Μια υπόσχεση που αθετήθηκε; | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Μια υπόσχεση που αθετήθηκε;

Τι είπε η Δύση στην Μόσχα σχετικά με την επέκταση του ΝΑΤΟ
Περίληψη: 

Η Μόσχα υποστηρίζει από καιρό ότι με την επέκταση του ΝΑΤΟ προς ανατολάς, η Ουάσιγκτον αθέτησε την υπόσχεση που είχε δώσει στους σοβιετικούς ηγέτες, λίγο μετά την πτώση τού τείχους τού Βερολίνου. Ωστόσο, νέα στοιχεία δείχνουν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες ποτέ δεν έδωσαν όντως μια τέτοια υπόσχεση.

Η MARY ELISE SAROTTE είναι καθηγήτρια Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνια, επισκέπτρια καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ και η συγγραφέας τού βιβλίου με τίτλο The Collapse: The Accidental Opening of the Berlin Wall[1]. Το παρόν δοκίμιο αποτελεί προσαρμογή από τα επιλεγόμενα της ανανεωμένης έκδοσης του βιβλίου της με τίτλο 1989: The Struggle to Create Post–Cold War Europe [2] (Princeton University Press, 2014).

Είκοσι πέντε χρόνια πριν από τον ερχόμενο Νοέμβριο, ένα μέλος τού Πολιτικού Γραφείου τής Ανατολικής Γερμανίας κακομεταχειρίστηκε μια ανακοίνωση που επρόκειτο να αφορά σε περιορισμένες αλλαγές στους ταξιδιωτικούς κανονισμούς, εμπνέοντας έτσι τα πλήθη να εισβάλουν στα σύνορα που χώριζαν το Ανατολικό από το Δυτικό Βερολίνο. Το αποτέλεσμα ήταν η εμβληματική στιγμή που σηματοδότησε το «σημείο χωρίς επιστροφή» στο τέλος τού Ψυχρού Πολέμου: Την πτώση τού Τείχους τού Βερολίνου. Στους μήνες που ακολούθησαν, οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Σοβιετική Ένωση και η Δυτική Γερμανία ενεπλάκησαν στις μοιραίες διαπραγματεύσεις για την αποχώρηση των σοβιετικών στρατευμάτων και την επανένωση της Γερμανίας. Παρά το γεγονός ότι αυτές οι συνομιλίες τελικά οδήγησαν στην επανένωση της Γερμανίας στις 3 Οκτωβρίου τού 1990, έδωσαν επίσης αφορμή για μια μεταγενέστερη, πικρή διαμάχη μεταξύ της Ρωσίας και της Δύσης. Τι, ακριβώς, είχε συμφωνηθεί για το μέλλον τού ΝΑΤΟ; Οι Ηνωμένες Πολιτείες υποσχέθηκαν επισήμως στην Σοβιετική Ένωση ότι η συμμαχία δεν θα επεκταθεί προς Ανατολάς, ως μέρος τής συμφωνίας;

Ακόμα και πάνω από δύο δεκαετίες αργότερα, η διαμάχη δεν θέλει να τελειώσει. Ρώσοι διπλωμάτες υποστηρίζουν τακτικά ότι η Ουάσιγκτον έκανε ακριβώς μια τέτοια υπόσχεση, ως αντάλλαγμα για την απόσυρση των σοβιετικών στρατευμάτων από την Ανατολική Γερμανία - και στη συνέχεια αθέτησε αυτή την υπόσχεση, καθώς το ΝΑΤΟ πρόσθεσε 12 χώρες τής Ανατολικής Ευρώπης σε τρεις επόμενους γύρους τής διεύρυνσής του. Γράφοντας στο περιοδικό αυτό νωρίτερα φέτος, ο Ρώσος στοχαστής τής εξωτερικής πολιτικής Alexander Lukin κατηγόρησε διαδοχικούς προέδρους των ΗΠΑ ότι «ξέχασαν τις υποσχέσεις που δόθηκαν από τους ηγέτες τής Δύσης στον Mikhail Gorbachev μετά την ενοποίηση της Γερμανίας - κυρίως ότι δεν θα επεκτείνουν το ΝΑΤΟ προς ανατολάς». Πράγματι , οι επιθετικές ενέργειες του Ρώσου προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν στην Γεωργία το 2008 και την Ουκρανία το 2014 κινητροδοτήθηκαν εν μέρει από την συνεχιζόμενη δυσαρέσκειά του από αυτό που βλέπει σαν μια καταπατημένη από την Δύση συμφωνία για την επέκταση του ΝΑΤΟ. Αλλά Αμερικανοί πολιτικοί και αναλυτές επιμένουν ότι μια τέτοια υπόσχεση δεν δόθηκε ποτέ. Για παράδειγμα, σε ένα άρθρο στην Washington Quarterly το 2009, ο μελετητής Mark Kramer διαβεβαίωνε τους αναγνώστες, ότι όχι μόνο οι ρωσικές αξιώσεις ήταν ένας απόλυτος «μύθος» αλλά και ότι «το θέμα δεν τέθηκε ποτέ κατά την διάρκεια των διαπραγματεύσεων για την επανένωση της Γερμανίας».

Τώρα που ένας αυξανόμενος αριθμός πρώην μυστικών εγγράφων από το 1989 και το 1990 βγήκαν στην δημοσιότητα, οι ιστορικοί μπορούν να ρίξουν νέο φως στην διαμάχη αυτή. Τα στοιχεία δείχνουν ότι, σε αντίθεση με την κοινή πεποίθηση στην Ουάσιγκτον, το θέμα τού μέλλοντος του ΝΑΤΟ όχι μόνο στην Ανατολική Γερμανία αλλά και στην Ανατολική Ευρώπη προέκυψε αμέσως αφότου άνοιξε το Τείχος τού Βερολίνου, ήδη από τον Φεβρουάριο του 1990. Αμερικανοί αξιωματούχοι, σε στενή συνεργασία με τους ηγέτες τής Δυτικής Γερμανίας, υπαινίχθηκαν στη Μόσχα κατά την διάρκεια των διαπραγματεύσεων εκείνου του μήνα ότι η συμμαχία ίσως να μην επεκτεινόταν, ούτε καν στο ανατολικό μισό της Γερμανίας που επρόκειτο σύντομα να επανενωθεί.

Έγγραφα δείχνουν επίσης ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες, με την βοήθεια της Δυτικής Γερμανίας, σύντομα πίεσαν τον Γκορμπατσόφ να επιτρέψει στην Γερμανία να επανενωθεί, χωρίς να δώσουν οποιουδήποτε είδους γραπτή υπόσχεση σχετικά με τα μελλοντικά σχέδια της συμμαχίας. Με απλά λόγια, δεν υπήρξε ποτέ μια επίσημη συμφωνία, όπως ισχυρίζεται η Ρωσία - αλλά Αμερικανοί και Δυτικογερμανοί αξιωματούχοι εν συντομία υπονόησαν ότι μια τέτοια συμφωνία θα μπορούσε να τεθεί στο τραπέζι, και σε αντάλλαγμα έλαβαν το «πράσινο φως» για να αρχίσει η διαδικασία τής επανένωσης της Γερμανίας. Η διαμάχη αυτή σχετικά με την αλληλουχία των γεγονότων έχει έκτοτε στρεβλώσει τις σχέσεις μεταξύ Ουάσινγκτον και Μόσχας.

ΠΑΙΡΝΟΝΤΑΣ ΤΟ ΠΡΑΣΙΝΟ ΦΩΣ

Οι Δυτικοί ηγέτες συνειδητοποίησαν γρήγορα ότι η πτώση τού Τείχους τού Βερολίνου είχε φέρει και πάλι στο παιχνίδι τα ζητήματα της ευρωπαϊκής ασφάλειας που φαινομενικά ήταν διευθετημένα από καιρό. Με την έναρξη του 1990, το θέμα τού μελλοντικού ρόλου τού ΝΑΤΟ ανέκυπτε συχνά κατά την διάρκεια εμπιστευτικών συνομιλιών μεταξύ του προέδρου των ΗΠΑ George HW Bush, του υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ James Baker, του Δυτικογερμανού καγκελάριου Helmut Kohl, του υπουργού Εξωτερικών τής Δυτικής Γερμανίας Hans-Dietrich Genscher και του υπουργού Εξωτερικών τής Βρετανίας Douglas Hurd.

Σύμφωνα με τα έγγραφα από το υπουργείο Εξωτερικών τής Δυτικής Γερμανίας, για παράδειγμα, ο Γκένσερ είπε στον Χερντ στις 6 Φεβρουαρίου ότι ο Γκορμπατσόφ θα ήθελε να αποκλείσει το ενδεχόμενο της μελλοντικής επέκτασης του ΝΑΤΟ, όχι μόνο στην Ανατολική Γερμανία αλλά και στην Ανατολική Ευρώπη. Ο Γκένσερ πρότεινε ότι η συμμαχία θα πρέπει να προβεί σε δημόσια δήλωση λέγοντας ότι «το ΝΑΤΟ δεν προτίθεται να επεκτείνει την επικράτειά του στην Ανατολή». «Μια τέτοια δήλωση πρέπει να αναφέρεται όχι ακριβώς [στην Ανατολική Γερμανία] αλλά μάλλον να είναι γενικής φύσης», πρόσθεσε. «Για παράδειγμα, η Σοβιετική Ένωση χρειάζεται την ασφάλεια να γνωρίζει ότι η Ουγγαρία, αν ενσκήψει μια αλλαγή κυβέρνησης, δεν θα γίνει μέρος τής δυτικής συμμαχίας». Ο Γκένσερ παρότρυνε το ΝΑΤΟ να συζητήσουν το θέμα αμέσως, και ο Χερντ συμφώνησε.