Η αχίλλειος πτέρνα τού Ερντογάν | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η αχίλλειος πτέρνα τού Ερντογάν

Γιατί ο νέος πρόεδρος κέρδισε τις εκλογές αλλά θα χάσει την οικονομία
Περίληψη: 

Ο Ερντογάν κέρδισε τις προεδρικές εκλογές τού περασμένου Σαββατοκύριακου. Αλλά τα θεμέλια της εξουσίας του είναι ασταθή.

Ο HALIL KARAVELI είναι βασικός συνεργάτης στο Central Asia-Caucasus Institute και στο Πρόγραμμα Σπουδών Silk Road το οποίο είναι συνδεδεμένο με την Σχολή Προωθημένων Διεθνών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Johns Hopkins και το Institute for Security and Development Policy. Είναι επίσης διευθυντής σύνταξης στο Turkey Analyst.

Κατά την διάρκεια του περασμένου έτους, ο Τούρκος πρωθυπουργός Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ξεπέρασε κάποια σημαντικά εμπόδια. Συνέθλιψε αστικές διαδηλώσεις το περασμένο καλοκαίρι. Πάταξε τους οπαδούς τού κληρικού Φετουλάχ Γκιουλέν μέσα στην αστυνομία και το δικαστικό σώμα το φθινόπωρο και τον χειμώνα. Εκλογικά, επίσης, ο Ερντογάν φαίνεται ανίκητος: Την Κυριακή, όταν οι Τούρκοι ψηφοφόροι πήγαιναν στις κάλπες για να εκλέξουν νέο πρόεδρο - τον πρώτο που θα εκλεγεί με λαϊκή ψήφο – ο Ερντογάν είχε οριστεί για να κερδίσει θριαμβευτικά.

Ο Ερντογάν έχει υποσχεθεί να επεκτείνει την προεδρική εξουσία. Ο ίδιος δεν κρύβει την φιλοδοξία του να γίνει ο δεύτερος πατέρας τής Τουρκίας˙ Στην πραγματικότητα, φαίνεται να φιλοδοξεί να γίνει ο αντι-Ατατούρκ, δηλαδή να αναμορφώσει την κοσμική δημοκρατία την οποία οικοδόμησε ο ιδρυτής τής Τουρκίας, Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ. Ο Ερντογάν έχει υποσχεθεί να ανυψώσει τις «ευσεβείς γενιές» και συχνά αναφέρεται σε μια ιστορική «αποστολή» που, «αν θέλει ο Θεός», θα εκπληρώσει σύντομα. Τα λόγια του δεν είναι κούφια. Κατ’ αρχήν, οι συνεχιζόμενες αλλαγές στο κοσμικό εκπαιδευτικό σύστημα της Τουρκίας είναι εμφανείς˙ Τα κρατικά σχολεία δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης σε όλη την Τουρκία γίνονται γρήγορα ιερατικά ιδρύματα.

Ωστόσο, δεν είναι η ισλαμιστική ιδεολογία που έχει υποστηρίξει την εξουσία τού Ερντογάν. Είναι η οικονομία. Οι ψηφοφόροι κράτησαν αυτόν και το κόμμα του, το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP), στην εξουσία, διότι τα οικονομικά οφέλη που έφερε το κόμμα έχουν αντισταθμίσει άλλες σκέψεις. Για παράδειγμα, κύματα διεθνούς κεφαλαίου κατά την διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας οδήγησαν σε ραγδαία ανάπτυξη της δημόσιας και της ιδιωτικής κατανάλωσης και των κατασκευών. Αυτά διατήρησαν αναπτυσσόμενη την τουρκική οικονομία.

Τα υλικά θεμέλια της εξουσίας τού Ερντογάν, ωστόσο, δεν είναι σταθερά. Ο Ραχμί Κοτς, ο επίτιμος πρόεδρος της Koc Holding, του μεγαλύτερου βιομηχανικού ομίλου τής Τουρκίας, προειδοποίησε πρόσφατα ότι «Το πιο σημαντικό διαρθρωτικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Τουρκία είναι η υπερβολική εξάρτησή της από τις εισροές ξένων κεφαλαίων». Τα επίπεδα εισοδήματος έπαψαν να αυξάνονται, και η οικονομική ανάπτυξη που βασίζεται στην κατανάλωση και τις κατασκευές συνήθως δεν είναι βιώσιμη μακροπρόθεσμα. Εν ολίγοις, η Τουρκία έχει κολλήσει στην κλασική παγίδα τού μεσαίου εισοδήματος. Και η διέξοδος είναι γνωστή: Αύξηση της παραγωγικότητας, η οποία απαιτεί ένα καλύτερα εκπαιδευμένο πληθυσμό˙ Ενθάρρυνση της καινοτομίας, η οποία απαιτεί μια ελεύθερη πνευματική ατμόσφαιρα˙ Και να αυξηθεί η συμμετοχή των γυναικών στο εργατικό δυναμικό. Η εκπαίδευση περισσότερων κληρικών αντί για επιστήμονες, η φίμωση της ελευθερίας τού λόγου, και η προτροπή, όπως έκανε πρόσφατα ο Ερντογάν, στις νεαρές γυναίκες να μην αναβάλλουν τον γάμο τους λόγω σπουδών, δεν πρόκειται να βοηθήσει την πρόοδο της τουρκικής οικονομίας.

Με το να υπονομεύουν την τουρκική οικονομία σε μακροπρόθεσμη βάση, οι θρησκευτικές πολιτικές τού Ερντογάν θα τον βάλουν τελικά απέναντι σε ορισμένους από τους σημαντικότερους υποστηρικτές του: Τις μεγάλες επιχειρήσεις με έδρα στην Κωνσταντινούπολη και την θρησκευτικά συντηρητική επιχειρηματική κοινότητα στην ενδοχώρα τής Τουρκίας, την Ανατολία. Ούτε σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο τα πράγματα φαίνονται υπέροχα.

Η σχέση μεταξύ των μεγάλων επιχειρήσεων που εδρεύουν στην Κωνσταντινούπολη - οι οποίες είναι πολιτισμικά εκδυτικοποιημένες - και του Ερντογάν υπήρξε δύσκολη για μεγάλο χρονικό διάστημα. Το 2008, ο Ερντογάν ζήτησε από τον πληθυσμό να σταματήσει να διαβάζει τις εφημερίδες που ανήκαν στο Dogan Media Group τού μεγιστάνα Αϊντίν Ντογκάν. Το 2009, η κυβέρνηση επέβαλε πρόστιμο στο γκρουπ το πρωτοφανές ποσό των 2,5 δισ. δολαρίων μετά από φορολογικό έλεγχο. Πέρυσι, οι φορολογικοί ελεγκτές (συνοδευόμενοι από την αστυνομία) εισέβαλαν σε τρεις μεγάλες εταιρείες που ανήκουν στην Koc Holding, η οποία δραστηριοποιείται στους τομείς τής ενέργειας, της αυτοκινητοβιομηχανίας, της ναυτιλίας, της άμυνας και σε τομείς των διαρκών καταναλωτικών αγαθών. Αυτό που προκάλεσε την κίνηση ετούτη ήταν το γεγονός ότι ένα ξενοδοχείο που ανήκει στην Koc Holding είχε δώσει καταφύγιο σε ανθρώπους που προσπαθούσαν να ξεφύγουν από την αστυνομική καταστολή των ειρηνικών διαδηλωτών στο πάρκο Gezi τής Κωνσταντινούπολης.

Αυτό που είναι καινούργιο και πιο σημαντικό είναι η ένταση της σχέσης μεταξύ του Ερντογάν και της ισλαμικού προσανατολισμού επιχειρηματικής κοινότητας στην Ανατολία. Κατ’ αρχήν, το σουνιτικό θρησκευτικό αίσθημα της κυβέρνησης του ΑΚΡ έχει κοστίσει στην επιχειρηματική κοινότητα της Ανατολίας τις πιο σημαντικές αγορές της στην Μέση Ανατολή. Για παράδειγμα, η υποστήριξη της Τουρκίας στον σκοπό των σουνιτών ισλαμιστών στην Συρία δεν έχει μόνο επιδεινώσει τον εμφύλιο πόλεμο εκεί, αλλά έχει επίσης οδηγήσει στην εμφάνιση τζιχαντιστικών ομάδων όπως το «Ισλαμικό Κράτος τού Ιράκ και της al-Sham» (ISIS) στο Ιράκ. Κατά συνέπεια, η Τουρκία έχει χάσει αυτήν που συνήθως ήταν η δεύτερη πιο σημαντική αγορά για τις εξαγωγές της. (Οι εξαγωγές τής Τουρκίας στο Ιράκ ανήλθαν σε 11,9 δισεκατομμύρια δολάρια το 2013, με πρώτες τις εξαγωγές της προς την Γερμανία, οι οποίες διαμορφώθηκαν στα 13,3 δισεκατομμύρια δολάρια).

Η υιοθέτηση από την Τουρκία τού σκοπού τής Μουσουλμανικής Αδελφότητας στην Αίγυπτο και η ιδεολογικά καθοδηγούμενη εχθρότητά της προς το Ισραήλ δεν έχει κάνει τα πράγματα ευκολότερα. Με τις διόδους μέσα από το Ιράκ κομμένες μετά τις προελάσεις τής ISIS, οι Τούρκοι εξαγωγείς έχουν ανάγκη από πρόσβαση στο ισραηλινό λιμάνι τού Ashdod και το αιγυπτιακό της Αλ-Αρίς, για να φτάσουν στις αγορές τού Κόλπου, μέσω Ιορδανίας. Καθώς δεν είναι πλέον ευπρόσδεκτοι εκεί, όμως, έπρεπε να αρχίσουν να ψάχνουν για διόδους έκτακτης ανάγκης μέσω τού Ιράν.