Το Κυπριακό και η διαπραγμάτευση του ρίσκου | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το Κυπριακό και η διαπραγμάτευση του ρίσκου

Πώς μια φοβική αντιμετώπιση μπορεί να υπονομεύσει τις πιθανότητες βιώσιμης λύσης

Πρώτον, έχει αναφερθεί από την Κυπριακή κυβέρνηση ότι το θέμα τής ενιαίας διεθνούς νομικής προσωπικότητας (single international legal personality) και της ενιαίας κυριαρχίας (single sovereignty) έχει κλείσει θετικά με ρητή αναφορά στο Κοινό Ανακοινωθέν. Αυτό είναι γεγονός. Από την άλλη πλευρά, η αντιπολίτευση αναφέρεται ότι η μη αναφορά και σε αδιαίρετη κυριαρχία (single and indivisible sovereignty) αφήνει ανοικτή τη νομική δυνατότητα διαίρεσης, ιδιαίτερα αφού υπάρχει αναφορά στο ότι η κυριαρχία πηγάζει ισότιμα από τους Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους. Και αυτό είναι γεγονός. Υπάρχει, όμως, και ρητή αναφορά ότι δεν επιτρέπεται η ένωση ή η διχοτόμηση ή η απόσχιση μέρους τής Κύπρου ή μονομερούς αλλαγής της τάξης πραγμάτων. Δηλαδή, υπάρχουν μεν ρίσκα από την έλλειψη συγκεκριμένων ενισχυτικών αναφορών αλλά και σαφής αναίρεση προβληματικών σεναρίων με άλλες ενισχυτικές αναφορές.

Δεύτερον, γίνεται επίσης προσπάθεια στο Κοινό Ανακοινωθέν να οριστικοποιηθεί η έννοια της κυριαρχίας με αναφορά στην κυριαρχία «που απολαμβάνουν τα κράτη-μέλη των Ηνωμένων Εθνών». Δεν είμαι βέβαιος ότι αυτή η αναφορά βοηθά. Είναι αλήθεια ότι μόνο εδαφικά κυρίαρχες οντότητες είναι κράτη-μέλη των ΗΕ, αλλά υπάρχουν κράτη-μέλη με εμφανώς διαφορετική «ποιότητα» κυριαρχίας από άλλα. Για παράδειγμα, οι Ομόσπονδες Πολιτείες τής Μικρονησίας και τα Νησιά Μάρσαλ, τα οποία στη βάση σύμβασης υποχρεούνται να συμβουλεύονται τις ΗΠΑ σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, έχουν παραδώσει στις ΗΠΑ πλήρη δικαιοδοσία και ευθύνη όσον αφορά θέματα άμυνας και ασφάλειας. Παρόμοια είναι και η περίπτωση του Μπουτάν σε σχέση με την Ινδία. Δεν νομίζω ότι αυτές οι περιπτώσεις μπορούν και πρέπει να θεωρούνται πρότυπα, έστω και έμμεσα.

Τρίτον, ακόμη και η περίπτωση της «ποιότητας» της κυριαρχίας τής Κυπριακής Δημοκρατίας –κράτους-μέλους των ΗΕ– καθώς και των καθεστώτων εξαίρεσης που έχουν δημιουργηθεί στο νησί, εμπεριέχει ερωτήματα [5], ιδιαίτερα σε σχέση με την Συνθήκη Εγγυήσεως και τα δικαιώματα επέμβασης που είχαν δοθεί στις εγγυήτριες δυνάμεις το 1960, τα οποία έτυχαν ενδιαφερουσών νομικών αναλύσεων και γνωματεύσεων από έγκριτους διεθνείς νομικούς. «Περιορισμένη» κυριαρχία (restricted sovereignty) και άλλες συναφείς αναφορές, είναι όροι που συχνά βρίσκουμε στην βιβλιογραφία, ακόμη και από συγγραφείς που συμβούλευσαν και γνωμάτευσαν υπέρ τής κυπριακής κυβέρνησης στο παρελθόν (π.χ. Crawford) [6]. Αυτό όσον αφορά το μεγάλο εύρος τού τι μπορεί να καλύπτει ή να μην καλύπτει η κυριαρχία κρατών μελών των ΗΕ. Αλλά και όσον αφορά το πώς και πού μπορεί να διαφοροποιηθεί και να αναβαθμισθεί η υφιστάμενη κυπριακή κυριαρχία, στον βαθμό που την συζητούμε στο πλαίσιο της Κυπριακής Δημοκρατίας που δημιουργήθηκε το 1960, και όχι εξ’ αρχής. Σεβαστή η άποψη ότι το Κυπριακό πρέπει να συζητηθεί σε μια εντελώς καινούργια βάση, συγκεκριμένα μετά-ιμπεριαλιστική [7], με την οποία εν μέρει συμφωνώ, αλλά αυτό, όπως γνωρίζουμε, εμπεριέχει άλλα ρίσκα. Πέρα από το πολιτικό ρίσκο να μη μπορούν να οικοδομηθούν συμμαχίες με εμπλεκόμενους δρώντες εντός και εκτός Κύπρου, ενδέχεται να αποδομηθεί το κράτος που εγκαθιδρύθηκε το 1960 κάτι που τελικά να νομιμοποιήσει διεθνείς δρώντες να εισηγηθούν νέα καθεστώτα και «πραγματικότητες», αφού η συνέχεια του ιδρυτικού κράτους κρίνεται από αυτούς που το κατέχουν ως προβληματική. Φυσικά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να διεκδικηθεί κατάργηση ή διαφοροποίηση των υφιστάμενων πατερναλιστικών και νέο-αποικιακών εγγυήσεων και εξαρτήσεων.

Τέταρτον, οι πρόσφατες γνωματεύσεις από τους Crawford [Β] και Lowe and Sawden [Γ] που έχει λάβει η κυπριακή κυβέρνηση σε σχέση με το Κοινό Ανακοινωθέν θεωρώ ότι είναι σημαντικές και ξεκάθαρες. Συγκεκριμένα, είναι σαφείς στο σημείο ότι το Κοινό Ανακοινωθέν δεν δημιουργεί οποιαδήποτε νέα νομικά δεδομένα στο Διεθνές Δίκαιο, όπως την πιθανότητα δημιουργίας νέου κράτους και όχι τη μετεξέλιξη της Κυπριακής Δημοκρατίας. Σημειώστε, όμως, κάτι που δεν συζητήθηκε στην Ελληνοκυπριακή πλευρά. Συγκεκριμένα, ότι η γνωμάτευση Crawford (παρ. 4) αναφέρεται στις πρόνοιες του κράτους που δημιουργήθηκε το 1960 (δηλαδή με τους Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους ως συνιδρυτές και τους Μακάριο και Κουτσιούκ ως συνυπογράφοντες των Συμφωνιών), με άμεση αιχμή στη μονοκοινοτική μορφή που πήρε η Κυπριακή Δημοκρατία μετά το 1963-4 μέσω του δικαίου τής ανάγκης. Δηλαδή το απαράδεκτο του στάτους κβο που αναφέρεται στο Κοινό Ανακοινωθέν Αναστασιάδη – Έρογλου (αλλά και στην Συμφωνία Παπαδόπουλου – Ταλάτ της 8ης Ιουλίου 2006) μπορεί να ερμηνευθεί μεν ως η μη αποδοχή τής ντε φάκτο διαίρεσης του νησιού (όπως σίγουρα συμφέρει στην Ελληνοκυπριακή πλευρά) αλλά και της μονοκοινοτικής εκπροσώπησης της Κυπριακής Δημοκρατίας (όπως σίγουρα συμφέρει στην Τουρκοκυπριακή πλευρά). Στο διεθνές δίκαιο η αναγνωρισμένη κρατική οντότητα ήταν και παραμένει η ίδια από την εγκαθίδρυση του 1960 και μετά, παρ’ όλο που η δικοινοτική διακυβέρνηση και έκφραση της κυριαρχίας πριν το 1963-4 έχει πολιτικά λησμονηθεί στην Ελληνοκυπριακή πλευρά (π.χ. Κοινοτικές Συνελεύσεις, Τουρκοκύπριοι βουλευτές, Τουρκοκύπριος Αντιπρόεδρος με δικαίωμα βέτο, κτλ.). Άρα, μια σημαντική πτυχή τής αξιολόγησης των νομικών ρίσκων, αφορά με ποια συνταγματική μορφή και χρονική περίοδο συγκρίνουμε τις ενδιάμεσες συμφωνίες του Κυπριακού αλλά και την τελική λύση. Τα ρίσκα διαφοροποιούνται ανάλογα με το τι νομίζει κάποιος ότι κατέχει (και θα χάσει) ή θα πρέπει να έχει (και δεν θα αποκτήσει).

Οι γνωματεύσεις δεν είναι δικαστικές αποφάσεις ή θέσφατα, αλλά είναι υποστηρικτικές, ιδιαίτερα όταν δίνονται γραπτώς από έγκριτους νομικούς διεθνούς εμβέλειας σε θέματα της ειδικότητας τους. Με όλο το σεβασμό στις ερμηνείες νομικών που δρουν σε εθνικό επίπεδο και χωρίς εξειδίκευση στο διεθνές δίκαιο, θεωρώ ότι οι ερμηνείες των πρώτων έχουν περισσότερο κύρος και εμπεριέχουν λιγότερα νομικά ρίσκα από αυτές των δεύτερων.

Η ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ ΤΗΣ ΤΕΛΙΚΗΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ