Η αυταπάτη τής λιτότητας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η αυταπάτη τής λιτότητας

Γιατί μια κακή ιδέα επικράτησε στην Δύση

Όπως ο Χιούμ και ο Σμιθ σημείωσαν, η κυβέρνηση μπορούσε να δανειστεί χρήματα προσφέροντας στους εμπόρους την ευκαιρία να κάνουν λιγότερο ριψοκίνδυνες επενδύσεις με το ίδιο, ή και καλύτερο, επίπεδο ανταπόδοσης μέσω του «εργαλείου» τού δημόσιου χρέους. Και για αυτούς τους επενδυτές, η αγορά αυτού του χρέους θα έχει το πρακτικό θετικό της χρηματοδότησης του κράτους που χρειάζονται, χωρίς αυτοί να χρειάζεται να πληρώνουν φόρους. Πράγματι, το κράτος τούς πληρώνει για να το χρηματοδοτήσουν. Αλλά το πρόβλημα με αυτή την ελεύθερη επιλογή είναι ότι δεν είναι πραγματικά ελεύθερη. Για να βρει αγοραστές για το χρέος του, το κράτος πρέπει να προσφέρει καλύτερες αποδόσεις από εκείνες που προσφέρονται για άλλες επενδύσεις, και με την προσφορά τέτοιων όρων, τα χρήματα εκτρέπονται μακριά από επενδύσεις με γνώμονα την αγορά και κατευθύνονται προς τον εγγενώς σπάταλο δημόσιο τομέα. Αυτή η διαδικασία καταλήγει στην μείωση της ανάπτυξης, την αύξηση των επιτοκίων και αφήνει το κράτος χρεωμένο, πρώτα στους τοπικούς εμπόρους, και στη συνέχεια σε αλλοδαπούς. Αντί να λύσει το πρόβλημα του πώς να πληρώνει για το κράτος, αυτή η διαδικασία οδηγεί σε διαρκώς αυξανόμενους φόρους και, όπως ο Σμιθ προειδοποίησε, την αναπόφευκτη καταστροφή του δανειστή, καθώς «ο αδρανής και ακατάσχετος οφειλέτης [κερδίζει] σε βάρος του εργατικού και λιτού πιστωτή, … μεταφέροντας ένα μεγάλο μέρος του εθνικού κεφαλαίου … σε εκείνους που είναι πιθανό να τον διαλύσουν και να τον καταστρέψουν». Λαμβάνοντας υπόψη αυτό, ο Χιούμ και ο Σμιθ κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι το δηλητήριο του δημόσιου χρέους έπρεπε να καταπολεμηθεί με κάθε κόστος, ακόμη και αν αυτό φαινόταν ελκυστικό ως μια βραχυπρόθεσμη λύση για τη χρηματοδότηση του κράτους.

Οι Βρετανοί φιλελεύθεροι στοχαστές του 19ου αιώνα προσπάθησαν να διαλύσουν αυτή την τάση με δύο διαφορετικούς τρόπους. Κάποιοι, όπως ο Ντέιβντ Ρικάρντο (David Ricardo), προσπάθησαν να εξορίσουν το κράτος από την οικονομία συνολικά, βλέποντας τις ενέργειές του ως αντιπαραγωγικές παρεμβάσεις σε αυτό που κατά τα άλλα είναι ένα αυτο-εξισορροπούμενο σύστημα. Ωστόσο, άλλοι, όπως ο Τζον Στούαρτ Μιλλ (John Stuart Mill), άρχισαν να βλέπουν έναν ρόλο για το κράτος πέρα από την αστυνόμευση των ανισοτήτων. Ο Μιλλ προχώρησε τόσο πολύ ώστε να υποστηρίζει ότι το δημόσιο χρέος δεν είναι απαραίτητο να οδηγήσει στην χρεοκοπία μια χώρα και θα μπορούσε ακόμη και να χρησιμοποιηθεί για τη χρηματοδότηση χρήσιμων κοινωνικών επενδύσεων. Για τον Μιλλ και τους ιδεολογικούς αδελφούς του, ο καπιταλισμός δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει σωστά στο σύγχρονο κόσμο χωρίς αυξημένη κρατική παρέμβαση. Θεωρούσαν απίθανη την αυτο-εξισορρόπηση που προέβλεπε ο Ρικάρντο, λόγω της κινητικότητας της εργασίας, του ασταθούς επιχειρηματικού κύκλου, των απαιτήσεων για συμμετοχή σε εκλογές, και της ύπαρξης ενός κόσμου της ανέργων και φτωχών εν μέσω αφθονίας.

Έτσι, στον εικοστό αιώνα, ο φιλελευθερισμός άρχισε να διαιρείται σε δύο κατευθύνσεις. Από τη μια, ακολουθώντας τον Ρικάρντο, ορισμένοι Αυστριακοί οικονομολόγοι, κυρίως οι Γιόζεφ Σουμπέτερ, Λούντβιχ φον Μίσες και Φρίντριχ Χάγιεκ (Joseph Schumpeter, Ludwig von Mises, Friedrich Hayek), απέρριπταν όλο και πιο σταθερά το κράτος, τις παρεμβάσεις του και το χρέος του. Από την άλλη, ακολουθώντας τον Μιλλ, μια ομάδα Βρετανών οικονομολόγων, συμπεριλαμβανομένων των Τζον Χόμπσον, Γουίλιαμ Μπέβεριτζ (John Hobson, William Beveridge) και, εν τέλει, του Τζον Μάυναρντ Κέυνς (John Maynard Keynes), συμφιλιώθηκαν με ένα πιο ενεργό και, όταν χρειάζεται, χρεωμένο κράτος.

Η ΠΑΓΙΔΑ ΤΗΣ ΡΕΥΣΤΟΠΟΙΗΣΗΣ

Παρά το γεγονός ότι ο φόβος του κράτους και του χρέος του ήταν ενσωματωμένος στον φιλελευθερισμό από την γέννησή του, δεν ήταν παρά όταν προέκυψε ότι τα κράτη ήταν αρκετά μεγάλα ώστε να μπορούν να προβούν σε περικοπές, που η αντίθεση στο δημόσιο χρέος έγινε πολιτική μανία. Στη δεκαετία του 1920 και του 1930, κυρίως στην Αυστρία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, ένας αυξανόμενος αριθμός οικονομολόγων προσπάθησε να εξηγήσει γιατί οι πραγματικές οικονομίες, παρά την υποτιθέμενη τάση τους προς την αυτο-εξισορρόπηση, φαίνεται να ανθίζουν και να σκοντάφτουν και να πέφτουν αρκούντως θεαματικά. Η απάντηση που δίνεται από αυτή την σχολή σκέψης ήταν ότι οι τράπεζες δανείζονται πάρα πολλά χρήματα, κάτι που οδηγεί στην κακή κατανομή κεφαλαίων σε αμφίβολες επενδύσεις. Τελικά, και αναπόφευκτα, το φθηνό χρήμα που τροφοδοτεί τις επενδύσεις αυτές θα στεγνώσει, τα επιτόκια θα αυξηθούν και οι πτωχεύσεις θα ακολουθήσουν. Το αποτέλεσμα, όπως το έθεσε ο Άντριου Μέλον (Andrew Mellon), υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ υπό τον πρόεδρο Χέρμπερτ Χούβερ, είναι ότι αυτό θα «εξαγνίσει την σαπίλα από το σύστημα. … Οι άνθρωποι θα … ζήσουν μια πιο ηθική ζωή. … Και οι άνθρωποι που επιχειρούν θα πάρουν τα ναυάγια από τους λιγότερο ικανούς ανθρώπους».

Εν ολίγοις, οι Αυστριακοί υποστήριξαν ότι η άμετρη χρηματοδότηση του χρέους θα μπορούσε να θεραπευτεί μόνο από την κάθαρση της λιτότητας. Ο ρόλος του κράτους ήταν να βγει από τη μέση και να αφήσει τη διαδικασία να εξελιχθεί. Ο «λικβινταρισμός» (Liquidationism) – το να αφήνονται οι επιχειρήσεις που χρεοκοπούν να ρευστοποιηθούν ως λύση στα οικονομικά προβλήματα - ήταν το όνομα του παιχνιδιού, και έτσι η Ουάσιγκτον το δοκίμασε κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης. Και ακριβώς όπως και σήμερα στην ευρωζώνη, απλά δεν λειτούργησε. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, μια παρόμοια προσέγγιση υποστήριζε ότι οι αυξημένες δημόσιες δαπάνες με στόχο να σταματήσουν μια ύφεση θα αυξήσουν απλώς το χρέος και θα παραγκωνίσουν τις ιδιωτικές επενδύσεις. Η προσέγγιση αυτή έγινε γνωστή ως «η άποψη του Υπουργείου Οικονομικών». Και αυτή εφαρμόστηκε, και επίσης απέτυχε, καθιστώντας τη βρετανική ύφεση ακόμη πιο βαθιά.