Θεωρίες Κοινωνικών Συστημάτων | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Θεωρίες Κοινωνικών Συστημάτων

Parsons, Luhmann, Habermas

Οι θεωρίες των Parsons, Luhmann και Habermas αξιοποιούν και οι τρεις τη μεθοδολογική παράδοση του λειτουργισμού και συγκροτούν μαζί μια ειδικότερη επιστημολογική παράδοση η οποία χαρακτηρίζεται από την κατανόηση και την ερμηνεία των κοινωνικών σχέσεων υπό τη μορφή συστήματος.

Η δουλειά τού Βασίλη Μαγκλάρα έχει ως θεμελιακό στόχο την παρουσίαση και κριτική ανάλυση τριών σημαντικών θεωρητικών τής κοινωνικής θεωρίας, των Parsons, Luhmann και Habermas, επί τη βάσει ενός ενοποιητικού στοιχείου που διατρέχει την σκέψη τους, την έννοια τού λειτουργισμού και του συστήματος. Και οι τρεις θεωρητικές προσεγγίσεις επιχειρούν να ενσωματώσουν στο εννοιολογικό τους οπλοστάσιο την έννοια τής κοινωνικής λειτουργίας καθώς και να την συνδυάσουν με την έννοια τής κοινωνικής δομής αντίστοιχα, εις τρόπον ώστε οι θεσμοί εντός των οποίων διενεργείται η κοινωνική δράση να γίνουν αντικείμενο καλύτερης κατανόησης και ερμηνείας.

Για τον Μαγκλάρα η θεωρητική κληρονομιά που άφησε ο Parsons δημιούργησε μια «συστημική» παράδοση, την οποία ακολούθησαν με το δικό τους ιδιαίτερο τρόπο ο Luhmann και ο Habermas, ανάλογα με τις ιδεολογικές τους καταβολές, την ιστορικότητα του πλαισίου εντός τού οποίου αναδύθηκε η δική τους θεωρητική εκδοχή καθώς και τις σχετικές μεθοδολογικές τους παραδοχές. Μολονότι οι δύο τελευταίοι ανέπτυξαν το θεωρητικό τους εγχείρημα στο ίδιο ιστορικό πλαίσιο, η ιδεολογική τους πορεία είναι εμφανώς αντίθετη. Ο Habermas πραγματεύεται την αυτονόμηση της οικονομίας έναντι της κοινωνίας και της πολιτικής, καθώς και την πίστη στα ακόμα ανολοκλήρωτα προτάγματα του Διαφωτισμού. Ο Luhmann, εκφράζοντας μια σχετικά απαισιόδοξη προοπτική διαπιστώνει ότι οι σύγχρονες κοινωνίες είναι μάλλον αδύνατο να αποκτήσουν πλήρως τον έλεγχο επί του πολιτικο-οικονομικού πεδίου, ενώ ο Parsons από την άλλη, απηχεί τη μεταπολεμική αισιοδοξία τού ανεπτυγμένου Δυτικού κόσμου που βασίσθηκε ούτε λίγο ούτε πολύ στην αναγκαία «αρμονική» συνύπαρξη κεφαλαίου και εργασίας.

Την ίδια στιγμή και οι τρεις θεωρητικές προσεγγίσεις επιχειρούν (στο επίπεδο της συστημικής μεθοδολογίας) την επιστημονική θεμελίωση των φαινομένων τής κοινωνικής ισορροπίας όσο και της κοινωνικής μεταβολής. Η κοινωνική μεταβολή επισυμβαίνει παράλληλα με την ικανότητα του κοινωνικού συστήματος να βρίσκεται σε διαρκή ευταξία. Κατά συνέπεια το κοινωνικό σύστημα βρίσκεται σε μια διαδικασία δυναμικής ισορροπίας. Ωστόσο, όπως εξηγεί ο συγγραφέας, η βασική αυτή παράμετρος των τριών θεωρητικών μοντέλων δεν είναι απαραίτητο να εκληφθεί ως ένας αξιολογικός χαρακτηρισμός ο οποίος παρωθεί σε μια άκριτη αναπαραγωγή των βασικών παραδοχών τους. Οι όποιοι αξιολογικοί χαρακτηρισμοί δεν προκύπτουν ως κανονιστικές αναγκαιότητες της θεωρίας αλλά ως θεωρητικές ερμηνείες των επενεργειών των κοινωνικών σχέσεων επί της ισορροπίας τού κοινωνικού συστήματος. Υπό την έννοια αυτή και οι τρεις λειτουργιστικές θεωρητικές προσεγγίσεις δεν αποκλείουν την κοινωνική διαφοροποίηση ή την σύγκρουση ως φαινόμενα ασυμβατότητας με τους θεσμούς ή με το κοινωνικό σύστημα εν γένει. Ωστόσο, παραμένει έντονα το ζήτημα της πορείας και του προσανατολισμού της σχετικής ανάλυσης.

Η βασική θεωρητική παραδοχή και των τριών θεωρητικών μοντέλων εδράζεται στο ότι η κοινωνική δράση μπορεί να ερμηνευθεί με όρους ολιστικής-συστημικής αλληλεξάρτησης των μερών τα οποία λειτουργούν ως αυτόνομα συστήματα εν σχέση με το περιβάλλον τους, ανταλλάσσουν, ωστόσο, πληροφορίες και νοήματα με αυτό. Καθώς κάθε σύστημα και υποσύστημα λαμβάνει πληροφορίες από το περιβάλλον, τις επεξεργάζεται και τις μετατρέπει σε ουσιώδη στοιχεία κοινωνικής και ατομικής δράσης. Με τον τρόπο αυτό κάθε σύστημα και υποσύστημα επιτελεί μια λειτουργία και συμβάλει στην αναπαραγωγή τού συστήματος ως σύνολο. Για τον συγγραφέα το θεωρητικό υπόβαθρο του Parsons, μολονότι δεν είναι κάτι το ενιαίο, είναι αυτό που αποτελεί την βάση για τις μετέπειτα επεξεργασίες των άλλων δύο θεωρητικών συλλήψεων που πραγματεύεται, καθώς δημιουργεί τα θεμέλια για τη λειτουργιστική διάσταση της κοινωνικής θεωρίας κατά τον 20ο αιώνα.

Ο συγγραφέας προχωρά στην παρουσίαση των θεωρητικών συλλήψεων των τριών στοχαστών συζητώντας στον ίδιο χρόνο όψεις τής προβληματικής τους. Ξεκινώντας από τον Parsons επιχειρεί να αναλύσει ευσύνοπτα και συμπεριεκτικά τις βασικές προκείμενες της μεγάλης αφήγησης που κατασκεύασε, οι οποίες βασίσθηκαν στην αντίληψη της κοινωνίας ως συστήματος. Αυτό εν γένει διακρίνεται για τον αλληλοσυσχετισμό των μερών του, για την ευταξία του και την τάση αλλαγής του μέσα από ομαλές διαδικασίες. Κατά τον Μαγκλάρα η πρωτοτυπία τού έργου του Parsons έγκειται στην προσπάθεια κατασκευής μιας μεγάλης θεωρίας του κοινωνικού η οποία προσπαθεί να ενώσει σε μεθοδολογικό επίπεδο τις κατακερματισμένες ερμηνείες των κοινωνικών φαινομένων που ήταν το αποτέλεσμα της διάσπασης των κοινωνικών επιστημών σε μεθοδολογικό και οντολογικό επίπεδο. Στην ώριμη περίοδο της Παρσονικής θεωρίας την δεκαετία τού 1960, το εγχείρημα προσανατολίζεται στην μελέτη τής εφαρμογής των αξιών και στην εξαφάνιση τρόπον τινά της ατομικής δράσης ως αιτιολογικού παράγοντα διαμόρφωσης του κοινωνικού.

Ο Luhmann αναλύεται περισσότερο ως πολιτικός φιλόσοφος παρά ως κοινωνικός επιστήμονας. Για τον Luhmann, η κοινωνία αποτελείται από ένα δίκτυο ανταλλαγής νοημάτων τα οποία επικοινωνούνται στα μέρη της και εντός τής οποίας το δρων υποκείμενο απουσιάζει. Η ανάλυσή του εστιάζει στο σύστημα ως αυτο-αναπαραγόμενο και αυτο-αναφερόμενο υποκείμενο επικοινωνίας ενώ η κοινωνική ευταξία στο έργο του είναι το αποτέλεσμα της ίδιας τής διαδικασίας τής κοινωνικής διαφοροποίησης και όχι μιας έλλογης ή σχεδιασμένης κοινωνικής διαδικασίας, σε αντίθεση με τον Parsons και τον Habermas οι οποίοι στηρίζουν την άποψη ότι οι αξίες ή ο διάλογος αντίστοιχα μπορούν να αποτελέσουν την θεμελιώδη βάση τής κοινωνικής τάξης στις σύγχρονες κοινωνίες.