Η Αλβανία τού Εντί Ράμα | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η Αλβανία τού Εντί Ράμα

Οι προοπτικές μετά τις πρόσφατες εκλογές
Περίληψη: 

Η καθαρή νίκη τού Εντί Ράμα στις πρόσφατες εκλογές και η αποχώρηση του Σαλί Μπερίσα από το πολιτικό σκηνικό προδιαγράφουν ένα «τέλος εποχής» για την Αλβανία. Πώς θα επηρεάσει αυτό τις διμερείς σχέσεις με την Ελλάδα αλλά και την ευρωπαϊκή προοπτική τής Αλβανίας;

Όπως είναι γνωστό εδώ και μερικούς μήνες, οι βουλευτικές εκλογές στην γειτονική Αλβανία ανέδειξαν νικήτρια την «Συμμαχία για την Ευρωπαϊκή Αλβανία», συνασπισμό κομμάτων υπό την ηγεσία τού δυναμικού πρώην δημάρχου Τιράνων και ηγέτη τού Σοσιαλιστικού Κόμματος, Εντί Ράμα, ο οποίος ανέλαβε ήδη τα καθήκοντά του ως νέος πρωθυπουργός. Η αλλαγή στην ηγεσία τής χώρας σηματοδοτεί το τέλος όχι μόνο της οκτάχρονης διακυβέρνησης του Δημοκρατικού Κόμματος υπό τον Σαλί Μπερίσα, αλλά και την αποχώρηση του τελευταίου από το πολιτικό προσκήνιο, στο οποίο πρωταγωνίστησε τα τελευταία 20 χρόνια περίπου. Αν μάλιστα ληφθεί υπόψη ότι ο Μπερίσα ήταν ο τελευταίος από τα πρόσωπα εκείνα που σηματοδότησαν με την παρουσία τους την πρώτη εικοσαετία των μεγάλων πολιτικών αλλαγών που συνέβησαν στη μετακομουνιστική Αλβανία, τότε σίγουρα θα μπορούσε κανείς να μιλήσει με ασφάλεια για ένα «τέλος εποχής», για την έναρξη μιας νέας σελίδας στην πορεία τής βαλκανικής μας γείτονος μέσα σε ένα ιδιαίτερα δύσκολο όσο και προκλητικό διεθνές κλίμα.

Πάντως, επρόκειτο για μια καθαρή –για μερικούς δε και απρόσμενη− νίκη, που χάρισε στη νικήτρια παράταξη 84 από τις 140 έδρες τού αλβανικού κοινοβουλίου (έναντι 66 εδρών που κατείχε κατά την προηγούμενη περίοδο), ή ποσοστό 57,63% σύμφωνα με τα τελικά αποτελέσματα, μια άνετη δηλαδή κοινοβουλευτική πλειοψηφία [1]. Πιο σημαντικό, ωστόσο, θα μπορούσε να θεωρηθεί το γεγονός πως το αποτέλεσμα προέκυψε από μια γενικά αποδεκτή ως προς την εγκυρότητά της εκλογική διαδικασία, διαπίστωση που με δυσκολία θα μπορούσε να διατυπώσει κανείς για το παρελθόν.

Αυτό βέβαια σε καμία περίπτωση δεν μειώνει την σημασία τής ύπαρξης δύο θυμάτων κατά την προεκλογική περίοδο –όσο κι αν η σχετική έκθεση του ΟΑΣΕ, που είχε την ευθύνη τής παρακολούθησης της εκλογικής διαδικασίας στη χώρα, προσπερνά με σχετική συντομία την απώλεια δύο ανθρώπων χαρακτηρίζοντας απλά το εκλογικό περιβάλλον «γενικά ήρεμο και ειρηνικό» [2]. Επισημαίνει, ωστόσο, πως το κλίμα των προηγούμενων εβδομάδων ήταν εξαιρετικά τεταμένο εξαιτίας τής χρόνιας δυσπιστίας μεταξύ των κύριων αντιπάλων, δυσπιστίας που είχε προκαλέσει μεγάλα προβλήματα κατά την διάρκεια της προετοιμασίας των εκλογών και δυσλειτουργίες ως προς την συγκρότηση και την στελέχωση της Κεντρικής Εκλογικής Επιτροπής. Από την άλλη πλευρά, δεν έλειψαν και οι περιπτώσεις κατά τις οποίες διαπιστώθηκε από τον ΟΑΣΕ προσπάθεια εξαγοράς ψήφων και από τους δύο αντιπάλους, που αφορούσαν κυρίως τις οικονομικά και κοινωνικά αδύναμες ομάδες τού πληθυσμού (τους Ρομά ή τις περισσότερο φτωχές κοινότητες στην ύπαιθρο) με αντάλλαγμα χρήματα, κάλυψη χρεών, υλικά αγαθά ή υποσχέσεις για μια θέση στον δημόσιο τομέα, καθώς και προσπάθειες εκμετάλλευσης των κρατικών δομών και άσκησης πίεσης σε βάρος των δημόσιων υπαλλήλων προς όφελος του τότε κυβερνώντος Δημοκρατικού Κόμματος.

Εκείνο που αξίζει να σημειωθεί είναι πως είχε καταστεί ξεκάθαρο στην αλβανική πλευρά, και μάλιστα αρκετά νωρίς, πως η τήρηση των δημοκρατικών διαδικασιών κατά την διεξαγωγή των εκλογών αλλά και οι πολιτικές συμπεριφορές των αντιπάλων θα καταγράφονταν από την διεθνή κοινότητα ως ένα είδος δοκιμασίας τής Αλβανίας: δοκιμασίας συμμόρφωσης προς το ευρωπαϊκό δημοκρατικό κεκτημένο, απαραίτητη προϋπόθεση για την οποιαδήποτε πρόοδο στην προσπάθεια ένταξής της στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Αλβανία, άλλωστε, έχει καταθέσει σχετικό αίτημα ήδη από το 2009, αλλά έναν χρόνο αργότερα οι Βρυξέλες δεν προώθησαν την αλβανική υποψηφιότητα με κεντρικό επιχείρημα ότι η χώρα δεν πληροί όλα τα κριτήρια και τις προϋποθέσεις –πρωτίστως δε όσα σχετίζονται με την ισχύ των θεσμών και των νόμων και την ομαλή λειτουργία τού κράτους δικαίου. Το 2012, η σχετική εισήγηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής έθεσε εκ νέου τους ίδιους προβληματισμούς συνδυάζοντάς τους ειδικά με την διεξαγωγή των εκλογών τού 2013 ως λυδία λίθο των εξελίξεων [3].

Από την άλλη πλευρά, η ταυτόχρονη με την απόρριψη της αλβανικής υποψηφιότητας θετική εισήγηση και η κατοπινή πλήρης ένταξη της Κροατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, εξέλιξη που διευρύνει το «βαλκανικό» μέτωπο εντός της Ένωσης, ασφαλώς συνιστά μια περαιτέρω θετική πρόκληση για την Αλβανία, ανοίγει ένα αισιόδοξο μονοπάτι στο κατά τα άλλα συγκεχυμένο τοπίο τής λεγόμενης «ευρωπαϊκής διεύρυνσης». Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο ίδιος ο Ράμα είχε κάνει και προεκλογικά συγκεκριμένη αναφορά στο παράδειγμα της Κροατίας, ως προτύπου−οδηγού για την αλβανική πορεία προς την Ευρώπη.

Έτσι κι αλλιώς, η ευρωπαϊκή προοπτική τής Αλβανίας όχι μόνο αποτέλεσε ένα από τα κεντρικά επιχειρήματα της προεκλογικής εκστρατείας και των δύο συνασπισμών, αφού συνιστά αδιαμφισβήτητο εθνικό στόχο σε μια χώρα που παρουσιάζει τα χαμηλότερα ποσοστά ευρωσκεπτικισμού, αλλά βάφτισε όπως είδαμε και τον έναν από τους δύο συνασπισμούς θέλοντας μ’ αυτόν τον παραστατικό τρόπο να προδιαγράψει την πορεία και τις επιλογές της χώρας στο διεθνές σκηνικό. Στο πρόγραμμά του, επίσης, το Σοσιαλιστικό Κόμμα τού Ράμα έκανε λόγο για προσωπική δέσμευση του πρωθυπουργού στην ευρωπαϊκή πορεία της χώρας, με αυστηρή τήρηση των όρων τής Συμφωνίας Σύνδεσης που έχει υπογραφεί ήδη από το 2006 και τέθηκε σε εφαρμογή το 2009 [4].

Και η πρώτη ενθαρρυντική χειρονομία−απάντηση στα αλβανικά ανοίγματα φαίνεται πως ήρθε αρκετά γρήγορα, αφού ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζοζέ Μπαρόζο, δήλωσε σε κοινή συνέντευξη τύπου με τον Εντί Ράμα μόλις πρόσφατα πως η Αλβανία θα μπορούσε να λάβει το καθεστώς τής υπό ένταξη χώρας σχετικά σύντομα, αφού με κάθε τρόπο διατυπώνει εμφατικά την αφοσίωσή της στην προσπάθεια να ικανοποιήσει τα κριτήρια και να σημειώσει προόδους στον τομέα αυτό [5]. Επρόκειτο για το πρώτο, συγχαρητήριο «χτύπημα στην πλάτη» προς τον νεοεκλεγέντα Αλβανό πρωθυπουργό, που φρόντισε αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων του να επισκεφθεί την καρδιά τής Ευρωπαϊκής Ένωσης.