύει στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο.
Ο Damien Ma είναι συνεργάτης του Ινστιτούτου Paulson στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο.

Με την πολιτική μετάβαση της Κίνας πλέον να έχει ολοκληρωθεί, η χώρα - και η παγκόσμια οικονομία - έχει μείνει με ένα πιεστικό ερώτημα: Έχει η νέα ομάδα στο Πεκίνο το όραμα και την πολιτική βούληση να αναβιώσει τις βραδυπορούσες αλλά καθοριστικής σημασίας μεταρρυθμίσεις; Λίγοι παρατηρητές είναι αισιόδοξοι για την απάντηση.

Μια ολοένα αυξανόμενη χορωδία απαισιόδοξων στην Κίνα και αλλού, έχει ενωθεί γύρω από τρία κεντρικά επιχειρήματα. Η πρώτη ομάδα, που την αποκαλούν οι «οικονομικοί κυνικοί», υποστηρίζει ότι ο πήχης για μεταρρυθμίσεις είναι πάρα πολύ υψηλά. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ορισμένα βασικά οικονομικά προβλήματα, όπως η φούσκα των ακινήτων, έχουν επιδεινωθεί ακριβώς την στιγμή που η οικονομική ανάπτυξη της Κίνας έχει επιβραδυνθεί. Η παραδοσιακή λύση των Κινέζων αξιωματούχων στις οικονομικές επιβραδύνσεις – η επιτάχυνση των εξαγωγών - έχει γίνει πιο δύσκολη υπό το πρίσμα της μείωσης της ζήτησης στις προηγμένες βιομηχανικές χώρες.

Επιπλέον, οι απαισιόδοξοι υποστηρίζουν, ακόμη και αν οι νέοι ηγέτες της Κίνας θέλουν να πραγματοποιήσουν τολμηρές μεταρρυθμίσεις, τα οικονομικά προβλήματα έχουν γίνει τόσο σοβαρά, που θα συντρίψουν την ικανότητα της νέας ομάδας να επιτύχει συναίνεση γύρω από μια νέα προσέγγιση. Σύμφωνα με την Εθνική Ελεγκτική Υπηρεσία της Κίνας, για παράδειγμα, οι επαρχιακές, νομαρχιακές και δημοτικές αρχές είναι χρεωμένες περίπου με 11 τρισεκατομμύρια γουάν (1.800 δισεκατομμύρια δολάρια). Το πρόβλημα αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε έναν ακόμα γύρο έκρηξης επισφαλών δανείων που θα περιορίσει τον τραπεζικό τομέα και θα αποτρέψει τις μεταρρυθμίσεις στον χρηματοπιστωτικό τομέα.

Η δεύτερη ομάδα, που αποκαλείται «κοινωνικοί καταστροφολόγοι», υποστηρίζει ότι η κακή πολιτική και η κακή διακυβέρνηση τροφοδοτούν την άνευ προηγουμένου κοινωνική αναταραχή - με περισσότερες από 100.000 διαμαρτυρίες να πραγματοποιούνται κάθε χρόνο, σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις. Αυτή η ομάδα επιμένει ότι καθώς η διατήρηση της πολιτικής σταθερότητας είναι η ύψιστη προτεραιότητα του Πεκίνου, η κυβέρνηση θα αποφύγει μεταρρυθμίσεις που διακινδυνεύουν μια βραχυπρόθεσμη οικονομική αποδιάρθρωση και θα μπορούσαν να επιδεινώσουν περαιτέρω την κοινωνική δυσαρέσκεια.

Σύμφωνα με αυτήν την ομάδα, οι ηγέτες της Κίνας βρίσκονται σε δύσκολη θέση: αν πραγματοποιήσουν πολλές μεταρρυθμίσεις, υπάρχει κίνδυνος να ανοίξουν διάπλατα τις πόρτες σε περισσότερες διαμαρτυρίες. Αλλά αν κάνουν λίγες μεταρρυθμίσεις, κινδυνεύουν να αφήσουν άθικτα τα βαθύτερα αίτια της αναταραχής. Τα δύο παραδείγματα που αναφέρονται συχνά σχετικά με αυτό το δίλημμα είναι η υποβάθμιση του περιβάλλοντος και οι κατασχέσεις γης από τοπικούς αξιωματούχους, που υπήρξαν οι κυριότεροι λόγοι για τους οποίους όλο και περισσότεροι Κινέζοι έχουν βγει στους δρόμους. Ωστόσο, οι τοπικές κυβερνήσεις εξακολουθούν να επικεντρώνονται στην οικονομική ανάπτυξη με κάθε κόστος και όχι στον καθαρισμό της περιβαλλοντικής επίπτωσης της ανάπτυξης αυτής. Αν το Πεκίνο δεν μεταβιβάσει ανεξάρτητες φορολογικές εξουσίες στις επαρχιακές και δημοτικές Αρχές - μια πολύ δύσκολη μεταρρύθμιση σε κάθε περίπτωση - και δεν αλλάξει τα πολιτικά κίνητρα που θέτουν την ανάπτυξη πάνω από όλους τους άλλους στόχους, οι τοπικοί αξιωματούχοι θα συνεχίσουν να κατάσχουν και να πουλούν την γη σε εργολάβους για να αυξάνουν τα έσοδα των οργανισμών των οποίων προΐστανται. Έτσι, βάσει αυτού του σεναρίου, η ομάδα των «κοινωνικών καταστροφολόγων» επιμένει ότι η πολιτική επιφυλακτικότητα θα περιορίσει τις επιλογές της νέας ηγεσίας για μεταρρυθμίσεις.

Η τελευταία ομάδα, που την αποκαλούν «πολιτικοί σκεπτικιστές», αμφισβητεί την αποφασιστικότητα της νέας ηγεσίας να ξεπεράσει ισχυρά συμφέροντα που αντιτίθενται στις μεταρρυθμίσεις, ιδίως μεταξύ των κρατικών επιχειρήσεων της Κίνας. Αυτοί οι ισχυροί εταιρικοί παίκτες, λέει το επιχείρημά τους, θα εμποδίσουν τους καλοπροαίρετους στόχους της ηγεσίας για ενίσχυση των εισοδημάτων των νοικοκυριών, υπερνικώντας τις προσπάθειες να εξαναγκαστούν οι κρατικές επιχειρήσεις να πληρώνουν περισσότερα μερίσματα που θα μπορούν να ανακατανεμηθούν σε προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας.

Κανένα από αυτά τα τρία στρατόπεδα δεν είναι εντελώς λάθος. Κάθε ένα περιγράφει μια συγκεκριμένη πτυχή των μεγάλων προκλήσεων που αντιμετωπίζουν τώρα οι νέοι ηγέτες της Κίνας. Αλλά η απαισιοδοξία τους αγνοεί ένα κεντρικό δίδαγμα της πρόσφατης ιστορίας της Κίνας - το οποίο αναμφίβολα αντηχεί τουλάχιστον σε ορισμένα μέλη της νέας πολιτικής ομάδας: η μεταρρύθμιση είναι δυνατή όταν ο σωστός συνδυασμός των συνθηκών εμφανίζεται την σωστή στιγμή.

Πράγματι, η Κίνα είχε σημαντικές εκρήξεις οικονομικών μεταρρυθμίσεων κατά το παρελθόν, κυρίως στα τέλη της δεκαετίας του 1990 κατά την διάρκεια της πρωθυπουργίας του Zhu Rongji. Εκείνη η εποχή απέδειξε ότι οι τολμηρές μεταρρυθμίσεις είναι εφικτές όταν υπάρχουν τρεις προϋποθέσεις: μια κρίση πολιτικής αξιοπιστίας εσωτερικά, ευπάθεια από μια οικονομική ή χρηματοπιστωτική κρίση στο εξωτερικό, καθώς και μια ηγεσία με επαρκή κατανόηση και αναγνώριση της ανάγκης για αλλαγή.

Σήμερα, το Πεκίνο αντιμετωπίζει τεράστια εμπόδια και οι δυνάμεις που τάσσονται κατά της μεταρρύθμισης είναι πολλές και εδραιωμένες. Όμως, κάθε μια από τις τρεις αυτές προϋποθέσεις είναι και πάλι παρούσα στην Κίνα, ενδεχομένως ενισχύοντας τις προοπτικές για πραγματική και διαρκή οικονομική αλλαγή.

ΚΡΙΣΗ ΑΞΙΟΠΙΣΤΙΑΣ

Σκεφτείτε την πρώτη προϋπόθεση: η κρίση της εγχώριας πολιτικής νομιμοποίησης. Στις αρχές του 1990, το Πεκίνο αντιμετώπισε μια από τις πιο σκληρές δοκιμασίες από πλευράς λαϊκής υποστήριξης, καθώς προσπαθούσε να ανακάμψει από μια σειρά από πολιτικές προκλήσεις στο Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα (ΚΚΚ) κατά την διάρκεια της ταραχώδους δεκαετίας του 1980. Εκείνη την εποχή, το Πεκίνο ήταν στα πρόθυρα μιας πολιτικής κρίσης και μιας κρίσης εσόδων, καθώς η μείωση των φορολογικών εσόδων από επαρχίες και πόλεις άφησε την κεντρική κυβέρνηση με άδεια ταμεία.