Οι σχέσεις τής Κύπρου με την Ευρωπαϊκή Ένωση | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Οι σχέσεις τής Κύπρου με την Ευρωπαϊκή Ένωση

Το παρελθόν, οι κυβερνητικές ευθύνες, το Eurogroup και το μέλλον
Περίληψη: 

Η οικονομική κρίση στην Κύπρο δημιούργησε μεν ένα αντιευρωπαϊκό κλίμα στην κοινή γνώμη καθώς και μια πεποίθηση ότι η Κύπρος ταλαιπωρείται πάλι από εκείνους που θα έπρεπε να συμπεριφέρονται ως σύμμαχοί της, όμως οι αντιλήψεις αυτές είναι παραπλανητικές. Τα πραγματικά προβλήματα της Κύπρου είναι βαθιά και για να λυθούν πρέπει η ίδια η χώρα να προχωρήσει με μια ψύχραιμη στρατηγική.

Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΑΤΤΑΛΙΔΗΣ είναι πρύτανης του Πανεπιστημίου της Λευκωσίας, κάτοχος της έδρας Jean Monnet

Σε μερίδα της κοινής γνώμης της Κύπρου έχει δημιουργηθεί η εντύπωση ότι υπήρξε μια συνωμοσία σε βάρος της Κύπρου από κάποιες χώρες, με έκφρασή της τα γεγονότα και τις αποφάσεις στο Eurogroup, με στόχο να καταστραφεί η οικονομία της Κύπρου, να ελεγχθούν τα ενεργειακά αποθέματα στην αποκλειστική οικονομική της ζώνη, και ακόμη, να της επιβληθεί κάποια ανεπιθύμητη λύση στο κυπριακό πρόβλημα.

Στη δημιουργία του κλίματος αυτού συνέτεινε και μέρος του πολιτικού κόσμου, με τις απόψεις που εξέφρασε, ιδιαίτερα αμέσως μετά την πρώτη απόφαση του Eurogroup, αλλά και με τη σχεδόν ομόφωνη απόρριψη της πρώτης απόφασης της 16ης Μαρτίου, δημιουργώντας ένα κλίμα πατριωτικής έξαρσης γύρω από την απόρριψη. [1]

Συνεπακόλουθο αυτού του συμπλέγματος ερμηνειών και δηλώσεων υπήρξε η κλιμάκωση του αντι-ευρωπαϊκού κλίματος, με κατηγορίες για έλλειψη αλληλεγγύης της Ευρώπης προς την Κύπρο, προτάσεις για την αναγκαιότητα εξόδου από το Μνημόνιο, το συντομότερο, για εθνικούς όσο και οικονομικούς λόγους, αλλά και προτάσεις για έξοδο από το ευρώ και επιστροφή στην κυπριακή λίρα. Σύμφωνα με μια δημοσκόπηση, το 89% των Κυπρίων πολιτών δεν εμπιστεύονται την Ευρωπαϊκή Ένωση.[2]

Εντούτοις, μια πιο ψύχραιμη και προσεκτική εξέταση δεν δικαιολογεί αυτές τις στάσεις για τους εξής λόγους:

Πρώτον, τα αίτια της οικονομικής κρίσης στην Κύπρο είναι πολύ πιο βαθιά και προηγούνται χρονικά των αποφάσεων του Eurogroup και των συμφωνιών των κυβερνήσεων Χριστόφια και Αναστασιάδη με την τρόικα.

Δεύτερον, αν και πράγματι, η συμπεριφορά του Eurogroup προς την Κύπρο ήταν σκληρή, δεν έχουν προταθεί πραγματικές εναλλακτικές επιλογές, οι επιπτώσεις των οποίων να μην ήταν πολύ πιο ζημιογόνες για την Κύπρο.

Τρίτον, η απόρριψη του Μνημονίου και της Δανειακής Σύμβασης και η αποχώρηση από το ευρώ θα είχαν επιπτώσεις που θα ήταν αρνητικές για τις προοπτικές της Κύπρου σε πολλούς τομείς, από τα ενεργειακά ζητήματα ως την ασφάλεια και το κυπριακό ζήτημα.

Τέλος, η μοναδική πραγματική επιλογή της Κύπρου είναι η εκπλήρωση των μνημονιακών υποχρεώσεων που ανέλαβαν δύο διαδοχικές κυβερνήσεις, και συγχρόνως να ενισχύσει τη συμμετοχή της στην αντιμετώπιση της κρίσης που ταλανίζει τόσο την Κύπρο όσο και την Ευρωπαϊκή Ένωση, και της οποίας η ίδια υπήρξε θύμα.

Τα πιο πάνω τέσσερα συμπλέγματα δεδομένων είναι αλληλένδετα αλλά χωριστά.

ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ

Τα αίτια της κρίσης δεν είναι οι αποφάσεις της Τρόικα ή του Eurogroup ή το περιεχόμενο του Μνημονίου, αν και ο τρόπος που λήφθηκαν οι αποφάσεις του Eurogroup επιδείνωσαν ορισμένες πτυχές της κυπριακή κρίσης.

Τα αίτια πρέπει να αναζητηθούν στο κυπριακό οικονομικό μοντέλο ανάπτυξης και στην ευκολία παροχής δανείων, τα οποία, σύμφωνα με δηλώσεις του πρώην υπουργού Οικονομικών κ. Χ. Σταυράκη, δίδονταν ενίοτε και σε συνθήκες διαπλοκής.

Η Κύπρος έχει κάποια συγκριτικά πλεονεκτήματα που της επέτρεψαν την ανάπτυξη του τομέα παροχής κάποιων υπηρεσιών διεθνώς. Έχει δημιουργήσει καλή υποδομή συγκοινωνιών και επικοινωνιών. Διαθέτει ένα άριστα εκπαιδευμένο ανθρώπινο δυναμικό διαφόρων επιπέδων, συμπεριλαμβανομένων νομικών και λογιστών με βρετανικά προσόντα και καλή γνώση της αγγλικής γλώσσας. Μεγάλος αριθμός αυτών των Κυπρίων επέδειξαν επιχειρηματικό πνεύμα αναπτύσσοντας δραστηριότητες στον τομέα των υπηρεσιών, συνεπικουρούμενοι από ένα τραπεζικό σύστημα που εθεωρείτο προβλέψιμο και ασφαλές. Τέλος, η γεωγραφική της θέση, αν και δεν είναι στο κέντρο της Ευρώπης, εντούτοις βρίσκεται στο κέντρο τριών σημαντικών κόσμων, της Ευρώπης, της Ρωσίας και της Μέσης Ανατολής.

Με βάση αυτά τα πλεονεκτήματα, και στην περίπτωση των Ρώσων, ενδεχομένως και την κοινή Ορθόδοξη παράδοση, η Κύπρος μπόρεσε να προσελκύσει μεγάλο αριθμό ξένων εταιριών και καταθετών. Το γεγονός ότι η Κύπρος διατήρησε ένα χαμηλό εταιρικό φόρο (10%) και μετά την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς και η σύναψη συμφωνιών αποφυγής διπλής φορολογίας με μεγάλο αριθμό χωρών, συμπεριλαμβανομένης της Ρωσίας, ασφαλώς είχαν πρωτεύουσα σημασία.

Η ύπαρξη των καταθέσεων αυτών, όμως, δημιούργησε μεγάλη διαθέσιμη ρευστότητα στις κυπριακές τράπεζες. Η παροχή δανείων έγινε εύκολη και υπερβολική για σημαντικό αριθμό επιχειρηματιών γης και οικιστικών αναπτύξεων, προκαλώντας ταυτόχρονα φούσκα στις τιμές της γης και στον κατασκευαστικό τομέα.

Η οικοδομική φούσκα έσκασε με την παγκόσμια κρίση αφήνοντας τις τράπεζες με μη εξυπηρετούμενα δάνεια και την εξαρτημένη σε μεγάλο βαθμό από τον κατασκευαστικό τομέα κυπριακή οικονομία σε πορεία οξείας ύφεσης. Συγχρόνως, ή και ενδεχομένως σε μια προσπάθεια να καλυφθούν αυτές οι επισφάλειες με κερδοσκοπικές προσεγγίσεις, οι τραπεζίτες αγόρασαν ελληνικά ομόλογα σε υπερβολικά ποσά από την δευτερογενή αγορά, όταν τα πουλούσαν οι γερμανικές τράπεζες. H απομείωση των ελληνικών ομολόγων, τον Οκτώβρη του 2011, στοίχισε στις τράπεζες το ποσό των 4,5 δισ. ευρώ, ποσό που ισοδυναμεί περίπου με το 25% του κυπριακού ΑΕΠ.

Είναι ορθό να λεχθεί εδώ ότι όλα αυτά, όπως επανειλημμένα αντέταξε ο πρώην πρόεδρος της Κύπρου κ. Χριστόφιας, δεν δημιουργήθηκαν άμεσα από το κυπριακό κράτος. Αλλά το κράτος με την ευρεία έννοια ευθύνεται για την ελλειπή επίβλεψη των τραπεζών, για την απουσία μακροχρόνιας στρατηγικής ως προς την κερδοφόρα μετατροπή αγροτικής γης σε οικιστική, αλλά και για την οικοδομική βιομηχανία, και επιπρόσθετα για την κατακόρυφη αύξηση ανελαστικών εξόδων όπως αυτό του κρατικού μισθολογίου [3], στην περίοδο που τα έσοδα του κράτους αυξάνονταν σημαντικά με την εισροή φορολογιών επί των κεφαλαιουχικών κερδών από την αύξηση της τιμής της γης καθώς και από τη μεταβίβασης γης από τον έναν ιδιοκτήτη στον άλλο.

Αυτό το ανελαστικό κρατικό μισθολόγιο καλείται η σημερινή κυβέρνηση να αντιμετωπίσει υπό την πιεστική αναγκαιότητα για λιτότητα στα κρατικά έξοδα.