Αντίο, Κριμαία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Αντίο, Κριμαία

Γιατί οι Ουκρανοί δεν νοιάζονται να χάσουν έδαφος από την Ρωσία
Περίληψη: 

Στην πρόσφατη συζήτηση στην Δύση σχετικά με την ρωσική επιθετικότητα στην Κριμαία, έχει χαθεί το ερώτημα κατά πόσον οι Ουκρανοί πιστεύουν ότι η Κριμαία αξίζει μια μάχη.

Ο TARAS KUZIO είναι συνεργάτης ερευνητής στο Centre for Political and Regional Studies στο Πανεπιστήμιο της Alberta.

Όταν ρώτησα πρόσφατα ένα μέλος τής Lvivska Sotnia - μιας φλογερής εθνικιστικής ταξιαρχίας αυτοάμυνας που παρείχε ασφάλεια κατά τους μήνες των διαδηλώσεων στην πλατεία Ανεξαρτησίας τού Κιέβου - πώς ήθελε να ανταποκριθεί η Ουκρανία στην κατάληψη της Κριμαίας από την Ρωσία, θα περίμενε κανείς μια έντονα σωβινιστική απάντηση. Ο άνθρωπος αυτός ήταν, στο κάτω-κάτω, ένας από εκείνους τους Ουκρανούς τούς οποίους ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν χρησιμοποίησε ως πρόσχημα για την εισβολή του εξ αρχής. Αλλά, προέκυψε ότι τελικά το τελευταίο πράγμα που ήθελε ήταν να προσπαθήσει το Κίεβο να ξαναπάρει την Κριμαία με την βία – αυτό, είπε, θα ενείχε απλώς τον κίνδυνο να ξεσπάσει ο Γ’ Παγκόσμιος Πόλεμος.

Το ερώτημα εάν οι Ουκρανοί πιστεύουν ότι η Κριμαία αξίζει μια μάχη είναι χαμένο στην πρόσφατη συζήτηση στην Δύση για την ρωσική επιθετικότητα στην Κριμαία. Παρά το γεγονός ότι οι Δυτικοί (και η κυβέρνηση της Ουκρανίας) πρεσβεύουν την σημασία τής προάσπισης της εδαφικής ακεραιότητας της Ουκρανίας, τους περισσότερους Ουκρανούς δεν φαίνεται να τους πειράζει να αφήσουν την Κριμαία να αποσχισθεί. Γι’ αυτούς, το ζήτημα είναι πολύ περισσότερο θέμα σύνεσης αντί αρχών.

Υπάρχουν τρεις βασικοί παράγοντες που τροφοδοτούν την παθητικότητα της Ουκρανίας απέναντι στην επιθετικότητα της Ρωσίας στην Ουκρανία. Πρώτον, υπάρχει η αστάθεια και ο διχασμός τής σημερινής πολιτικής ηγεσίας. Μέχρι τις εκλογές που έχουν προγραμματιστεί για τις 25 Μαΐου, η Ουκρανία έχει απλώς μια προσωρινή κυβέρνηση - και μάλιστα αδύναμη. Ο Αρσένι Γιάτσενιουκ, ο υπηρεσιακός πρωθυπουργός, είναι σύμμαχος της Γιούλια Τιμοσένκο, πρώην πρωθυπουργού και αρχηγού τού κόμματος «Πατρίδα», η οποία είχε φυλακιστεί από το 2011 ως το 2014. Επιπλέον, μόνο δύο από τις τέσσερις κύριες δυνάμεις τής αντιπολίτευσης που ανέτρεψε την προηγούμενη κυβέρνηση – το κόμμα «Πατρίδα» και το εθνικιστικό «Svoboda» (Ελευθερία) - έχουν στηρίξει τον τρέχοντα κυβερνητικό συνασπισμό. Ο πρώην πυγμάχος βαρέων βαρών τού μετριοπαθούς κόμματος UDAR (Ukrainian Democratic Alliance for Reforms) Βιάτλι Κλίτσκο αρνήθηκε να συμμετάσχει, όπως και η ομάδα των επιχειρηματιών που συνδέονται με τον Πέτρο Ποροσένκο, ο οποίος ήταν υπουργός Εξωτερικών υπό τον πρώην πρόεδρο Βίκτορ Γιούσενκο. Η κυβέρνηση έχει επίσης αποτύχει να προσεγγίσει τους Ουκρανούς μετριοπαθείς στα ανατολικά, οι οποίοι είναι διασυνδεδεμένοι με το Κόμμα των Περιφερειών, συμπεριλαμβανομένου του εκτοπισθέντα πρωθυπουργού τού Βίκτορ Γιανουκόβιτς, Sergei Tigipko, ο οποίος ήρθε τρίτος στις προεδρικές εκλογές του 2010.

Η κυβέρνηση έχει επίσης αναγκαστεί να αφιερώσει περισσότερο χρόνο και προσοχή στην σταθεροποίηση της επισφαλούς οικονομικής και δημοσιονομικής κατάστασης της χώρας, παρά στην ανάπτυξη μιας αποτελεσματικής στρατιωτική αντίδρασης στην ρωσική επιθετικότητα. Ακόμη και μετά την εισβολή τής Ρωσίας, ο αναπληρωτής πρόεδρος Ολεξάντρ Τιρτσίνοφ και ο Γιάτσενιουκ - ο οποίος ήταν απασχολημένος προσπαθώντας να εξασφαλίσει οικονομική βοήθεια από το ΔΝΤ και τις ΗΠΑ, και με την προετοιμασία τής συμφωνίας σύνδεσης με την Ευρωπαϊκή Ένωση, που θα υπογραφεί την επόμενη εβδομάδα - απέτυχε να δώσει σαφείς οδηγίες στις ουκρανικές στρατιωτικές δυνάμεις στην Κριμαία. Τα στρατεύματα δεν διατάχθηκαν ούτε να αποσυρθούν ούτε να υπερασπιστούν τον εαυτό τους και τις βάσεις τους. Ως αποτέλεσμα, έχουν εγκαταλειφθεί στην Κριμαία, και πολλά από τα όπλα τους να έχουν περάσει δια της βίας στους τοπικούς παραστρατιωτικούς.

Ένας δεύτερος παράγοντας που βαρύνει για την παθητικότητα των Ουκρανών είναι η συνειδητοποίηση του πόσο δύσκολο μπορεί να είναι να ελέγξουν την Κριμαία. Υπάρχει μια βαθιά ρίζα ξενοφοβίας στον ρωσικό πληθυσμό τής περιοχής. Το 1991, υπέστην φυσική βία επειδή μιλούσα ουκρανικά έξω από το κτίριο του κοινοβουλίου τής Κριμαίας, και μου αρνήθηκαν την αγορά ενός εισιτηρίου τρένου, εκτός αν μιλούσα στα ρωσικά. Ο εν ενεργεία ηγέτης τής Κριμαίας, Σεργκέι Αξιόνοφ, έχει, όπως και άλλοι Ρώσοι εθνικιστές, επαινέσει ανοιχτά τον Σοβιετικό ηγέτη Ιωσήφ Στάλιν για την εθνοκάθαρση των Τατάρων τής περιοχής το 1944, που είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο του ήμισυ του συνόλου τού πληθυσμού τους. (Οι Τάταροι έχουν επιστρέψει έκτοτε και τώρα αντιπροσωπεύουν σχεδόν το 20% του πληθυσμού της περιοχής.) Και το 2006 και το 2009, οι τοπικοί Ρώσοι εθνικιστές - υπό την καθοδήγηση του Κόμματος των Περιφερειών τού Γιανουκόβιτς - κινητοποιήθηκαν επιτυχώς εναντίον της διεξαγωγής κοινών στρατιωτικών ασκήσεων μεταξύ της Ουκρανίας και δυνάμεων του ΝΑΤΟ.

Ο Πούτιν έχει υποκινήσει επιτυχώς αυτά τα ξενοφοβικά αισθήματα ώστε να συνδέσει την περιοχή με την Ρωσία - οι πολλές φιλο-ρωσικές εθνικιστικές διαδηλώσεις των τελευταίων εβδομάδων προσφέρουν αφθονία στοιχείων. Κάθε παράθυρο προς μια αντίθετη αφήγηση που προσπαθούσε να ανοίξει η ουκρανική κυβέρνηση - θα μπορούσε να επισημανθεί, για παράδειγμα, ότι οι Ρώσοι αποτελούν μόνο το 58% του συνολικού πληθυσμού στην Κριμαία, και ότι έχουν εγγυημένη πολιτική και πολιτιστική αυτονομία - έκτοτε έχει κλείσει.

Ο τρίτος και πιο σημαντικός παράγοντας, ωστόσο, είναι ότι οι περισσότεροι Ουκρανοί έχουν πάντα μια αμφιθυμία σχετικά με την Κριμαία. Η περιοχή πέρασε από τον ρωσικό στον ουκρανικό έλεγχο το 1954, και οι Ρώσοι εξακολουθούν να αισθάνονται μια πολύ ισχυρότερη αίσθηση σύνδεσης με την περιοχή, και συγκεκριμένα με το λιμάνι τής Σεβαστούπολης, από όσο οι Ουκρανοί. Μερικοί Ουκρανοί πιστεύουν ακόμη ότι η Κριμαία έχει δικαίωμα να αποσχισθεί, αν και μπορεί να επιθυμούσαν η Κριμαία να το είχε πράξει με πιο μεθοδικό τρόπο. «Αν υπάρχει μια σαφής πλειοψηφία ανθρώπων σε ένα συγκεκριμένο έδαφος που δεν θέλουν να φιλοξενούνται στο κράτος στο οποίο ζουν», δήλωσε πριν από τη ρωσική εισβολή ο Ουκρανός συγγραφέας Mykola Riabchuk, «θα πρέπει να έχουν το δικαίωμα να αποσχιστούν, κάτι που θα απαιτήσει κάποιες διαπραγματεύσεις, διεθνή μεσολάβηση, δημοψηφίσματα, και διευθετήσεις των δικαιωμάτων των εθνικών μειονοτήτων μετά τον διαχωρισμό». Οι Ρώσοι, από την άλλη πλευρά, είναι πρόθυμοι να πολεμήσουν για αυτό.