Άδικο εμπόριο | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Άδικο εμπόριο

Το κίνημα fair trade έχει περισσότερες αρνητικές επιπτώσεις παρά θετικές
Περίληψη: 

Παρά τους ισχυρισμούς των υπερασπιστών του, το κίνημα του δίκαιου εμπορίου (fair trade) δεν συμβάλει στην άμβλυνση της φτώχειας στις αναπτυσσόμενες χώρες. Ακόμα χειρότερα, αποτελεί απλώς άλλη μια άμεση γεωργική επιδότηση του είδους που οι πιο συνειδητοποιημένοι καταναλωτές περιφρονούν. Σε μακροπρόθεσμη βάση, ο κόσμος χρειάζεται το ελεύθερο εμπόριο και όχι το «δίκαιο εμπόριο» (free trade, not fair trade).

Η AMRITA NARLIKAR είναι λέκτορας στην Διεθνή Πολιτική Οικονομίαis στο Πανεπιστήμιο του Cambridge και ιδρυτική διευθύντρια του Κέντρου για τις Αναδυόμενες Δυνάμεις.
Ο DAN KIM είναι ένας μεταδιδακτορικός ερευνητής του Ιδρύματος Volkswagen στο Κέντρο για τις Αναδυόμενες Δυνάμεις στο Πανεπιστήμιο του Cambridge.

Τον περασμένο μήνα, το Ίδρυμα Fairtrade οργάνωσε μια πορεία στο Βρετανικό Κοινοβούλιο, μια εκστρατεία στην οποία συμμετείχαν διάφορες διασημότητες και πάνω από 13.000 άτομα, προτρέποντας τον Βρετανό πρωθυπουργό, Ντέιβιντ Κάμερον, να θέσει τα ζητήματα του ηθικού καταναλωτισμού στο επίκεντρο της επερχόμενης συνόδου κορυφής του G-8. Εκ πρώτης όψεως, η απόφαση των αυτοαποκαλούμενων «ηθικών καταναλωτών» να αγοράζουν προϊόντα «δίκαιο εμπορίου» φαίνεται ακίνδυνη. Τι θα μπορούσε ενδεχομένως να πάει στραβά αν οι ιδιώτες ασκώντας το δικαίωμά τους ως καταναλωτές, επιλέξουν να προωθήσουν ορισμένες εξειδικευμένες αγορές; Πολλά, όπως αποδεικνύεται.

Παρά το γεγονός ότι η έννοια του ηθικού εμπορίου υπήρχε για μεγάλο χρονικό διάστημα, η θεσμοθέτηση του κινήματος fair trade δεν άρχισε στην πραγματικότητα παρά στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Το 1989, ιδρύθηκε ο Παγκόσμιος Οργανισμός Δίκαιου Εμπορίου (World Fair Trade Organization ) και στα χρόνια που ακολούθησαν προέκυψαν διάφορες διαδικασίες πιστοποίησης και επισήμανσης του «δίκαιου εμπορίου». Σε ένα προϊόν χορηγείται σήμα fair trade μόλις οι παραγωγοί εκπληρώσουν μια σειρά από κοινωνικές, οικονομικές και περιβαλλοντικές προϋποθέσεις. Ο δεδηλωμένος στόχος του κινήματος «δίκαιου εμπορίου» είναι να προσδώσει οικονομική ασφάλεια στους παραγωγούς στις αναπτυσσόμενες χώρες - συχνά για μη επεξεργασμένα προϊόντα, όπως τα φρούτα, τα ζωντανά ζώα και τα μέταλλα - απαιτώντας από τις επιχειρήσεις και τους καταναλωτές να πληρώσουν κάτι επιπλέον (ένα premium) επί της τιμής που επικρατεί στην αγορά.

Μέχρι τώρα, κάθε αμφισβήτηση του κινήματος fair trade περιοριζόταν σε μικροοικονομικό επίπεδο. Το κίνημα έχει αντιμετωπίσει επανειλημμένες επικρίσεις, για παράδειγμα, για τα σχετικά ακριβά τέλη που πρέπει να καταβάλλουν οι παραγωγοί για να πάρουν το σήμα fair trade, τέλη που το καθιστούν αναποτελεσματικό για πολλούς φτωχούς αγρότες. Ένας άλλος τομέας ανησυχίας είναι το πόσο επικερδής είναι η διαδικασία για τους μεσάζοντες και τους εμπόρους λιανικής. Τέλος, αρκετές μελέτες δείχνουν ότι πολύ λίγες από τις πριμοδοτήσεις που πληρώνουν οι καταναλωτές φθάνουν πραγματικά στους παραγωγούς που έχουν ανάγκη. Οι καταναλωτές μπορεί να εκπλαγούν αν μάθουν ότι μόνο 1% - 2% της λιανικής τιμής ενός ακριβού φλιτζανιού «ηθικού» καφέ πηγαίνουν κατευθείαν στους φτωχούς αγρότες.

Οι δυσμενείς επιπτώσεις του «δίκαιου εμπορίου» είναι ακόμη πιο ανησυχητικές σε μακροοικονομικό επίπεδο. Κατ’ αρχάς, το fair trade εκτρέπει την προσοχή από τις πραγματικές, μακροπρόθεσμες λύσεις για την φτώχεια των αγροτών στις αναπτυσσόμενες χώρες. Και δεύτερον, έχει τη δυνατότητα να κατακερματίσει την παγκόσμια αγορά γεωργικών προϊόντων και να μειώσει τους μισθούς των γεωργικούς εργαζόμενους στο μη «δίκαιο εμπόριο».

Ας εξετάσουμε την ρίζα του προβλήματος που το κίνημα fair trade επιδιώκει να αντιμετωπίσει: το γεγονός ότι η αγορά γεωργικών προϊόντων είναι ασταθής (χαρακτηρίζεται από μεγάλες και συχνές διακυμάνσεις τιμών) και στρεβλή (μαστιζόμενη από υψηλούς δασμολογικούς φραγμούς και επιδοτήσεις). Η μεταβλητότητα έχει αρκετές πηγές, αλλά οι στρεβλώσεις των τιμών αποτελούν σημαντικό παράγοντα. Οι στρεβλώσεις, με την σειρά τους, είναι σε μεγάλο βαθμό το αποτέλεσμα των πολιτικών επιλογών των αναπτυγμένων χωρών. Το 2011, κυβερνήσεις χωρών του ΟΟΣΑ χορήγησαν επιδοτήσεις αξίας περίπου 252 δισεκατομμυρίων δολαρίων στους αγρότες τους. Οι επιδοτήσεις αυτές, σε συνδυασμό με τα σχετικά υψηλά τιμολόγια, δημιουργούν ένα σχεδόν αδιαπέραστο εμπορικό φράγμα για τους αγρότες του αναπτυσσόμενου κόσμου. Ακόμη και οι παραγωγοί που είναι δυνητικά πιο αποτελεσματικοί από όσο εκείνοι στη Δύση δεν μπορούν να εισέλθουν στις προσοδοφόρες δυτικές αγορές. Εν τω μεταξύ, οι τιμές των τροφίμων αυξάνονται σταθερά στον ανεπτυγμένο κόσμο, αλλά οι φτωχοί και ευάλωτοι αγρότες στις αναπτυσσόμενες χώρες δεν είναι σε θέση να επωφεληθούν από αυτές.

Οι «ηθικοί καταναλωτές» θα πρέπει να επαινεθούν για την επιθυμία τους να βελτιωθεί η κατάσταση των άπορων αγροτών στον λεγόμενο παγκόσμιο Νότο, αλλά το «δίκαιο εμπόριο» είναι το λάθος μέσο για την επίτευξη αυτού του στόχου. Οι πριμοδοτήσεις που χρεώνονται στα προϊόντα fair trade είναι απλώς άλλη μια άμεση αγροτική επιδότηση. Βεβαίως, αυτές οι επιδοτήσεις είναι πολύ μικρές σε σύγκριση με εκείνες που διανέμουν οι κυβερνήσεις του ΟΟΣΑ. (Το 2010, οι λιανικές πωλήσεις προϊόντων με σήμανση fair trade ανήλθαν σε περίπου 5,5 δισεκατομμύρια δολάρια, με περίπου τα 66 εκατομμύρια δολάρια από αυτά να είναι η πριμοδότηση (premium) - περίπου to 1,2% του συνόλου των λιανικών πωλήσεων – που φθάνει στους συμμετέχοντες παραγωγούς. Αλλά είναι ειρωνικό και αναποτελεσματικό να αντισταθμίζεται μια επιδότηση με μια άλλη, ειδικά δεδομένου ότι οι καταναλωτές στις αναπτυγμένες χώρες πληρώνουν τελικά και τις δύο, είτε μέσω φόρων είτε σε υψηλής ποιότητας σούπερ μάρκετ, όπως το Whole Foods.

Σίγουρα, μια πιο αποτελεσματική και άμεση λύση στην στρέβλωση των γεωργικών αγορών είναι η άρση των μαζικών επιδοτήσεων και των δασμών του ΟΟΣΑ - με άλλα λόγια, το ελεύθερο εμπόριο. Οι ελλιπώς ενημερωμένοι καταναλωτές της Δύσης μπορούν να βρίσκουν παρηγοριά στην αγορά προϊόντων fair trade, όμως βλάπτουν πραγματικά αυτά που θα έπρεπε να προστατεύουν. Το κίνημα του «δίκαιου εμπορίου» επιδιώκει να αντιμετωπίσει «τις αδικίες του συμβατικού εμπορίου, οι οποίες παραδοσιακά κάνουν διακρίσεις εις βάρος των φτωχότερων, μικρότερων παραγωγών». [1] Αλλά στην πραγματικότητα, η απελευθέρωση του εμπορίου είναι η μόνη δύναμη που μπορεί να εξασφαλίσει ίσους όρους ανταγωνισμού για όλους τους παραγωγούς σε όλο τον κόσμο, διασφαλίζοντας στους φτωχούς παραγωγούς μια πιθανότητα να αγωνιστούν στον στίβο της μακροπρόθεσμης ανταγωνιστικότητας μέσω της αξιοποίησης των συγκριτικών πλεονεκτημάτων τους, χωρίς να στηρίζονται στην φιλανθρωπία.