Bad company | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Bad company

Γιατί η Δύση είναι αδύναμη απέναντι στην Ρωσία
Περίληψη: 

Η εξάρτηση της Ευρώπης από τις ρωσικές ενεργειακές εξαγωγές και τα συμφέροντα μεγάλων ευρωπαϊκών εταιρειών στην Ρωσία, φρενάρουν τους Ευρωπαίους πολιτικούς από το να υποστηρίξουν αυστηρότερες κυρώσεις εναντίον τού Πούτιν.

Ο TOM KEATINGE, πρώην επενδυτικός τραπεζίτης στην J.P. Morgan, είναι αναλυτής χρηματοοικονομικών και ασφάλειας. Μπορείτε να τον ακολουθείτε στο Twitter @keatingetom [1].

Κατά την διάρκεια των τελευταίων ημερών, καθώς η Ρωσία αποδείχθηκε απρόθυμη να ανταποκριθεί στους όρους τής συμφωνίας τής Γενεύης (τής 17ης Απριλίου) για την Ουκρανία, τα Δυτικά έθνη καταδίκασαν πιο ηχηρά την χώρα. Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Τζον Κέρι, κατηγόρησε τη Μόσχα για «αντιπερισπασμό, παραπλάνηση και αποσταθεροποίηση [2]» επειδή υποστήριξε τους εθνοτικούς Ρώσους αυτονομιστές στην ανατολική Ουκρανία. Εν τω μεταξύ, το G-7 (πρώην G-8, προτού η Ρωσία αποβληθεί νωρίτερα φέτος) επέπληξε την χώρα επειδή δεν ανέλαβε «συγκεκριμένες δράσεις για την στήριξη της συμφωνίας τής Γενεύης [3]» και απείλησε να επιβάλει πρόσθετες κυρώσεις, οι οποίες, σύμφωνα με τον Βρετανό υπουργό Εξωτερικών William Hague, θα ήταν «πιο εκτεταμένες [4]» από οποιεσδήποτε άλλες.

Στην περίπτωση αυτή, οι εν λόγω εκτεταμένες κυρώσεις υπολείπονταν. Βεβαίως, μερικά ισχυρά και καλά διασυνδεδεμένα άτομα έχουν πρόσφατα προστεθεί στην οικονομική «μαύρη λίστα» τής Δύσης, αλλά υπάρχει μικρή πιθανότητα ότι αυτός ο πρόσφατος γύρος κυρώσεων θα κάνει μεγάλη ζημιά. Η Δύση έχει τα όπλα για ουσιαστικό οικονομικό πόλεμο, οπότε γιατί είναι τόσο επιφυλακτική σχετικά με την χρήση τους;

Όπως έχει αναφερθεί ευρέως, η ρωσική οικονομία βρίσκεται σε δεινή θέση. Το 2013, η αύξηση του ΑΕΠ της Ρωσίας επιβραδύνθηκε για τέταρτη συνεχή χρονιά σε μόλις 1,3% [5]. Τώρα, κεφάλαια φεύγουν από την χώρα - κατά το πρώτο εξάμηνο του έτους, οι διαρροές κεφαλαίων έφτασαν μέχρι τα 60 δισ. δολάρια [6], όσα στο σύνολο του 2013 - η οικονομία είναι πιθανό να «παγώσει». Η S&P υποβάθμισε την πιστοληπτική ικανότητα της Ρωσίας σε ξένο νόμισμα σε μόλις μια βαθμίδα πάνω από τα «σκουπίδια» (junk), η Ρωσία έχει ακυρώσει πωλήσεις κρατικών ομολόγων, η Κεντρική της Τράπεζα έχει προχωρήσει σε δύο απροσδόκητες αυξήσεις επιτοκίων για να σταθεροποιήσει το ρούβλι, και διεθνείς τράπεζες όλο και μειώνουν την παροχή δανείων [7] στις ρωσικές κρατικές τράπεζες και τις ρωσικές επιχειρήσεις.

Παρ’ όλα αυτά, ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν παραμένει προκλητικός, η δημόσια αποδοχή του εξακολουθεί να είναι υψηλή και η απροθυμία του να κατευνάσει τις δράσεις των ρωσόφιλων μέσα στην Ουκρανία παραμένει ακλόνητη. Για να αλλάξει αυτό, οι κυρώσεις θα πρέπει να επιβάλουν κάποιο ουσιαστικό κόστος. Το γεγονός ότι η Δύση δεν έχει επιλέξει να προξενήσει ένα πραγματικό κόστος για την συμπεριφορά τού Πούτιν αποκαλύπτει ότι, ίσως, συμφέροντα άλλα από αυτά που θέλουν να αποτρέπουν την Ρωσία καθοδηγούν την λήψη αποφάσεων.

ΟΙ ΑΠΙΘΑΝΕΣ ΕΠΙΘΥΜΙΕΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ

Οι ευρωπαίοι ηγέτες, ειδικότερα, βρίσκονται σε μια διόλου αξιοζήλευτη θέση. Η Ευρώπη στο σύνολό της εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις ρωσικές ενεργειακές εξαγωγές. Η Ιταλία και η Γερμανία παίρνουν έως το ένα τρίτο τού φυσικού αερίου τους από την Ρωσία και τα κράτη τής Βαλτικής και η Φινλανδία βασίζονται εξ ολοκλήρου στον γείτονά τους. Οι αισιόδοξοι υποστηρίζουν ότι μακροπρόθεσμα η κρίση στην Ουκρανία θα μπορούσε να είναι προς όφελος της Ευρώπης, επειδή θα μπορούσε να προκαλέσει μια από καιρό αναμενόμενη αναδιάρθρωση των ενεργειακών αγορών τής ΕΕ από την εξάρτηση από την Ρωσία. Οι απαισιόδοξοι αντιτείνουν ότι η Ευρώπη, πάντοτε αργή σε μεταρρυθμίσεις, θα είναι αδύναμη απέναντι στον φόβο ότι τα φώτα θα σβήσουν για τους πολίτες της.

Η ενεργειακή πρόκληση δεν είναι η μόνη οικονομική πίεση στους Ευρωπαίους ηγέτες. Επιχειρήσεις τής γηραιάς ηπείρου έχουν επενδύσει σε μεγάλο βαθμό στις σχέσεις με την Ρωσία τα τελευταία 20 χρόνια και είναι επιφυλακτικές στο να χάσουν αυτούς τους δεσμούς. Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι μακράν ο πιο σημαντικός εμπορικός εταίρος τής Μόσχας. Στα περίπου 373 δισεκατομμύρια δολάρια, η ΕΕ αντιπροσώπευε πάνω από το 40% των συναλλαγών τής διεθνούς κοινότητας με την Ρωσία το 2012. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, αντίθετα, συνέβαλαν με λιγότερο από 27 δισεκατομμύρια δολάρια στο ρωσικό εμπόριο [8]. Αυτό είναι στο ίδιο επίπεδο με τις επενδύσεις που η Γερμανία, μια πολύ μικρότερη οικονομία, έχει κάνει μόνη της. Σύμφωνα με την Επιτροπή Οικονομικών Σχέσεων Ανατολικής Ευρώπης, 300.000 θέσεις εργασίας στην Γερμανία [9] εξαρτώνται από το εμπόριο με την Ρωσία, 6.200 επιχειρήσεις γερμανικών συμφερόντων δραστηριοποιούνται στην Ρωσία, και οι εν λόγω εταιρείες έχουν 27 δισεκατομμύρια δολάρια επενδυμένα στην Ρωσία.

Επομένως, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι, φοβούμενες για τα περιθώριά τους, εταιρείες ενέργειας, όπως η γερμανική BASF, η Αυστριακή OMV, η ιταλική ΕΝΙ και η Βρετανική BP (ιδιοκτήτρια του 20% των μετοχών τού ρωσικού ενεργειακού κολοσσού Rosneft) πιέζουν κατά των κυρώσεων. Είναι επίσης κατανοητό ότι μια σειρά από ανώτατα στελέχη, μεταξύ των οποίων και της Siemens [10], έχουν κάνει επισκέψεις στον Πούτιν κατά τις τελευταίες εβδομάδες - και ότι η Adidas, η ThyssenKrupp και η Deutsche Post επέκριναν τους πολιτικούς τής ΕΕ [11] για την προσέγγισή τους στην Μόσχα. Όπως κάποιοι σημείωναν, ήταν πιθανό η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ να μοιράζεται αυτές τις ανησυχίες με τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα, όταν οι δύο τους συναντήθηκαν την περασμένη εβδομάδα [12].

Οι ευρωπαίοι ηγέτες επέτρεψαν στους εαυτούς τους να βυθιστούν στις ανέφικτες επιθυμίες τους. Επιδιώκουν να αναγκάσουν τον Πούτιν να αλλάξει πορεία απειλώντας με οικονομική ζημία. Αλλά, φοβούμενοι τις οικονομικές επιπτώσεις που οι κυρώσεις μπορεί να προκαλέσουν στις δικές τους χώρες, επιτρέπουν στην εταιρική ιδιοτέλεια να δικαιολογεί την αδύναμη και διαιρεμένη αντίδρασή τους.