Πώς θα νικηθεί ο Γολιάθ | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Πώς θα νικηθεί ο Γολιάθ

Μια Ενεργειακή Ένωση της ΕΕ απέναντι στο ρωσικό μονοπώλιο φυσικού αερίου
Περίληψη: 

Μια ενεργειακή ένωση θα μπορούσε να δώσει στην Ευρώπη μεγαλύτερη επιρροή απέναντι στο ρωσικό μονοπώλιο φυσικού αερίου, αλλά, επίσης, θα είναι δύσκολο να εφαρμοστεί χωρίς να πυροδοτήσει μια διπλωματική ενεργειακή μάχη μεταξύ της Πολωνίας και της Γερμανίας.

Ο PETR POLAK είναι αναπληρωτής καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Μπρουνέι Νταρουσαλάμ.

Τον Απρίλιο, ο πρώην Πολωνός πρωθυπουργός Ντόναλντ Τουσκ δημοσίευσε [1] ένα άρθρο στην εφημερίδα Financial Times, καλώντας την Ευρώπη να δημιουργήσει μια ενεργειακή ένωση για να προστατευθεί έναντι πιθανού ενεργειακού εκβιασμού από την Ρωσία. Υπενθυμίζοντας στους αναγνώστες τις διαφορές μεταξύ Μόσχας και Κιέβου για τις τιμές τού φυσικού αερίου το 2006 και το 2009 που οδήγησαν σε προσωρινές ελλείψεις και απότομες αυξήσεις των τιμών στην Ευρώπη, ο Τουσκ υποστήριξε ότι «ένας προμηθευτής με δεσπόζουσα θέση έχει την ευχέρεια να αυξήσει τις τιμές και να μειώσει την προσφορά». Και συνέχισε γράφοντας ότι «ο τρόπος για να διορθωθεί αυτή η στρέβλωση της αγοράς είναι απλός. Η Ευρώπη πρέπει να αντιμετωπίσει την μονοπωλιακή θέση τής Ρωσίας με ένα ενιαίο ευρωπαϊκό όργανο που να είναι επιφορτισμένο να αγοράζει το φυσικό αέριό της» [2].

Ο Τουσκ, ο οποίος σήμερα είναι πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, βάζει μπρος μια πολυπόθητη κοινή ενεργειακή πολιτική, αλλά η πρότασή του θα είναι δύσκολο να εφαρμοστεί για διάφορους λόγους. Κατ’ αρχήν, μια ενεργειακή ένωση θα ξεκινήσει μια διπλωματική ενεργειακή μάχη μεταξύ της Πολωνίας και της Γερμανίας, των οποίων η ενεργειακή πολιτική, Energiewende, παραμένει άρρηκτα συνδεδεμένη από μια άμεση προμήθεια ρωσικού φυσικού αερίου. Δεύτερον, η προτεινόμενη από τον Τουσκ δομή εγκαταλείπει πολλές από τις ιδέες που παρείχαν ένα πλαίσιο για την εξέταση μιας ενεργειακής ένωσης της ΕΕ το 2007 και το 2008, όπως η μείωση των εκπομπών διοξειδίου τού άνθρακα και η διαφοροποίηση των ενεργειακών προμηθευτών. Τέλος, το φυσικό αέριο είναι πολύ πιο περίπλοκο από όσο οι άλλοι φυσικοί πόροι, όπως το ουράνιο, τους οποίους η Ευρώπη έχει ήδη προσπαθήσει να διαχειριστεί συλλογικά.

ΑΝΙΣΗ ΜΟΧΛΕΥΣΗ

Η Ρωσία προμηθεύει [3] περισσότερο από το ένα τρίτο τού πετρελαίου τής Ευρώπης, και ελαφρώς λιγότερο από το 30% του φυσικού της αερίου, αλλά ορισμένες χώρες εξαρτώνται από τις ρωσικές πηγές περισσότερο από άλλες. Οι χώρες τής Βαλτικής, όπως η Εσθονία, η Λετονία και η Λιθουανία, για παράδειγμα, καθώς και η Βουλγαρία, η Φινλανδία και η Σλοβακία εξαρτώνται από την Ρωσία για το σύνολο της κατανάλωσης του φυσικού αερίου τους. Η Ελλάδα και η Τσεχική Δημοκρατία εισάγουν το 70% του φυσικού αερίου τους από την Ρωσία, ενώ η Αυστρία, η Γερμανία και η Πολωνία εξαρτώνται από το ρωσικό φυσικό αέριο για το ήμισυ της ετήσιας κατανάλωσής τους. Το Βέλγιο και η Ολλανδία εισάγουν μόνο 5% του φυσικού αερίου τους από την Ρωσία, και η Κύπρος, η Δανία και η Σουηδία δεν εισάγουν καθόλου φυσικό αέριο από την Ρωσία.

Ως αποτέλεσμα, η Ρωσία μπορεί να υπαγορεύει τις τιμές στις υπερβολικά εξαρτώμενη χώρες όπως η Λετονία και η Λιθουανία, γνωρίζοντας ότι δεν έχουν καμία εναλλακτική λύση (αν και μπορεί να είναι λιγότερο εξαρτημένες τώρα καθώς η Λιθουανία άνοιξε έναν τερματικό σταθμό υγροποιημένου φυσικού αερίου στην πόλη Κλαϊπέντα νωρίτερα αυτόν τον μήνα, με αρκετή χωρητικότητα αποθήκευσης για τους γείτονές της στη Βαλτική). Ωστόσο, η Γερμανία ή η Αυστρία θα μπορούσαν να στραφούν σε άλλους προμηθευτές, εάν η Ρωσία επέβαλε παράλογες τιμές. Το 2012, για παράδειγμα, η Gazprom -ο μεγαλύτερος προμηθευτής φυσικού αερίου και μια από τις μεγαλύτερες εταιρείες φυσικού αερίου στον κόσμο- χρέωνε την Γερμανία 15% λιγότερο από όσο την Λιθουανία. Όπως παρατήρησε ο Günther Oettinger, αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Ενέργεια, [4] «Όσο μεγαλύτερο είναι το μονοπώλιο της Gazprom στις επιμέρους χώρες, τόσο υψηλότερη είναι η τιμή που μπορεί να χρεώσει».

Από την πλευρά της, η Γερμανία είναι σε θέση να διαπραγματευθεί ευνοϊκές μακροπρόθεσμες συμβάσεις με την Ρωσία για την προμήθεια του φυσικού αερίου της. Αρκετές μεγάλες γερμανικές εταιρείες, όπως η Wintershall και E.ON Ruhrgas έχουν εξασφαλίσει πρόσβαση στα αποθέματα φυσικού αερίου τής Ρωσίας και ένας ειδικός αγωγός, ο Nord Stream, παρέχει αέριο από την Ρωσία απευθείας στην Γερμανία μέσω τής Βαλτικής Θάλασσας. Λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις βολικές ρυθμίσεις, η Γερμανία δεν έχει καμία βιασύνη να υποστηρίξει μια σκληρή εκστρατεία για την ενεργειακή ασφάλεια της ΕΕ εναντίον τής Ρωσίας.

Άλλες μεγάλες κρατικές εταιρείες στον γερμανικό ενεργειακό τομέα επίσης βλέπουν με αμφιθυμία την πρόταση του Τουσκ, ακόμη και αν μια ένωση μπορεί να λειτουργήσει προς όφελός τους δεδομένου ότι ένας μεγάλος ευρωπαϊκός αγοραστής φυσικού αερίου θα επιτρέψει και στην υπόλοιπη Ευρώπη να εξασφαλίσει προμήθειες σε χαμηλότερες τιμές. Όσο η στενή σχέση τους με τους Ρώσους προμηθευτές συνεχίζεται, οι μεγάλες εταιρείες φυσικού αερίου θα αντισταθούν σε όλες τις προτάσεις για το άνοιγμα της αγοράς σε περαιτέρω ανταγωνισμό.

ΓΕΙΤΟΝΙΚΟΙ ΚΑΥΓΑΔΕΣ

Στο εσωτερικό τής ΕΕ, η Γερμανία και η Πολωνία συγκρούονται επίσης όταν πρόκειται για τις εθνικές ενεργειακές πολιτικές τους. Μέσω της πολιτικής τής Energiewende, η οποία εισήχθη επίσημα το 2000, μετά από μια περίοδο 30 ετών διαξιφισμών και συζητήσεων σχετικά με την περιβαλλοντική βιωσιμότητα, η Γερμανία επεδίωξε την αντιμετώπιση της υπερθέρμανσης του πλανήτη. Από τότε, η Γερμανία έχει προσπαθήσει να μειώσει τις εκπομπές CO2 και, μεταξύ 2005 και 2010, το πέτυχε σε ποσοστό 1% το χρόνο. (Δυστυχώς, όμως, οι εκπομπές CO2 φαίνεται να αυξάνονται έκτοτε κάθε χρόνο κατά το ίδιο ποσοστό). Η Γερμανία προσπάθησε επίσης να περιορίσει την εξάρτησή της από τον άνθρακα και να αυξήσει το μερίδιο της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές από 16,4% της συνολικής κατανάλωσης το 2010 σε σχεδόν 25% το 2013.

Με την βαθιά ριζωμένη δυσπιστία της για την Ρωσία, η Πολωνία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον άνθρακα –έναν φυσικό πόρο που μπορεί να μαζεύει από τα δικά της ορυχεία- ως κύρια πηγή ενέργειας: Περίπου το 54% [5] της συνολικής κατανάλωσης. Κατά συνέπεια, οι πολωνικές εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου είναι λιγότερες από το ένα τέταρτο της Γερμανίας.