Διαδικασία πριν την πολιτική | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Διαδικασία πριν την πολιτική

Πώς η Ουάσιγκτον μπορεί να αποτρέψει την οικονομική καταστροφή μετά τις εκλογές
Περίληψη: 

Εάν το νέο Κογκρέσο θέλει να αντιμετωπίσει την δημοσιονομική υγεία τής χώρας, θα χρειαστεί να αναδιαρθρώσει την διαδικασία του προϋπολογισμού πριν προσπαθήσει να ισορροπήσει τον ίδιο τον προϋπολογισμό. Αυτό θα προσφέρει την καλύτερη ελπίδα μείωσης των μακροπρόθεσμων χρεών και την διασφάλιση των κυβερνητικών προγραμμάτων.

Ο GLENN HUBBARD είναι πρύτανης στο Columbia Business School και υπηρέτησε ως επικεφαλής του Council of Economic Advisers υπό τον πρόεδρο George W. Bush.

Με τους Ρεπουμπλικάνους να ελέγχουν και τα δύο σώματα του Κογκρέσου, οι ειδήμονες είναι απασχολημένοι να αναρωτιούνται τι θα επακολουθήσει, ιδιαίτερα σε θέματα φόρων και δαπανών. Οι Αμερικανοί πολίτες, εν τω μεταξύ, αναρωτιούνται τι είναι έστω και δυνατόν να συμβεί. Σύμφωνα με μια δημοσκόπηση από την Washington Post και το ABC που διεξήχθη τον Σεπτέμβριο, το δεύτερο σε σπουδαιότητα θέμα στο μυαλό των ψηφοφόρων κατά τις εκλογές ήταν «ο τρόπος που λειτουργούν τα πράγματα στην Ουάσιγκτον». Έδιναν έμφαση σε τούτο: Η αλλαγή των κανόνων του πολιτικού παιχνιδιού, όχι μόνο των ηγετών που παίζουν σε αυτό, μπορεί να είναι το κλειδί για την επίλυση των δημοσιονομικών προβλημάτων τής χώρας.

Η πρόκληση είναι σαφής. Απόντων αλλαγών στην πολιτική, οι συνεχείς αυξήσεις των ομοσπονδιακών δαπανών, ιδίως των δαπανών για τους συνταξιούχους, θα βουλιάξουν την Ουάσιγκτον σε επικίνδυνα επίπεδα χρέους. Όμως, οι αλλαγές που απαιτούνται για την αποτροπή αυτού του αποτελέσματος είναι σημαντικές. Σύμφωνα με τους οικονομολόγους Alan Auerbach, του Πανεπιστημίου τής Καλιφόρνιας, και του William Gale από το Brookings Institution, το να κρατηθεί απλώς ο ομοσπονδιακός λόγος τού χρέους προς το ΑΕΠ στα σημερινά του επίπεδα κατά τα επόμενα 75 χρόνια, θα απαιτήσει έναν συνδυασμό φορολογικών αυξήσεων και περικοπών δαπανών ύψους περίπου 3,5% επί του ΑΕΠ σε ετήσια βάση, ή περισσότερο από 500 δισ. δολάρια στα σημερινά επίπεδα.

Το πόσο ξεκάθαρο είναι το πρόβλημα συνοδεύεται από μια επίσης εμφανή δυσκολία επίλυσής του. Για κάποιο χρονικό διάστημα οι συζητήσεις μεταξύ ειδικών επί της πολιτικής και αιρετών αξιωματούχων υπήρξαν η βάση τής δημόσιας συζήτησης, και δεν υπάρχει λόγος να πιστεύουμε ότι οι συζητήσεις αυτές από μόνες τους μπορούν να επηρεάσουν την ευρύτερη εικόνα. Φυσικά, όπως παρατήρησε ο εκλιπών οικονομολόγος Herbert Stein, «Αν κάτι δεν μπορεί να συνεχιστεί για πάντα, θα σταματήσει». Αλλά αν αφεθεί ανεξέλεγκτη, η δημοσιονομική ανισορροπία θα μπορούσε να «σταματήσει» με επιβλαβείς τρόπους, δημιουργώντας τιμωρητικά υψηλότερες φορολογικές επιβαρύνσεις, διαταράσσοντας τις δαπάνες για την Κοινωνική Ασφάλιση και την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, και διαλύοντας άλλα κυβερνητικά προγράμματα.

Το να αποφευχθεί μια τέτοια μοίρα απαιτεί από τους νομοθέτες να επανεξετάσουν όχι μόνο την πολιτική, αλλά επίσης και την διαδικασία. Ριζικές αλλαγές στις ομοσπονδιακές δαπάνες έχουν κάνει την διαδικασία τού προϋπολογισμού επικίνδυνα παρωχημένη. Ιστορικά, το δημόσιο χρέος παρακολουθούσε τον πόλεμο και την ειρήνη -η Ουάσιγκτον δανειζόταν σε μεγάλο βαθμό κατά την διάρκεια συγκρούσεων και τα επέστρεφε πίσω εν καιρώ ειρήνης. Άλλες δαπάνες ήταν επίσης αυτο-ρυθμιζόμενες: Το Κογκρέσο μπορούσε να αυξήσει γρήγορα τους φόρους ή να μειώσει τις δαπάνες ώστε να αποφύγει μακροπρόθεσμες ανισορροπίες. Τις τελευταίες δεκαετίες, ωστόσο, οι διακριτές δαπάνες, οι οποίες υποβάλλονται σε τακτική επανεξέταση, έχουν μειωθεί σε σημασία σε σχέση με τις λεγόμενες υποχρεωτικές ή δικαιωματικές δαπάνες, οι οποίες υπόκεινται σε λιγότερους ελέγχους. Αυτό το είδος των δαπανών έκανε τα ελλείμματα του προϋπολογισμού να φαίνονται μικρά όταν τα δικαιωματικά προγράμματα, όπως της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης (Medicare) και της κοινωνικής ασφάλισης (Social Security), ήταν πλεονασματικά. Τώρα που οι γηράσκοντες Αμερικανοί αρχίζουν να τραβούν χρήματα, όμως, τα προγράμματα αυτά έχουν αποκτήσει μεγάλα ελλείμματα.

Η διαφαινόμενη δημοσιονομική κρίση δεν έχει περάσει απαρατήρητη, φυσικά. Ένας χορός οικονομολόγων που προειδοποιούν για μαζικές μη χρηματοδοτούμενες υποχρεώσεις –αξίας δεκάδων τρισεκατομμυρίων δολαρίων μόνο στην Κοινωνική Ασφάλιση και την Medicare- έχει ωθήσει διάφορες μεταρρυθμιστικές προτάσεις, όπως είναι η εισαγωγή προσωπικών λογαριασμών στην κοινωνική ασφάλιση και η μείωση των επιδοτήσεων στην Medicare για τους πιο εύπορους συνταξιούχους. Αλλά το τελευταίο σημαντικό επίτευγμα σε αυτό το μέτωπο -μια δέσμη μεταρρυθμίσεων για την κοινωνική ασφάλιση που αυξάνει τα έσοδα από τους φόρους μισθωτών υπηρεσιών και αυξάνει την ηλικία στην οποία τα οφέλη φτάνουν στην κορύφωσή τους- ήρθε το 1983. Επιπλέον, αυτές οι μεταρρυθμίσεις ήταν περιστασιακές, δεδομένου ότι ανταποκρίθηκαν σε μια επικείμενη κρίση ταμειακών ροών και θεσπίστηκαν εξαιρετικά αργά (η αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης δεν θα είναι σε πλήρη ισχύ μέχρι το 2027, πολύ καιρό αφότου οι νεαροί υπέρμαχοι της μεταρρύθμισης στην Εθνική Επιτροπή για την Μεταρρύθμιση της Κοινωνικής Ασφάλισης θα έχουν συνταξιοδοτηθεί). Στα χρόνια έκτοτε έχει καταγραφεί μια σειρά από αποτυχίες. Οι προεδρικές διοικήσεις των Μπιλ Κλίντον και Τζορτζ Μπους προσπάθησαν κάποιους συμβιβασμούς για να στηρίξουν την Κοινωνική Ασφάλιση. Και οι μη χρηματοδοτούμενες υποχρεώσεις -μελλοντικές χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις που η Ουάσιγκτον δεν έχει βρει τον τρόπο να πληρώσει- για νέες δαπάνες αυξήθηκαν κατά την διάρκεια τόσο της διοίκησης Μπους όσο και του Ομπάμα.

Η ανάγκη και η πίεση για δράση παραμένουν. Η ανάγκη αντικατοπτρίζει την βασική αριθμητική ανισορροπία μεταξύ των εσόδων και των δαπανών, η οποία απαιτεί διόρθωση. Η πίεση αντανακλά μια πολιτική ανησυχία για το παρόν, για το μέλλον, καθώς και για τα ίδια τα προγράμματα. Τώρα, οι νομοθέτες αγωνίζονται να χρηματοδοτήσουν τις διακριτές δαπάνες για προτεραιότητες όπως η άμυνα, η εκπαίδευση, οι υποδομές, καθώς και η επιστημονική έρευνα. Και στο μέλλον, η δημοσιονομική ανισορροπία θα μειώσει δραματικά τα οφέλη και θα αυξήσει την φορολογική επιβάρυνση για τις επόμενες γενιές. Η στήριξη σε γρήγορες λύσεις θα μπορούσε να βλάψει κρίσιμα προγράμματα, θέτοντας σε κίνδυνο την ποιότητα των παροχών που λαμβάνουν οι ηλικιωμένοι Αμερικανοί.