H νέα γερμανική Ostpolitik | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

H νέα γερμανική Ostpolitik

Ένα παλαιό δόγμα εξωτερικής πολιτικής ανανεώνεται
Περίληψη: 

Ο Frank-Walter Steinmeier, ο υπουργός Εξωτερικών τής Γερμανίας, κληρονόμησε μια μεγάλη γερμανική παράδοση να παραμερίζει τις ανησυχίες για τα ανθρώπινα δικαιώματα όταν διαπραγματεύεται με την Ρωσία. Αλλά η δυναμική απάντηση του Σταϊνμάγερ στην κρίση τής Ουκρανίας σηματοδοτεί ότι η γερμανική εξωτερική πολιτική εισέρχεται σε μια τελείως νέα εποχή.

Ο JAKOB MISCHKE είναι εκτελεστικό μέλος της διοίκησης της Γερμανικής Ένωσης Ουκρανιστών (German Association of Ukrainianists).
Ο ANDREAS UMLAND είναι αναπληρωτής καθηγητής της DAAD (Deutscher Akademischer Austausch Dienst) στην Ακαδημία Kiev-Mohyla, στην Ουκρανία.

Όταν ο Frank-Walter Steinmeier διορίστηκε υπουργός Εξωτερικών τής Γερμανίας τον Δεκέμβριο του 2013, οι Ευρωπαίοι, δύσπιστοι όσον αφορά την Ρωσία, το εξέλαβαν ως ένα δυσοίωνο σημάδι. Σχολαστικός σοσιαλδημοκράτης, ο Σταϊνμάγερ ήταν γνωστός ως ένας από τους πιο ισχυρούς υποστηρικτές στην Γερμανία για στενές σχέσεις μεταξύ Βερολίνου και Μόσχας και υπέρ ενός στυλ realpolitik προς τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν, που παραμέριζε τις ανησυχίες για τα ανθρώπινα δικαιώματα υπέρ τής εμβάθυνσης των οικονομικών δεσμών. Ο ενθουσιασμός τού Σταϊνμάγερ ερχόταν σε αντίθεση με τον σκεπτικισμό τής Γερμανίδας καγκελάριου Άνγκελα Μέρκελ για τον Πούτιν, αλλά οι περισσότεροι περίμεναν ότι η καγκελαρία θα παραχωρήσει το χαρτοφυλάκιο της Ρωσίας στον νέο υπουργό Εξωτερικών.

Η αντίδραση της γερμανικής κυβέρνησης στην κρίση τής Ουκρανίας έχει καθησυχάσει τους περισσότερους από τους αρχικούς φόβους. Η Μέρκελ έχει δώσει μια πιο σκληρή από ό, τι αναμενόταν απάντηση, απειλώντας με ευρείες κυρώσεις που θα κάνουν «τεράστια» ζημιά στην ρωσική οικονομία. Αλλά είναι η απάντηση του Σταϊνμάγερ, η οποία έχει σε μεγάλο βαθμό ταιριάξει με την σθεναρότητα της Μέρκελ, που δίνει μια ένδειξη ότι η στρατηγική τής Γερμανίας απέναντι στην Ρωσία μπορεί να υποβάλλεται σε κάτι περισσότερο από μια προσωρινή μετατόπιση. Φαίνεται όλο και περισσότερο ότι ο Σταϊνμάγερ και οι συνάδελφοί του σοσιαλδημοκράτες έχουν την πρόθεση επανεξετάσουν την παραδοσιακά διαλλακτική στάση τους απέναντι στην Ρωσία, καθώς και το δόγμα εξωτερικής πολιτικής που την υποστηρίζει. Αν είναι έτσι, η γερμανική εξωτερική πολιτική θα πρέπει να εισέρχεται σε μια νέα εποχή.

Ο Σταϊνμάγερ γεννήθηκε το 1956 στο Detmold, μια επαρχιακή πόλη στην Δυτική Γερμανία. Το 1975, έγινε μέλος τού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας (SPD) στο αποκορύφωμα της Neue Ostpolitik, μιας εξωτερικής πολιτικής που εισήγαγε, λίγα χρόνια νωρίτερα, ο Βίλυ Μπραντ, πρώτος καγκελάριος της Δυτικής Γερμανίας από το SPD. Η Neue Ostpolitik, που σημαίνει «νέα ανατολική πολιτική», με στόχο την βελτίωση των σχέσεων της Βόννης με την Σοβιετική Ένωση και τους κομμουνιστές συμμάχους της στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, υπό το σύνθημα «αλλαγή μέσω επαναπροσέγγισης» (Wandel durch Annäherung). Η πολιτική τού Μπράντ οδήγησε σε μια σειρά από πρωτοποριακές συνθήκες μεταξύ Δυτικής Γερμανίας και Σοβιετικής Ένωσης, καθώς και με τους δορυφόρους της, την Πολωνία, την Ανατολική Γερμανία και την Τσεχοσλοβακία. Ως αποτέλεσμα, οι εντάσεις μεταξύ της Γερμανίας και του κομμουνιστικού μπλοκ μειώθηκαν και οι οικονομικοί δεσμοί αναπτύχθηκαν. Σε μακροπρόθεσμη βάση, έλεγε η θεωρία, οι φιλικές σχέσεις θα οδηγούσαν σε μεγαλύτερη σταθερότητα και ασφάλεια στην Ευρώπη, και ίσως ακόμη και σε μια σταδιακή ανατροπή τού σοβιετικού αυταρχισμού.

Μεταξύ των μεγαλύτερων διπλωματικών επιτυχιών τής Ostpolitik ήταν η Διάσκεψη για την Ασφάλεια και την Συνεργασία στην Ευρώπη, στο Ελσίνκι, το 1975. Αυτή η πρωτοποριακή συνάντηση, στην οποία συμμετείχαν εκπρόσωποι τόσο από τις χώρες των Δυτικών όσο και των κομμουνιστικών συνασπισμών στην Ευρώπη, κατέληξε σε συμφωνία που αναγνώρισε τη νομιμότητα του Σοβιετικού αιτήματος για μη παρέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις άλλων χωρών (Αρχή VI) ως αντάλλαγμα για την επίσημη αναγνώριση από την Μόσχα τής νομιμότητας των οικουμενικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των βασικών ελευθεριών (Αρχή VII). Η Πράξη τού Ελσίνκι αργότερα πιστώθηκε ότι έπαιξε έναν σημαντικό, αν και έμμεσο ρόλο, στην διάλυση του κομμουνισμού στην Ευρώπη, καθώς οι διαφωνούντες εντός τού κομμουνιστικού μπλοκ άρχισαν να απαιτούν από τις κυβερνήσεις τους να ανταποκριθούν στις ίδιες τους τις υποσχέσεις.

Από την έγκριση της Πράξης τού Ελσίνκι, ωστόσο, η Ostpolitik των Σοσιαλδημοκρατών τής Γερμανίας έχουν υποστεί μια μικρή αλλά σημαντική αλλαγή. Εκεί που οι διατάξεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα κάποτε έπαιζαν σημαντικό ρόλο στην επιρροή τού SPD στη Μόσχα, το κόμμα όλο και περισσότερο άρχισε να δίνει έμφαση στην αρχή τής Πράξης τού Ελσίνκι, περί μη παρέμβασης. Ήταν ο διάδοχος του Μπραντ, ο Χέλμουτ Σμιτ, ο οποίος υπέγραψε την Πράξη τού Ελσίνκι για λογαριασμό τής Δυτικής Γερμανίας, δίνοντας έμφαση (όπως κάνει ακόμα και σήμερα) στο ότι ο πρωταρχικός στρατηγικός στόχος τής Γερμανίας πρέπει πάντα να είναι η διατήρηση της ειρήνης - ένας στόχος που, όπως υποστηρίζει, διατηρείται καλύτερα μέσω αδιάλειπτων διαπραγματεύσεων και καλών σχέσεων με όλες τις κυβερνήσεις, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που διαπράττουν παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και εκείνων που δεν είναι δημοκρατικά νομιμοποιημένες. Πιο πρόσφατα, ο Σμιτ έφτασε μέχρι και να δηλώσει ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι μια σχετικά καινούργια έννοια που θα πρέπει να ισχύει μόνο για την Δύση [1] και όχι σε χώρες όπως η Κίνα και η Ρωσία.