Ο ενεργειακός πλούτος τής Συρίας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο ενεργειακός πλούτος τής Συρίας

Τα πετρελαϊκά συμφέροντα και το συριακό δράμα – Η περίπτωση της Τουρκίας

Τα μεγαλύτερα και ώριμα πετρελαϊκά πεδία είναι το Omar Al-Furat και το Jbessa, που φέρονται να είχαν, το 2010, παραγωγική ικανότητα 100.000 και 200.000 bbl/d, αντίστοιχα. Η ξένη κοινοπραξία που παράγει είναι η Al Furat Petruleum Company (AFPC), που ιδρύθηκε το 1985 και αποτελείται από την Συριακή Επιχείρηση Πετρελαίου, (Syria Petroleum Corporation - SPC) με ποσοστό 50%, την Syria Shell Petroleum Development (SSPD) με 32% και τη Himalaya Energy Syria, [HES - μια σύμπραξη της China National Petroleum Corporation (CNPC) και της Ινδικής Oil & Natural Gas Corporation (ONGC)], με 18% [8]. Η χώρα διαθέτει τρεις σταθμούς εξαγωγών/εισαγωγών πετρελαίου στη Μεσόγειο, όλα υπό τη διαχείριση της Syrian Company for Oil Transportation, (SCOT). Η Baniyas και η Ταρτούς είναι τα μεγαλύτερα λιμάνια από τα οποία εξάγονται οι κύριες ποιότητες πετρελαίου. Στη Λατάκεια χειρίζονται μικρότερα φορτία. Τα τερματικά συνδέονται με διυλιστήρια μέσω εγχώριου δικτύου αγωγών. Οι καθαρές εξαγωγές πετρελαίου τής Συρίας ήταν το 2010, 109.000 bbl/d, από 117.000 το προηγούμενο έτος. Οι εξαγωγές προωθούντο σχεδόν εξ ολοκλήρου σε ευρωπαϊκές χώρες του ΟΟΣΑ, ιδίως στη Γερμανία, την Ιταλία, τη Γαλλία, και τις Κάτω Χώρες [9].

ΤΟ ΦΥΣΙΚΟ ΑΕΡΙΟ

Αν και το φυσικό αέριο είναι σημαντικό για την Συρία, η χώρα δεν αποτελεί έναν από τους μεγάλους παραγωγούς. Η κατανάλωση φυσικού αερίου στην Συρία γνώρισε άνοδο 33% μεταξύ των ετών 2000 και 2011, ενώ η ακαθάριστη παραγωγή αυξήθηκε λίγο περισσότερο από 40%. Το 2009, η Συρία παρήγαγε 219 ΒCF (Billion Cubic Feet) φυσικό αέριο, καταναλώνοντας 251 BCF και εισάγοντας 32 BCF. Η παραγωγή είχε κορυφωθεί στα 252 BCF το 2004, αλλά θα μπορούσε να αυξηθεί, καθώς ορισμένα έργα στην ξηρά έχουν τεθεί σε λειτουργία. Επιπλέον, υποβλήθηκαν προσφορές ύστερα από την προκήρυξη του Μαρτίου του 2010, για οκτώ χερσαία τμήματα. Η Total και η Petro-Canada ήταν από τις πρώτες εταιρείες που επρόκειτο να λάβουν άδειες εξερεύνησης [10]. Όλοι οι σταθμοί παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας της Συρίας μετατρέπονται σε καύση φυσικού αερίου και η εγχώρια ζήτησή του αναμένεται να υπερδιπλασιαστεί μέχρι το 2020 [11]. Παρά το γεγονός ότι η εξόρυξη φυσικού αερίου τής Συρίας αναμένεται να αυξηθεί, θα είναι ανεπαρκής για την κάλυψη της εκτιμώμενης ζήτησης και η Δαμασκός αναπτύσσει σχέδια για την εισαγωγή αυξημένων ποσοτήτων.

Τα αποδεδειγμένα αποθέματα φυσικού αερίου τής Συρίας εκτιμώνται σε 8,5 τρισ. κυβικά πόδια (TCF) στο τέλος τού 2012, σύμφωνα με την Oil and Gas Journal, με ένα ποσοστό αυτών να είναι της μορφής «Associated Petroleum Gas» -(APG). Όπως και τα κοιτάσματα πετρελαίου τής χώρας, η πλειοψηφία των αποθεμάτων τού φυσικού αερίου βρίσκονται στο κεντρικό και ανατολικό τμήμα. Το μεγαλύτερο μέρος του φυσικού αερίου της Συρίας χρησιμοποιείται στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και από εμπορικούς και οικιακούς πελάτες. Η Δαμασκός χρησιμοποιεί επίσης φυσικό αέριο στην εξόρυξη του πετρελαίου, με μέσο όρο σχεδόν το 17% της ημερήσιας ακαθάριστης παραγωγής να έχει επανεισαχθεί στις πετρελαιοπηγές τής χώρας, μεταξύ των ετών 2000 και 2011. Η Συρία μείωσε σημαντικά τις απώλειες φυσικού αερίου κατά την τελευταία δεκαετία.

Η Συρία έχει επίσης προσφέρει συγκεκριμένες υπεράκτιες εκτάσεις για έρευνες υδρογονανθράκων. Αυτές οι περιοχές αναμένονται να περιέχουν κυρίως φυσικό αέριο, όπως και άλλα υπεράκτια τμήματα στην Ανατολική Μεσόγειο. Η ανακάλυψη μεγάλων κοιτασμάτων φυσικού αερίου υπεράκτια του Ισραήλ, οδήγησε γενικότερα στην ανανέωση του ενδιαφέροντος για τα συνεχόμενα και γειτνιάζοντα υπεράκτια εδάφη τού γειτονικού Λιβάνου [12], της Κύπρου και της Συρίας. Μετά τα απογοητευτικά αποτελέσματα της υποβολής προσφορών το 2007, το συριακό Υπουργείο Πετρελαίου και Ορυκτών Πόρων και η συριακή General Petroleum Corporation (GPC) επέλεξαν τρία υπεράκτια τμήματα για την υποβολή νέων προσφορών τον Μάρτιο του 2011, με καταληκτική ημερομηνία την 5η Οκτωβρίου [13].

ΟΙ ΑΓΩΓΟΙ

Από τις αρχές του 1944 κατά την διάρκεια του Β΄ Π.Π., οι ΗΠΑ είχαν αναγγείλει την απόφασή τους να κατασκευάσουν ένα δίκτυο πετρελαιαγωγών συνολικού μήκους 2.000 χλμ, διασύνδεσης του Περσικού Κόλπου με την Μεσόγειο και συγχρόνως να εξοπλίσουν και να επεκτείνουν τα διυλιστήρια του Μπαχρέιν, της Αλεξανδρείας και της Χάιφας. Από στρατηγικής πλευράς το σχέδιο ήταν επιτυχημένο, γιατί με αυτή τη μέθοδο μπορούσε να αποφευχθεί η μεταφορά πετρελαίου από θαλάσσης, που με τον πόλεμο είχε γίνει επικίνδυνη. Η Βρετανία διαβλέποντας την πρόθεση της Ουάσιγκτον να περιορίσει τον ρόλο τής διώρυγας του Σουέζ, όπου είχαν εγκατασταθεί οι Άγγλοι, αλλά και την υστεροβουλία να υπαχθούν τα μεταφορικά μέσα τού πετρελαίου στη Μέση Ανατολή υπό αμερικανικό έλεγχο, διαμαρτυρήθηκε στον Ιμπν Σαούντ, βασιλιά τής Σαουδικής Αραβίας, ώστε να αρνηθεί στους Αμερικανούς την εκτέλεση του έργου.