Η ενεργειακή διπλωματία τού ρεαλισμού | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η ενεργειακή διπλωματία τού ρεαλισμού

Οι επιδιώξεις και οι δυνατότητες τής Ελλάδας

Τα τελευταία χρόνια, διαβάζουμε πληθώρα αναλύσεων σχετικά με την ακολουθητέα «ενεργειακή διπλωματία» τής Ελλάδας. Πρόκειται κατεξοχήν για κείμενα πολιτικής (policy papers), τα οποία επιχειρούν να υποδείξουν στην κυβέρνηση το πώς θα ενισχύσει την ενεργειακή μας ασφάλεια και, επιπλέον, την γεωπολιτική θέση τής χώρας. Φαίνεται πως τα διεθνή ενεργειακά θέματα έχουν καταστεί πλέον «του συρμού», ιδίως λόγω των διαδοχικών κρίσεων Ρωσίας-Ουκρανίας και των ανακαλύψεων στην λεκάνη τής Αν. Μεσογείου.

Όλα τα παραπάνω κείμενα είναι καταρχήν ευπρόσδεκτα σε μια δημοκρατική κοινωνία ως συμβολή στο δημόσιο διάλογο, ασχέτως από πού προέρχονται. Εντούτοις, πέρα από συγκεκριμένα πρόσωπα και θέσεις, η ανά χείρας μελέτη θα επιθυμούσε να οριοθετήσει τα πράγματα μέσα στο πλαίσιο μιας ρεαλιστικής και πραγματιστικής οπτικής γωνίας. Επιχειρεί να διασκεδάσει ορισμένες εντυπώσεις οι οποίες ενίοτε αναφύονται στον παραπάνω δημόσιο διάλογο, θέτοντας ως βάση προβληματισμού τρεις ομάδες ερωτημάτων:

Πρώτον, πόσο σημαντικός είναι σήμερα ο ρόλος τού εθνικού κράτους (και, άρα, τα μη οικονομικά κριτήρια λήψης αποφάσεων) στις διεθνείς ενεργειακές σχέσεις [1]; Μήπως ακόμη και η θετική απάντηση εμπεριέχει συγκεκριμένες προϋποθέσεις, οι οποίες εν πολλοίς απουσιάζουν στην ελληνική περίπτωση;

Δεύτερον, πόσο σημαντική είναι η έννοια του «ενεργειακού κόμβου», την οποία ακούμε εδώ και μια δεκαετία ως τον βασικό στρατηγικό στόχο τής ενεργειακής μας διπλωματίας; Είναι τα κράτη διέλευσης (transit states) «παίκτες» στο διεθνές σύστημα και, ειδικά ως προς την γείτονα, πρέπει να μας απασχολεί ιδιαίτερα η Τουρκία ως ανερχόμενο κράτος διέλευσης;

Τρίτον, είναι σε θέση η ενεργειακή διπλωματία τής σύγχρονης Ελλάδας να συμβάλει με αποφασιστικό τρόπο στην επίτευξη πολύ ευρύτερων -πλην της stricto sensu ενεργειακής ασφάλειας- εθνικών στοχεύσεων στην περιοχή της, λ.χ. μέσω της κατασκευής των επονομαζόμενων «αγωγών ειρήνης»;

ΚΡΑΤΗ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ: ΠΟΛΛΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ

Είναι γεγονός ότι στο Foreign Affairs, The Hellenic Edition (τεύχος 22) του περασμένου Φεβρουαρίου, είχε γίνει λόγος για «ολική επαναφορά» τού έθνους-κράτους στις διεθνείς ενεργειακές σχέσεις, με έμφαση στους υδρογονάνθρακες, οι οποίοι εξακολουθούν να κυριαρχούν στο παγκόσμιο ενεργειακό μείγμα (με ποσοστό 82%). Εντούτοις, κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει παντού και πάντα. Κύριο «όχημα» της κρατικής ανάμιξης αποτελούν οι κρατικές πετρελαϊκές εταιρείες (National Oil Companies/NOC) σε χώρες-παραγωγούς που πιστεύουν στον «εθνικισμό των φυσικών πόρων» (resource nationalism). Χώρες-κάτοχοι φυσικών πόρων, επιθυμώντας να μεγιστοποιήσουν την ισχύ τους μέσα στο άναρχο διεθνές σύστημα, συχνά υποκύπτουν στον πειρασμό να χρησιμοποιούν τις NOC ως «βραχίονες» της εξωτερικής πολιτικής τους, με κλασικό παράδειγμα την Ρωσία επί Πούτιν και την OAO Gazprom [2]. Επομένως, σε χώρες-καταναλωτές όπως η Ελλάδα, η κατάσταση είναι διαφορετική, ακόμη κι αν ο ενεργειακός κλάδος τελεί ακόμη υπό κρατικό έλεγχο.

Αλλά ακόμη και αυτή η δυνατότητα άσκησης διπλωματίας μέσω των NOC προϋποθέτει την ύπαρξη σιδερένιου ελέγχου από την πολιτική ηγεσία επί του ΔΣ της εταιρείας και, τελικά, «περιστρεφόμενες πόρτες» (revolving doors): Οι ίδιοι αξιωματούχοι να εναλλάσσονται μεταξύ κυβερνητικών θέσεων και του ΔΣ της NOC. Υπάρχουν, όμως, και NOC στις οποίες κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει: Η Statoil Hydro, π.χ., στην οποία το ποσοστό τού νορβηγικού Δημοσίου είναι σημαντικά μεγαλύτερο από εκείνο του ρωσικού Δημοσίου στην OAO Gazprom (67% έναντι 50,1%), είναι επί της ουσίας ανεξάρτητη, καθώς κανένα μέλος τού ΔΣ δεν είναι διορισμένο από το κράτος: Τα 7 από τα 10 είναι ανεξάρτητοι τεχνοκράτες και τα 3 εκπρόσωποι των εργαζομένων. Συνεπώς, δεν πρέπει να νομίζουμε ότι όλες οι NOC έχουν σήμερα τον ίδιο βαθμό εξάρτησης από τις αντίστοιχες κυβερνήσεις. Υπάρχουν οι περιπτώσεις πλήρους εξάρτησης, οι περιπτώσεις σχετικής αυτονομίας και οι περιπτώσεις πραγματικής ελευθερίας κινήσεων. Τέλος, όπως έχουμε ήδη επισημάνει, ακόμη και οι ελεγχόμενες από το κράτος NOC δέχονται πιέσεις από τον ανταγωνισμό των ιδιωτικών (IOC) «majors» και «super majors», επομένως αναγκάζονται να γίνουν πιο αποδοτικές, προσλαμβάνοντας περισσότερους τεχνοκράτες ως στελέχη και βελτιώνοντας τις εν γένει οικονομικές επιδόσεις τους, ιδίως, δε, την κερδοφορία. Αυτό σημαίνει, τελικά, ότι τα πολιτικά κριτήρια λήψης αποφάσεων εκτοπίζονται σιγά-σιγά από τα τεχνικά και οικονομικά, επομένως η ειδοποιός διαφορά NOC-IOC καθίσταται λιγότερο εμφανής. Μια ακόμη διάκριση στο σημείο αυτό είναι αναγκαία: Οι πάρα πολύ μεγάλες NOC, όπως η OAO Gazprom στο αέριο και η Saudi Aramco στο πετρέλαιο, έχουν την πολυτέλεια να προβαίνουν και σε μη ορθολογικές, από οικονομικής πλευράς, κινήσεις σε ορισμένες αγορές-στόχους, αντισταθμίζοντας την απώλεια εσόδων από αλλού [3]. Τέτοια, όμως ενεργειακή διπλωματία ελάχιστες χώρες μπορούν να ασκήσουν, καθώς πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά πολλές προϋποθέσεις, από την φύση τού πολιτικού καθεστώτος που ελέγχει τη NOC μέχρι τα ανεξάντλητα κοιτάσματα. Άρα, το ρωσικό παράδειγμα δεν είναι καλός σύμβουλος για τους θιασώτες μιας «δυναμικής» ενεργειακής διπλωματίας, καθώς δεν αφορά τον κανόνα, αλλά μια εξαιρετική περίπτωση.

Ομοίως η περίπτωση των ΗΠΑ ως «παίκτη» ενεργειακής διπλωματίας -και συνακόλουθα η βιβλιογραφία που αναφέρεται στην Αμερική- προφανώς και δεν έχει καμία σχέση με την ελληνική: Πρόκειται για την μοναδική υπερδύναμη, με στρατηγικά ενδιαφέροντα σε παγκόσμια κλίμακα. Εντός τού Department of State (ΥΠΕΞ) υπήρχαν ανέκαθεν στελέχη ειδικευμένα στην αγορά πετρελαίου, ενώ τα τελευταία χρόνια δημιουργήθηκε και θέση βοηθού Υφυπουργού για ενεργειακά θέματα (Deputy Assistant Secretary for Energy Diplomacy). Aπό τις ΗΠΑ, βεβαίως, εκπορεύθηκε η κυρίαρχη μεν σήμερα, αλλά και μάλλον υπερτονισμένη, αντίληψη περί energy and security nexus, αμέσως μετά το πρώτο πετρελαϊκό «σοκ» τού 1973. Κλασική έκφανση αυτής της αντίληψης αποτελεί το Δόγμα Κάρτερ, που θεωρεί την προσπάθεια παρακώλυσης της ροής τού αραβικού πετρελαίου προς τις αγορές ως ευθεία απειλή των ζωτικών συμφερόντων των ΗΠΑ (εξ ου και η στρατιωτική απελευθέρωση του Κουβέιτ, το 1991) [4]. Από το 2000 που ο κ. Πούτιν εξελέγη για πρώτη φορά πρόεδρος, οι ΗΠΑ -όπως και κύκλοι εντός τής ΕΕ- επιθυμούν την ανάσχεση της επανόδου της Ρωσίας σε ένα εκ νέου απειλητικό status, άρα την ακύρωση των στόχων τής ρωσικής ενεργειακής διπλωματίας. Για τον σκοπό αυτό, είναι ιδιαίτερα δραστήριες σε χώρες που ενδιαφέρουν ενεργειακά την Ρωσία. Το γεγονός, τέλος, ότι οι περισσότερες «super majors» παραμένουν αμερικανικές, επιτάσσει την προάσπιση των συμφερόντων τους από το Department of State. Στις ΗΠΑ, το κράτος περισσότερο υπηρετεί τις εταιρείες τού κλάδου (οι οποίες είναι όλες ιδιωτικές), παρά το αντίστροφο [5].

Εξ αντιδιαστολής με τα ανωτέρω μεμονωμένα παραδείγματα, στον υπόλοιπο κόσμο τα περιθώρια ουσιώδους κρατικής παρέμβασης επί του ενεργειακού γίγνεσθαι είναι περιορισμένα, ιδίως όταν εφαρμόζεται το κλασικό μοντέλο εκμετάλλευσης μέσω παραχωρήσεων δικαιωμάτων (concessions). Αυτό λ.χ. συμβαίνει στο Ισραήλ, ένα παράδειγμα ιδιαίτερα παρεξηγημένο στην ελληνική αρθρογραφία. Πρόκειται για ένα μικρό κράτος στον παγκόσμιο ενεργειακό χάρτη όπου οι κύριοι «παίκτες» είναι μεσαίου μεγέθους IOC. Ακόμη και με βάση την τελευταία (Ιούνιος 2014) ετήσια έκθεση της ΒΡ, η χώρα δεν διαθέτει επιβεβαιωμένα αποθέματα αερίου, με την τεχνική έννοια του όρου, παρά την ανακάλυψη των κοιτασμάτων Ταμάρ και Λεβιάθαν. Τον Μάρτιο του 2014, λοιπόν, ο Ισραηλινός ΥΠΕΞ κ. Λίμπερμαν, απαντώντας σε ερώτηση στην Αθήνα σχετικά με την «πρόθεση (sic) του Ισραήλ, η οποία είχε εκφραστεί από τον κ. Νετανιάχου, στην προηγούμενη επίσημη επίσκεψη στο Ισραήλ, σχετικά με τη μεταφορά του φυσικού αερίου μέσω της Κύπρου και της Ελλάδας αντί της Τουρκίας», απάντησε τα εξής αρκούντως διαφωτιστικά: «Νομίζω ότι υπάρχει μια μικρή παρεξήγηση στο θέμα τής εξόρυξης και της διερεύνησης των κοιτασμάτων φυσικού αερίου. Κατ' αρχάς, πρόκειται για ένα ιδιωτικό έργο και από την στιγμή που η εταιρεία θα αδειοδοτηθεί για την εκπόνηση του έργου, θα πρέπει να λάβει την απόφαση για το πώς ακριβώς θα κινηθεί (…) Άρα εξαρτάται από τις ιδιωτικές επενδύσεις που θα απαιτηθούν με βάση αυτό το σχέδιο το αν θα κατασκευαστεί και ποιος αγωγός, δηλαδή αν θα υπάρξει ένας σταθμός υγροποιημένου αερίου ή αν θα κατασκευαστεί ο αγωγός και αν θα περνάει από την Μεσόγειο, μέσω Κύπρου και Ελλάδας ή με άλλο τρόπο. Είναι μια εξαιρετικά δαπανηρή διαδικασία. Σε κάθε περίπτωση, επειδή είναι ιδιωτικό έργο, τις αποφάσεις θα τις λάβει ο ιδιωτικός φορέας».

Πράγματι, μολονότι το κράτος τού Ισραήλ θα πρέπει να δώσει την τελική εξαγωγική άδεια σε οποιαδήποτε παραγωγή από τα κοιτάσματα Ταμάρ και Λεβιάθαν, δεν έχει λόγο στην υπόδειξη συγκεκριμένης όδευσης, η οποία θα γίνει από τις ίδιες τις εταιρείες παραγωγής (Noble, Delek, Avner, Ratio) με βασικό κριτήριο την μεγιστοποίηση του καθαρού κέρδους τους (netback). Οι διεθνείς οδεύσεις πετρελαίου και αερίου -αν και παραδοσιακά αποτελούν την κορωνίδα τής ενεργειακής διπλωματίας όλων των κρατών- είναι εξ ορισμού εξαιρετικά δαπανηρές υποθέσεις, ιδίως στο φυσικό αέριο, άρα οι επενδυτές έχουν τον πρώτο λόγο. Αυτά οφείλουν να τα λάβουν υπόψη τους όσοι πιστεύουν ότι «η Αθήνα, η Λευκωσία και το Τελ Αβίβ», δηλαδή τα τρία, ομολογουμένως φιλικά, κράτη τής Μεσογείου, είναι σε θέση να συναποφασίσουν προς τα πού και με πιο μέσο θα εξαχθεί το ισραηλινό φυσικό αέριο. Λογαριάζουν «χωρίς τον ξενοδόχο»! Από την άλλη, ενώ οι καλές πολιτικές σχέσεις μεταξύ κρατών σε καμιά περίπτωση δεν αρκούν για να υλοποιήσουν ενεργειακές οδεύσεις, οι κακές πολιτικές σχέσεις αποτελούν ασφαλώς αντικίνητρο για τους υποψήφιους επενδυτές τού ιδιωτικού τομέα: Όταν λ.χ. ο ίδιος ο Τούρκος υπουργός Ενέργειας καταφέρεται με μένος εναντίον ενός πιθανού αγωγού μεταφοράς φυσικού αερίου από το Ισραήλ, όπως συνέβη εφέτος τον Αύγουστο, είναι προφανές ότι το σχέδιο αυτό παραπέμπεται «στις καλένδες», τουλάχιστον μέχρι νεωτέρας [6].

Υπάρχουν, τέλος και περιπτώσεις στις οποίες οι κύριοι «παίκτες» είναι μεν IOC, αλλά τα πολιτικά και στρατηγικά κριτήρια λήψης αποφάσεων (ουσιαστικά εκείνα του κράτους υποδοχής) παραμένουν ισχυρά. Πρόκειται για χώρες όπου εφαρμόζεται το μοντέλο εκμετάλλευσης μέσω σύναψης «συμφωνιών καταμερισμού τής παραγωγής» (PSA-Production Sharing Agreements) με τις ξένες πετρελαϊκές εταιρείες. Σε αυτήν την περίπτωση, οι ξένοι επενδυτές λαμβάνουν κατά τα πρώτα έτη τής εκμετάλλευσης το σύνολο της παραγωγής («cost oil»), προκειμένου να αποσβέσουν την επένδυση. Άρα, το επενδυτικό ρίσκο αφορά σε μεγάλο βαθμό το κράτος υποδοχής, το οποίο κινδυνεύει να μην πάρει τίποτα από την δεύτερη φάση τής εκμετάλλευσης («profit oil»), όπου γίνεται καταμερισμός τής παραγωγής. Αυτό συνεπάγεται την αυξημένη αποφασιστική ισχύ του ως προς την υπόδειξη συγκεκριμένης όδευσης.

Έτσι, λ.χ., ενώ τυπικά μεν η επιλογή τού αγωγού ΤΑΡ (28/6/2013) έγινε από την διεθνή κοινοπραξία εκμετάλλευσης του κοιτάσματος Σαχ Ντενίζ, στην πράξη και το κράτος του Αζερμπαϊτζάν πρέπει να διαδραμάτισε αποφασιστικό ρόλο, με βάση κριτήρια τα οποία έχουμε ήδη εξηγήσει [7]. Και πάλι, όμως, η στρατηγική λογική αφορά μόνο το κράτος υποδοχής, δηλαδή τον παραγωγό. Ως προς τους εξωτερικούς θεσμικούς «παίκτες», όπως λ.χ. οι ΗΠΑ και η ΕΕ, ένας εξαίρετος Ιταλός αναλυτής, ο οποίος μελέτησε την επικράτηση του ΤΑΡ, κατέληξε στο εξής συμπέρασμα: Όταν πρόκειται για την ενέργεια, η πολιτική υποστήριξη και η εμπλοκή των θεσμικών οργάνων δεν αντιπροσωπεύουν πάντα το αποφασιστικό στοιχείο, και μπορεί μερικές φορές να είναι αντιπαραγωγικές. (“when it comes to energy, political support and institutional involvement do not always represent the decisive element, and may be counterproductive at times”) [8]. Κατά την άποψη του Sartori, λοιπόν, η νίκη τού ΤΑΡ επί του Nabucco -ενός πρότζεκτ με μεγαλύτερη στρατηγική σημασία και σχεδόν άπειρη πολιτική υποστήριξη- αποτελούσε το θρίαμβο της οικονομίας επί της πολιτικής στις διεθνείς ενεργειακές σχέσεις.

Κατόπιν των παραπάνω, είναι, νομίζουμε, σαφές το τι συμβαίνει με τις IGA (Διακυβερνητικές Συμφωνίες) τού δημόσιου διεθνούς δικαίου τις οποίες συνάπτουν τα κράτη για συνεργασίες μακράς πνοής, όπως η δημιουργία αγωγών για την μεταφορά πετρελαίου και αερίου. Όσοι εν έτει 2014 είναι εγκλωβισμένοι στα ιδεολογικά στερεότυπα ενός σκληροπυρηνικού, άκαμπτου πολιτικού ρεαλισμού (hard-core political realism) στο διεθνές σύστημα και, άρα, νομίζουν ακόμη ότι η παγκοσμιοποίηση είναι ένα φαινόμενο με κύριους δρώντες τα κράτη, ασφαλώς και αποδίδουν έμφαση στις IGA [9]. Στην πραγματικότητα, όμως, τέτοιες συμφωνίες έρχονται απλώς εκ των υστέρων να επικροτήσουν πολιτικά ένα επενδυτικό πρότζεκτ το οποίο έχει δρομολογήσει και θα πρέπει να υλοποιήσει ο ιδιωτικός τομέας (οι εταιρείες), ενίοτε με την συμμετοχή και κάποιων NOC. Υπενθυμίζουμε λ.χ. ότι η τριμερής IGA για τον αγωγό ΤΑΡ υπογράφτηκε μόλις το Φεβρουάριο του 2013, μια ολόκληρη δεκαετία μετά την έναρξη του πρότζεκτ από την ελβετική EGL Group (νυν Axpo) [10]. Επομένως, μια ενεργειακού περιεχομένου IGA σε καμιά περίπτωση δεν σημαίνει ότι τα συμβαλλόμενα κράτη εγγυώνται την κατασκευή ενός αγωγού: Το μόνο που μπορούν να πράξουν για να βοηθήσουν πραγματικά την ταχεία υλοποίηση του πρότζεκτ είναι να... αυτοπεριοριστούν, αμβλύνοντας θέματα διοικητικής φύσεως (αδειοδοτήσεις, αναγκαστικές απαλλοτριώσεις γης, κλπ) τα οποία ανακύπτουν πάντα με τέτοια έργα. Επίσης, στην αγορά ενέργειας ο ρόλος τού κράτους περιλαμβάνει και ρυθμιστικές -regulatory- αρμοδιότητες, ιδίως δε στον ηλεκτρισμό και το φυσικό αέριο (πολύ λιγότερο όμως στο πετρέλαιο), άρα και αυτά τα θέματα πρέπει να διευθετηθούν τάχιστα. Τέλος, με την IGA και, ακόμη περισσότερο με την κατοπινή HGA (Συμφωνία Φιλοξενούσας Χώρας με την εταιρεία κατασκευής τού έργου), δημιουργείται και μια έμμεση δέσμευση της κεντρικής κυβέρνησης όπως καθησυχάσει τις τοπικές κοινωνίες-κοινότητες, οι οποίες συχνά αντιδρούν απέναντι στους αγωγούς [11].

Ως εκ τούτου, είναι μάλλον παρακινδυνευμένο να δηλώνει κανείς, συχνά με θριαμβευτικό ύφος, ότι οι διακυβερνητικές συμφωνίες από μόνες τους μεταβάλλουν την χώρα μας σε «ενεργειακό κόμβο» (βλ. παρακάτω). Ας θυμηθούμε ότι το δεύτερο ήμισυ τής δεκαετίας του 2000, που για ορισμένους [12] υπήρξε η «χρυσή εποχή» τής ενεργειακής μας διπλωματίας, υπογράψαμε τρεις IGA προκειμένου να υποστηρίξουμε ως Ελλάδα ισάριθμα σχέδια αγωγών, τα οποία, βεβαίως, θα υλοποιούσαν εταιρείες: Τον πετρελαιαγωγό Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη (αρχική συμφωνία το 2005 και οριστική το 2007), τον αγωγό φυσικού αερίου -από Κασπία- ITGI (2007) και το νότιο παρακλάδι τού αγωγού φυσικού αερίου -αυτή την φορά από Ρωσία- South Stream (2008) [13]. Ως γνωστόν, ουδείς εξ αυτών των αγωγών κατασκευάστηκε, με τον μεν ITGI να έχει ακυρωθεί, όπως ήδη ελέχθη (βλ. υποσημείωση 11), τους δε άλλους δύο να έχουν «παγώσει». Στον Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη και τον South Stream θα επανέλθουμε παρακάτω, στο δεύτερο μέρος αυτής της ανάλυσης.

Γενικότερα, πρέπει να καταλάβουμε ότι από τις δεκάδες σχέδια αγωγών ή λοιπών εξαγωγικών μέσων (π.χ. σταθμοί LNG) που έχουν δει το φως τής δημοσιότητας τα τελευταία χρόνια, δεν μπορούν να επιβιώσουν όλα, παρά μόνο τα πιο ανταγωνιστικά: Αυτά προϋποθέτουν τεχνική εφικτότητα, αδιάλειπτη τροφοδοσία σε ικανές ποσότητες, ύπαρξη μιας αγοράς ικανής να τα απορροφήσει σε καλή τιμή και, βεβαίως, επαρκή χρηματοδότηση είτε με ίδια κεφάλαια από τις εταιρείες (full equity) είτε με τραπεζικό δανεισμό (project finance) είτε, τέλος, με συνδυασμό των δύο. Αν δεν υπάρχουν και τα τέσσερα στοιχεία μαζί, τα πρότζεκτ κινδυνεύουν σοβαρά να μη δουν ποτέ το φως τής ημέρας. Με άλλα λόγια, μεγαλεπήβολες διεθνείς οδεύσεις οι οποίες δεν ευθυγραμμίζονται με τις αρχές τής αγοράς, είτε δεν θα κατασκευαστούν ποτέ, είτε, σε περίπτωση που όντως κατασκευαστούν, θα συνεπάγονται μετακύλιση του κόστους τους στους τελικούς καταναλωτές. Ήδη προ εξαετίας (2008) ο Παναγιώτης Γεννηματάς, ίσως ο πλέον σοβαρός αναλυτής των ενεργειακών θεμάτων στην Ελλάδα, είχε σοφά προειδοποιήσει για τον κίνδυνο διολίσθησης της ενεργειακής μας διπλωματίας σε «ενεργειακή πολυπραγμοσύνη» (energy busybodyism) [14], ικανή μεν -ενδεχομένως- να δημιουργήσει επικοινωνιακές εντυπώσεις στο εσωτερικό τής χώρας, αλλά μάλλον αλυσιτελούς προκειμένου να εξυπηρετήσει τα εθνικά συμφέροντα μακροπρόθεσμα [15].

Συμπερασματικά, η ενασχόληση με τα εθνικά ενεργειακά θέματα όλων ημών των πολιτικών επιστημόνων και διεθνολόγων, δηλαδή των μελετητών τού κράτους, είναι μεν θεμιτή, αλλά, σε κάποιο βαθμό, εγκυμονεί και κινδύνους. Ο μεγαλύτερος εξ αυτών είναι η αποθέωση της γεωπολιτικής τής ενέργειας, σε βάρος τής γεωοικονομίας. Η ενεργειακή ασφάλεια, ως μέρος τής εν γένει εθνικής ασφάλειας, είναι μεν καλό πράγμα, αλλά, δυστυχώς, κοστίζει ακριβά, ειδικά για χώρες τού μεγέθους και της κατάστασης της Ελλάδας. Με τα λόγια του Π. Γεννηματά, και δη πριν ξεσπάσει η βαθιά κρίση τού 2010, «το πραγματικό μέγεθος της οικονομίας μας και οι περιορισμένες αντοχές της επιβάλλουν μεγάλη περίσκεψη κατά την άσκηση στρατηγικών επιλογών και κατά την απόφαση επενδύσεων ειδικά στις βαριές υποδομές, όπως είναι η ενέργεια» [16]. Το ζήτημα, για να θυμηθούμε το κλασικό χιτ του «δικού μας» συνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλου, είναι το εξής απλό: «Ποιος πληρώνει τον βαρκάρη;». Σε αυτό όσοι αναλυτές νομίζουν πως η πολιτική βούληση [17] των κρατών -και δη κρατών όπως η Ελλάδα - είναι πανάκεια, αδυνατούν να απαντήσουν. Για τις ιδιωτικές εταιρείες του ενεργειακού κλάδου οι οποίες καλούνται να προβούν σε τεράστιες κεφαλαιουχικές επενδύσεις και δη σε εποχές χρηματοπιστωτικής στενότητας, οι νόμοι των αγορών είναι αδήριτοι.

Το 2003 (σε μια εποχή που η οικονομία μας ανθούσε…), μια μελέτη τού RAND είχε καταλήξει στο εξής συμπέρασμα ως προς τις ενεργειακές υποδομές τής ΝΑ Ευρώπης: «Ο ρόλος τού κρατικού παράγοντα στην διαμόρφωση της πολιτικής υποδομών θα διαφοροποιηθεί -και από πολλές απόψεις θα αποδυναμωθεί- με την πάροδο του χρόνου». [18] Επομένως, κρατικές αποφάσεις περί ενεργειακών οδεύσεων δέον όπως συνεκτιμούν όλες τις πολυσύνθετες παραμέτρους τους. Αυτή η πολυπαραμετρική στάθμιση με συναίσθηση της πραγματικότητας είναι το ζητούμενο από την ενεργειακή εξωτερική πολιτική, αλλά δεν είναι πάντοτε δεδομένη. Πολυπαραγοντικές αναλύσεις -ιδίως όταν ενσωματώνουν και άλλες σημαντικές μεταβλητές, πλην της πολιτικής, και άλλους «δρώντες», πλην του κράτους- βοηθούν γενικά την διπλωματία μας, πόσω μάλλον την ενεργειακή.

ΕΞΙΣΟΡΡΟΠΗΣΕΙΣ ΟΔΕΥΣΕΩΝ ΚΑΙ «ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΟΙ ΚΟΜΒΟΙ»

Πριν από 17 χρόνια, ο καθηγητής μου, Θάνος Βερέμης, και ο «πρύτανης» των Ελλήνων διεθνολόγων, Θεόδωρος Κουλουμπής, είχαν από κοινού προτείνει την ανάγκη «απο-σκοπιανοποίησης» της εξωτερικής μας πολιτικής, υπερβαίνοντας το οδυνηρό αδιέξοδο στο οποίο είχε αυτοπαγιδευτεί λίγα χρόνια πριν. [19] Σήμερα ήλθε ίσως η ώρα για ένα βήμα παραπάνω: Την «απο-τουρκοποίηση» της εξωτερικής μας πολιτικής, τουλάχιστον στον ενεργειακό τομέα (ο οποίος έχει τα χαρακτηριστικά που αναφέρθηκαν, καθώς αφορά μεγάλες υποδομές εντάσεως κεφαλαίου). Με αυτό σε καμιά περίπτωση δεν υπονοούμε ούτε ότι η γειτονική χώρα, με τις σαφείς ηγεμονικές και νεο-οθωμανικές τάσεις της, δεν συνιστά απειλή για την Ελλάδα ούτε ότι δεν θα πρέπει να αναζητούμε τρόπους -γενικότερης- εξισορρόπησης της αυξανόμενης ισχύος της, σε συνδυασμό με ενθάρρυνση της (όποιας) ευρωπαϊκής προοπτικής της. Από την άλλη, όμως, φρονούμε ότι η συνεχής ενασχόληση με το τι πράττει η Τουρκία στις διεθνείς ενεργειακές της σχέσεις δεν έχει ίσως νόημα [20].

17122004.jpg

Οι διαδρομές των σχεδιαζόμενων αγωγών φυσικού αερίου προς την Ευρώπη.

Ας δούμε κατ’ αρχήν τι ακριβώς αντιπροσωπεύουν εν έτει 2014 η Ελλάδα και τι η Τουρκία ως διεθνείς ενεργειακοί «παίκτες», ώστε να φανεί εάν και κατά πόσο μπορεί να γίνει λόγος περί εξισορρόπησης: Το αξιόλογο μέγεθος, η στρατηγική γεωγραφική της θέση ως συμπαγής όγκος από ανατολή προς δύση, το ΑΕΠ τού σχεδόν 1,5 τρισ. δολαρίων σε ισοτιμίες αγοραστικής δύναμης και ο καλπάζων πληθυσμός των σχεδόν 80 εκατ. ατόμων είναι αντικειμενικά στοιχεία τής Τουρκίας που δεν υπάρχουν στην Ελλάδα. Η Τουρκία αποτελεί, καλώς ή κακώς, μια φυσική ενεργειακή «γέφυρα» μεταξύ σημαντικών παραγωγών (κοιτάσματα Κασπίας και Μ. Ανατολής) και των Δυτικών καταναλωτών, ενώ, ταυτόχρονα, συνιστά από μόνη της μια ανερχόμενη αγορά-στόχο. Και ενώ η Ελλάδα θα μπορούσε να εκληφθεί ως προέκταση προς Δυσμάς (Ιταλία) τής ίδιας ενεργειακής «γέφυρας», στην πραγματικότητα αυτό δεν συμβαίνει κατ’ ανάγκη: Οδεύσεις αγωγών από Τουρκία μπορούν στην συνέχεια να στραφούν βόρεια, σε Βουλγαρία - Κ. Ευρώπη, όπως ήταν το σχέδιο Nabucco.

Το διαφορετικό «ειδικό βάρος» Ελλάδας-Τουρκίας στον διεθνή ενεργειακό χάρτη προκύπτει από την κατανάλωση ενέργειας, όπου μόνο στο φυσικό αέριο η σχέση είναι πλέον 1 προς 13 (με τάση να πλησιάσει το 1 προς 20 εντός της προσεχούς 15ετίας)[21], έως τις κρατικές πετρελαϊκές εταιρείες των δύο χωρών: Η ΔΕΠΑ και τα ημιδημόσια (35,5%) ΕΛΠΕ είναι κατά βάση εταιρείες εμπορίας-διανομής ή «downstream», με μικρό σχετικά ρόλο στο «upstream» (άντληση) και το «midstream» (μεταφορά). Αντίθετα, υπενθυμίζεται η όλο και πιο δυναμική παρουσία των αντίστοιχων τουρκικών εταιρειών, BOTAS και ΤΡΑΟ, τόσο στα γιγαντιαία κοιτάσματα της Κασπίας, Αζέρι-Σιράγκ-Γκιουνασλί (πετρέλαιο) και Σαχ Ντενίζ (αέριο), όσο και στους αγωγούς μεταφοράς τους προς την Ευρώπη, υφιστάμενους και σχεδιαζόμενους (ιδίως, δε, στον Trans-Anatolian Pipeline ή ΤΑΝΑΡ, ένα κολοσσιαίο από κάθε άποψη έργο υποδομής, που ίσως φθάσει τελικά σε κόστος τα 18-20 δισ. δολάρια). Στον πολύ μικρότερο σε μήκος αγωγό ΤΑΡ (Trans-Adriatic Pipeline), την συνέχεια του ΤΑΝΑΡ επί ελληνικού εδάφους και μέχρι την Ιταλία, δεν υπάρχει ελληνική συμμετοχή. Τούτων δοθέντων, προσπάθειες κυριολεκτικής εξισορρόπησης της Τουρκίας στο πεδίο τού ενεργειακού τομέα είναι, δυστυχώς, εξαιρετικά δύσκολο -πόσο μάλλον δαπανηρό- να τελεσφορήσουν.

Κι όμως, κάτι τέτοιο συνέβη, ή, έστω, προσπάθησε ανεπιτυχώς να συμβεί και μάλιστα σχετικά πρόσφατα, κατά το δεύτερο μισό τής δεκαετίας τού 2000. Μια αξιόλογη μελέτη τού ΕΛΙΑΜΕΠ η οποία κυκλοφόρησε λίγο πριν το τέλος τού 2012 υποστήριξε, με αρκετά πειστικό τρόπο, ότι δύο από τις πλέον σημαντικές ελληνικές επιλογές τής περασμένης δεκαετίας σε θέματα διεθνών ενεργειακών οδεύσεων υπαγορεύθηκαν -τουλάχιστον εν μέρει- από την επιθυμία εξισορρόπησης αντίστοιχων τουρκικών φιλοδοξιών τής εποχής. [22] Υπενθυμίζεται πως η Τουρκία επεδίωκε από τότε να αναδειχθεί σε εγγυητή τής ευρωπαϊκής ενεργειακής ασφάλειας, αξιοποιώντας -πέρα από τον έλεγχο του Βοσπόρου, από τον οποίο διέρχονται 3 εκατ. βαρέλια ημερησίως- δύο νέους πετρελαιαγωγούς και δύο νέους αγωγούς φυσικού αερίου. Οι μεν πρώτοι ήταν ο πολυσυζητημένος BTC (Μπακού-Τιφλίδα-Τσεϋχάν), ο οποίος παρουσιάστηκε στο τεύχος 28, και ο Σαμψούντα-Τσεϋχάν, οι δε άλλοι ο Blue Stream και ο South Caucasus Pipeline (SCP, γνωστός και ως ΒΤΕ ή Μπακού-Τιφλίδα-Ερζερούμ) [23].

Σύμφωνα, λοιπόν, με μια εθνική στρατηγική ενεργειακής διπλωματίας η οποία βασίστηκε, κατά τον Θεόδωρο Τσακίρη, στην λογική των «ισοδύναμων εξισορροπήσεων», προωθήθηκαν αντίστοιχα από την Ελλάδα τα εξής σχέδια: Ο πετρελαιαγωγός Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη, για τον οποίο ένα αρχικό πρωτόκολλο συνεργασίας χρονολογείτο ήδη από τον Ιούνιο του 1995, μια δεκαετία πριν την σύναψη της πρώτης IGA, και μια νότια διακλάδωση του αγωγού φυσικού αερίου South Stream, η οποία, αν ποτέ κατασκευαζόταν, θα ήταν 100% ανταγωνιστική τού ITGI και, βέβαια, του σημερινού ΤΑΡ (μολονότι κάποιοι εξακολουθούν μέχρι σήμερα να τους θεωρούν... συμπληρωματικούς)! Ως προς τον πρώτο, μολονότι οι πρωτογενείς πηγές παραμένουν φυσικά απόρρητες, η πολιτική βιογραφία του τότε πρωθυπουργού τής Ελλάδας κάνει λόγο περί επίσημης μελέτης Υπουργείου, σύμφωνα με την οποία «ο αγωγός θα ενίσχυε την Ελλάδα και θα έβλαπτε την Τουρκία». [24] Η «τουρκοποίηση» της ενεργειακής διπλωματίας σε όλο της το μεγαλείο... Ως προς τον South Stream, τέτοια ήταν η σπουδή εκ μέρους της Ελλάδας για συμμετοχή στο ρωσικής έμπνευσης σχέδιο, που έλαβε χώρα την άνοιξη του 2008 χωρίς να υφίσταται καν προ-μελέτη βιωσιμότητας (!), όπως έχει αποκαλύψει ο Π. Γεννηματάς [25]. Καθόλου περίεργο που το θέρος τού ίδιου έτους, ανώτατος Έλληνας κρατικός αξιωματούχος ομολογούσε προς τις ΗΠΑ: «Η κυβέρνηση της Ελλάδος μπήκε στο παιχνίδι και τώρα δεν ξέρει πώς να βγει» [26].

Ο πανάκριβος και επί της ουσίας περιττός South Stream έχει επικριθεί πολύ έντονα από οικονομικής, γεωπολιτικής αλλά και νομικής πλευράς (ασυμβατότητα με το δίκαιο της ΕΕ). [27] Το 2007-8, η Ελλάδα άθελά της φάνηκε προς την Δύση να «βάζει πλάτη» για την υποστήριξη αυτού του μεγαλοφυούς πουτινικού σχεδίου με απώτερο στόχο την ενεργειακή «φινλανδοποίηση» ολόκληρης της Κεντρικής και Νοτιοανατολικής Ευρώπης, ουσιαστικά ενός «Nabucco-killer», προκαλώντας την αμηχανία τής ΕΕ και την εκπεφρασμένη οργή των ΗΠΑ (Department of State). Τελικά, βεβαίως, ούτε ο νότιος κλάδος τού South Stream αλλά ούτε και ο πολύ μικρός αγωγός Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη κατασκευάστηκαν, για μια σειρά από λόγους οι οποίοι δεν είναι του παρόντος να αναφερθούν. Βεβαίως, ελάχιστες οξυδερκείς αναλύσεις ήδη από την εποχή εκείνη είχαν προβλέψει ποια επρόκειτο να είναι η τύχη τους, μόνο που αποδείχθηκαν vox clamantis in deserto [φωνή βοώντος εν τη ερήμω].

Προτού, όμως, εξετάσουμε την πολυσυζητημένη έννοια του «ενεργειακού κόμβου», τον οποίο θα μπορούσε να δημιουργήσει μια χώρα με πληθώρα αγωγών, ας μας επιτραπεί μια παρατήρηση στα ανωτέρω: Η αντικειμενική αδυναμία εξισορρόπησης της Τουρκίας μέσω της κατασκευής «ισοδύναμων» αγωγών δεν θα πρέπει να μας στεναχωρεί ιδιαίτερα. Καταρχήν, όπως είχε επισημάνει εδώ και 25 αιώνες ο Περικλής, από την θάλασσα πάντοτε αντλούσαμε την ισχύ μας («μέγα το της θαλάσσης κράτος»). Η ναυτοσύνη μας παραμένει ακόμη και σήμερα πανίσχυρη και δη σε παγκόσμιο -όχι απλώς σε περιφερειακό (Τουρκία)- επίπεδο. Έτσι, η ελληνόκτητη ποντοπόρος ναυτιλία διαδραματίζει μέγα ρόλο στις θαλάσσιες μεταφορές ενεργειακών πόρων. Οι εφοπλιστές μας πραγματοποιούν τεράστιες κεφαλαιουχικές επενδύσεις και στον τομέα των δεξαμενόπλοιων (τάνκερ) και των πλοίων μεταφοράς LNG. Ως προς τα τελευταία, οι ενεργές παραγγελίες τους το 2013 αντιστοιχούσαν στο 46% των παγκόσμιων παραγγελιών! Χωρίς τους Έλληνες εφοπλιστές, επομένως, οι θαλάσσιες ενεργειακές αρτηρίες (οι οποίες αθροιστικά ξεπερνούν σε μεταφερόμενο τονάζ τους αγωγούς) θα παρέλυαν…

Και τώρα ορισμένες μικρές παρατηρήσεις αναφορικά με το ρόλο των κρατών διέλευσης αγωγών (transit states) στο σύγχρονο διεθνές σύστημα, δηλαδή, τελικά, για την σημασία των περίφημων «ενεργειακών κόμβων». [28] Πολλές τις οφείλουμε στην Brenda Shaffer (καθηγήτρια του υπογράφοντος στο Baku Summer Energy School) και, ιδίως, στο έργο της Energy Politics [29]. Ένας διεθνής «κόμβος», όπου διασταυρώνονται πλείονες αγωγοί ή άλλα μέσα μεταφοράς αργού και αερίου, όπως είναι λ.χ. η Ουκρανία και η Τουρκία, σαφώς και αποκτά οφέλη [30]. Από οικονομικής πλευράς, το κράτος συνήθως -όχι πάντοτε- εισπράττει κάποια τέλη διέλευσης, τα οποία, πάντως, δεν μπορούν να θεωρηθούν αξιόλογη συνεισφορά στο ΑΕΠ. Ίσως μεγαλύτερο οικονομικό όφελος, αν και έμμεσο, είναι ότι οι εναλλακτικές οδεύσεις ισχυροποιούν την διαπραγματευτική θέση έναντι του κυρίαρχου προμηθευτή ενέργειας (dominant supplier), ιδίως όταν αυτός είναι η ΟΑΟ Gazprom, κατά τις επαναδιαπραγματεύσεις της τιμής τού αερίου.

Από γεωπολιτικής πλευράς, η όποια αναβάθμιση, αν και σαφώς υπαρκτή, δεν θα πρέπει να υπερτονίζεται. Ακόμη και σε περιπτώσεις όπου η ανάγκη διαφοροποίησης των πηγών προμήθειας είναι δεδομένη, όπως συμβαίνει με την Ε.Ε. και το φυσικό αέριο, θα πρέπει να γίνει η ακόλουθη διάκριση: Διαφορετική είναι η γεωπολιτική σημασία τής χώρας διέλευσης του αγωγού που αποτελεί ταυτόχρονα και εναλλακτικό προμηθευτή (Αζερμπαϊτζάν), διαφορετική της χώρας διέλευσης η οποία συμμετέχει διά μέσου των εταιρειών της στον αγωγό (Τουρκία) και διαφορετική -ασφαλώς μικρότερη- της χώρας διέλευσης που απλώς παρέχει «οικόπεδο» (Ελλάδα). Επιπλέον, οι όποιοι διακρατικοί «δεσμοί» προκύπτουν από την διαμετακόμιση ενέργειας είναι πολύ πιο ισχυροί με τα ίδια τα περίκλειστα κράτη (π.χ. Αζερμπαϊτζάν), τα οποία δεν έχουν άλλη οδό να εξαγάγουν τους πόρους τους, παρά με τρίτες χώρες, όπως στην περίπτωσή μας με την Αλβανία και την Τουρκία (βλ. επίσης παρακάτω περί των υποτιθέμενων «αγωγών ειρήνης»).

Τέλος, το ίδιο το status τής χώρας διέλευσης συνεπάγεται λίαν αυξημένες ευθύνες, πέραν της -αυτονόητης- προστασίας των υποδομών από πιθανές τρομοκρατικές επιθέσεις, στις οποίες δεν έχουν ανταποκριθεί όλες οι περιπτώσεις με επιτυχία. Η Ουκρανία, λ.χ., φέρει τεράστιο μερίδιο ευθύνης για τις διακοπές τής ροής αερίου προς την Ευρώπη το 2006 και το 2009. Όπως παρατηρεί η Shaffer, τα κράτη διέλευσης -και όχι, όπως συνήθως νομίζουμε στην Ευρώπη, τα κράτη προμηθευτές- έχουν το μεγαλύτερο κίνητρο να προβούν σε διακοπή τής ροής για πολιτικούς λόγους, με τίμημα, βεβαίως, την διεθνή αναξιοπιστία τους.

Η ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΗ ΤΩΝ «ΑΓΩΓΩΝ ΕΙΡΗΝΗΣ»

Αν η σημασία των «ενεργειακών κόμβων» έχει μάλλον υπερτονιστεί, ακόμη πιο αμφισβητήσιμη είναι η θέση ορισμένων αναλυτών και διαμορφωτών πολιτικής ότι μπορούν τάχα να υπάρξουν «αγωγοί ειρήνης» (peace pipelines). Την ιδέα αυτή η καθηγήτρια Shaffer δεν διστάζει να την χαρακτηρίσει ως «χίμαιρα», αναφέροντας πολλά ιστορικά παραδείγματα [31]. Είναι γεγονός ότι οι σχέσεις αμοιβαίας αλληλεξάρτησης τις οποίες δημιουργούν μεταξύ των κρατών οι διεθνείς ενεργειακές οδεύσεις θα μπορούσαν να συντελέσουν -υπό συγκεκριμένες πάντα συνθήκες και ως ένα βαθμό- σε μια αποκλιμάκωση των (υφιστάμενων) διεθνών διαφορών και, τελικά, σε σύσφιξη των γενικότερων σχέσεων. Σύμφωνα, βεβαίως, με τις πάγιες αρχές τού πολιτικού ρεαλισμού των διεθνών σχέσεων και ιδίως της «δομικής» εκδοχής του (K. Waltz), η προκύπτουσα σταθερότητα θα οφείλεται αποκλειστικά σε ανάγκη, καθώς κανένα από τα αλληλεξαρτώμενα μέρη δεν θα το συμφέρει τελικά η αποτυχία τού όλου εγχειρήματος. Και πάλι, όμως, κάτι τέτοιο ισχύει μόνο από την οπτική γωνία ενός αμιγώς ορθολογικού δρώντος, μια ακόμη παραδοχή τής σχολής τού πολιτικού ρεαλισμού, η οποία δεν είναι πάντα δεδομένη στις διεθνείς σχέσεις. Επιπλέον, όπως ορθά παρατηρεί η καθηγήτρια Shaffer, οι καλές πολιτικές σχέσεις θα πρέπει να προηγούνται της απόφασης να φτιαχτεί ένας αγωγός κι όχι να έπονται!

Υπό το πρίσμα αυτό, είναι ίσως υπερβολικά αισιόδοξη η άποψη ότι η ενέργεια μπορεί να αποτελέσει για την Ελλάδα σημαντικό μέσο για την επίτευξη ευρύτερων εθνικών στοχεύσεων εντός της μικρής και εύθραυστης γειτονιάς της (Βαλκάνια). Σίγουρα, η παράλληλη ανάπτυξη των «σιαμαίων» αγωγών ΤΑΡ και ΤΑΝΑΡ κατά τα αμέσως επόμενα 4-5 χρόνια αναμένεται να καταδείξει την ύπαρξη κοινών συμφερόντων Ελλάδας, Τουρκίας και Αλβανίας. Όλες οι εμπλεκόμενες πλευρές πρέπει να επιδιώξουν να τα αναδείξουν, εγκαινιάζοντας μια εποχή νηφαλιότητας, μετριοπάθειας και ρεαλισμού στις μεταξύ τους σχέσεις. Εντούτοις, από το σημείο αυτό μέχρι το να πιστέψει κανείς ότι η υλοποίηση αυτού του «Νοτίου Διαδρόμου Φυσικού Αερίου» (Southern Gas Corridor) θα επιδράσει ως καταλύτης τις σχέσεις μας με τους δύο γείτονές μας, τον ανατολικό και τον δυτικό, υπάρχει μια απόσταση. Ακόμη και ως προς την διαμετακόμιση ενέργειας (για να μην αναφέρουμε άλλους πιο ευαίσθητους τομείς), η Τουρκία έχει αποδειχθεί αναξιόπιστος εταίρος τής Ελλάδας, διακόπτοντας την ροή αερίου -μέσω του αγωγού TGI- ακόμη και πρόσφατα, τον Φεβρουάριο του 2012. Οι πάγιες επιδιώξεις της εξωτερικής της πολιτικής, λ.χ. στο Αιγαίο, δεν αλλάζουν καθόλου εύκολα, σε πλήρη αντίθεση, βεβαίως, με τα όσα φέρεται να υποστήριζε η επίσημη ελληνική μελέτη υπέρ του αγωγού Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη, την οποία μας αποκαλύπτει ο Μ. Κοττάκης: «Θα έπαυε το Αιγαίο να είναι αμφισβητούμενη περιοχή (...) από όπου διέρχεται πετρέλαιο, συνήθως σιγούν τα όπλα και οι εθνικισμοί». [32] Μια ειδική αμερικανική μελέτη (Natural Gas and Geopolitics 1970-2040, των Hayes και Victor), έχει ρητά καταλήξει σε τελείως διαφορετικό συμπέρασμα: «Δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι οι αγωγοί είναι μέσο για ειρήνη».

Ανακεφαλαιώνοντας, η διαπίστωση στην οποία κατέληξε το πρώτο μέρος τής ανάλυσής μας (δηλαδή η απάντηση στην πρώτη δέσμη ερωτημάτων) είναι η εξής: Με την εξαίρεση ελάχιστων ισχυρών χωρών στις οποίες δεν συγκαταλεγόμαστε, διεθνείς συνεργασίες ενεργειακής φύσεως στηριζόμενες πρωτίστως σε πολιτικά ή συναφή άσχετα με την αγορά κριτήρια (τα οποία αρέσκονται να θέτουν τα κράτη) είναι καταδικασμένες: Δεν πρόκειται να τελεσφορήσουν, εάν δεν διαθέτουν στέρεες βάσεις βιωσιμότητας. Η πολιτική διάσταση -βασικά η διάσταση ασφάλειας- των διμερών και πολυμερών ενεργειακών συμφωνιών είναι υπαρκτή, αλλά δεν θα πρέπει να υπερτονίζεται, όπως φαίνεται να συμβαίνει στην Ελλάδα. Σήμερα, τα περισσότερα κράτη, όσο κι αν δηλώνουν πως νοιάζονται για την ενίσχυση της ενεργειακής ασφάλειας και άλλους στρατηγικής φύσης στόχους, δεν είναι σε θέση να υποκαταστήσουν τις μεγάλες εταιρείες στην υλοποίηση των συγκεκριμένων έργων. Το πιο σημαντικό σε έναν αγωγό δεν είναι η IGA (έστω κι αν η έλλειψή της και, γενικότερα, η εχθρική στάση τού κράτους υποδοχής τον καθιστά πρακτικά αδύνατο...), αλλά η τεχνικοοικονομική βιωσιμότητα και, ενίοτε, το timing της κατασκευής του [33]: όποιος προλάβει να εισέλθει πρώτος σε μια αγορά, κερδίζει καλύτερους όρους. Ουδείς, επομένως, θα υποστήριζε στα σοβαρά ότι, επειδή κάποτε «έπεσαν» κάποιες υπογραφές IGA, η μικρή Ελλάδα έγινε ενεργειακή δύναμη.

Το δεύτερο μέρος υποστήριξε ότι η προσπάθεια εξισορρόπησης της τουρκικής ισχύος μέσω της προώθησης «ισοδύναμων» -κατά την ελληνική άποψη - ενεργειακών οδεύσεων είναι αντιπαραγωγική και ελάχιστα μας έχει βοηθήσει μέχρι σήμερα. Ομοίως δεν έχει ιδιαίτερο νόημα να ομιλούμε διαρκώς περί κυοφορούμενων αντιτουρκικών «αξόνων» στην Ανατολική Μεσόγειο, με αιχμή τού δόρατος την ενέργεια [34]. Σε κάθε περίπτωση, δε, η όποια σημασία των «ενεργειακών κόμβων» (ήτοι των κρατών διέλευσης) δεν θα πρέπει να υπερτιμάται. Το τρίτο μέρος, τέλος, απέρριψε ως μάλλον απλοϊκή -και ιδίως ως αντίθετη με την εμπειρική έρευνα- την αντίληψη περί της δυνατότητας κατασκευής στα Βαλκάνια «αγωγών ειρήνης», οι οποίοι ως δια μαγείας θα επιλύσουν όλα τα διμερή μας προβλήματα.

Επομένως, η ανάλυσή μας αποτελεί ταυτόχρονα μια κριτική στην κρατούσα σχολή τού πολιτικού ρεαλισμού των διεθνών σχέσεων -για την ακρίβεια, σε ορισμένες υπερβολές τής νεοελληνικής (γεωπολιτικών αποχρώσεων) εκδοχής της- αλλά και, σε τελική ανάλυση, μια επιβεβαίωση κάποιων άλλων βασικών παραδοχών τής ίδιας σχολής σκέψης. Ο σοβαρός πολιτικός ρεαλισμός, έχοντας αποκαθαρθεί από τις χονδροειδείς αναλύσεις οι οποίες κατά καιρούς επικαλούνται το όνομά του, εξακολουθεί να αποτελεί ίσως το πιο χρήσιμο «παράδειγμα» στις διεθνείς σχέσεις. Από την άλλη, η γεωπολιτική τής ενέργειας είναι μεν εξαιρετικά ενδιαφέρουσα per se, αλλά εκφράζει την οπτική γωνία των ισχυρών, στους οποίους δεν ανήκει η Ελλάδα. Θα έλεγα ότι τείνει να καταστεί ένα είδος «φύλου συκής», για την συγκάλυψη των λοιπών -διαρθρωτικών- αδυναμιών τής χώρας.

Συμπερασματικά, λοιπόν, η κριτική θεώρηση ορισμένων αντιλήψεων περί της ενεργειακής μας διπλωματίας (ουσιαστικά η προσπάθεια αναγωγής τής συζήτησης από το περιγραφικό σε κάπως πιο θεωρητικό επίπεδο, αλλά με την συνεχή χρήση παραδειγμάτων) σε καμιά περίπτωση δεν είχε ως σκοπό την απαξίωση του αντικειμένου της, το οποίο, σημειωτέον, το έχει αντιληφθεί η ελληνική Πολιτεία: Όταν ο νυν αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και ΥΠΕΞ δήλωνε -για πρώτη φορά, σημειωτέον, στην σύγχρονη ιστορία τής εξωτερικής μας πολιτικής- ενώπιον της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων και Άμυνας της Βουλής των Ελλήνων ότι: «Η ενεργειακή διπλωματία αποτελεί πρώτη προτεραιότητα της Ελλάδας» (Ιούλιος 2013), κάτι ήξερε. Είναι εντελώς άλλο πράγμα, όμως, το να θεωρείται και η ενέργεια ως μια υψηλή προτεραιότητα στην εξωτερική μας πολιτική και άλλο η στείρα εμμονή σε ανεκπλήρωτα σχέδια γεωπολιτικών προεκτάσεων. Όσοι σήμερα, αντί να στραφούν προς τη νέα διεθνή πραγματικότητα και τα συγκριτικά μας πλεονεκτήματα (λ.χ. LNG και μικρές διασυνδέσεις με τους βόρειους γείτονές μας), χύνουν ακόμη «κροκοδείλια δάκρυα» για τις IGA των αγωγών που δεν έγιναν ποτέ, ας αναλογιστούν καλύτερα πόσες πιθανότητες είχαν ούτως ή άλλως αυτές να ευοδωθούν, την εποχή που τις υπογράφαμε.

Το αντίθετο από την απαξίωση, επομένως, επιδίωξε η ανά χείρας μελέτη: Μόνον εφόσον συλλάβουμε την ενεργειακή διάσταση της εξωτερικής μας πολιτικής στις πραγματικές της διαστάσεις-δυνατότητες, πέραν από ονειρικές φαντασιώσεις και εκτός επικοινωνιακών παιγνίων, θα μπορέσουμε να την ασκήσουμε αποτελεσματικά. Ένας κάπως πιο χαμηλός «πήχης» τον οποίο, όμως, θα μπορέσουμε να τον υπερπηδήσουμε, είναι σαφώς προτιμότερος από έναν δυσθεώρητο «πήχη» (η Ελλάδα ως ο μέγας ενεργειακός κόμβος τής Ν.Α. Ευρώπης και της Ανατολικής Μεσογείου), από τον οποίο στο τέλος θα διέλθουμε από κάτω. Αυτό το τελευταίο, δυστυχώς, έχει ξανασυμβεί.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

[1] Προς αποφυγή παρεξηγήσεων, ο υπογράφων διευκρινίζει ότι υπήρξε ανέκαθεν οπαδός μιας ήπιας εκδοχής τού πολιτικού ρεαλισμού των διεθνών σχέσεων, άρα της αποδοχής ρόλου για το εθνικό κράτους σε πολλές πτυχές τής διεθνούς ζωής. Εντούτοις, αναγνωρίζει ότι η απήχηση της σχολής τού πολιτικού ρεαλισμού (ο οποίος ουδεμία, φυσικά, σχέση έχει με τον τίτλο τού ανά χείρας άρθρου) είναι πέραν του δέοντος ισχυρή στην Ελλάδα, για λόγους που εκφεύγουν της παρούσας ανάλυσης.
[2] Η τελευταία είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός αλλά και εξαγωγέας φυσικού αερίου και λειτουργεί ως «πολλαπλασιαστής ισχύος» του Κρεμλίνου, ιδίως σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες τής πρώην ΕΣΣΔ
[3] Έτσι λ.χ. η ΟΑΟ Gazprom ίσως να μην κερδίσει πολλά χρήματα από την πρόσφατη (Μάιος 2014) συμφωνία με την κινεζική CNPC για τον υπερ - αγωγό Power of Siberia, εντούτοις με την κίνηση αυτή επιτυγχάνει να διαφοροποιήσει τις εξαγωγικές αγορές της, άρα τελικά να ισχυροποιήσει τα μέγιστα την διαπραγματευτική της θέση έναντι της βασικής της αγοράς, που παραμένει η ΕΕ. Είναι αλήθεια ότι, σε οριακές περιπτώσεις, κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί και με τις τεράστιες IOC («super majors»): Η ΒΡ, λ.χ., η οποία από το 1997 μέχρι σήμερα έχει κερδίσει πολλά δισ. στην Κασπία εκμεταλλευόμενη τα κοιτάσματα πετρελαίου Αζέρι-Σιράγκ-Γκιουνασλί (ACG), θα ήταν διατεθειμένη, αν της το ζητούσε η κυβέρνηση του Μπακού, να μην προβεί στην πλέον επωφελή, από οικονομικής πλευράς, όδευση του φυσικού αερίου από την δεύτερη φάση ανάπτυξης (2020) του κοιτάσματος Σαχ Ντενίζ. Βλ. σχετικά τ. 28.
[4] Σήμερα, με τις ΗΠΑ να βαδίζουν προς σχετική αυτάρκεια, λόγω της «σχιστολιθικής» (shale) επανάστασης, την μεγαλύτερη ανάγκη για πρόσβαση σε εισαγόμενους ενεργειακούς πόρους έχει η Κίνα, της οποίας η κατανάλωση σε πετρέλαιο διπλασιάστηκε την δεκαετία 2002-2012. Πολλές από τις ενέργειες της εξωτερικής πολιτικής τού Πεκίνου πρέπει να εξεταστούν υπό το παραπάνω πρίσμα.
[5] H.Clinton, Energy Diplomacy in the 21st Century, ομιλία στο Παν. Georgetown, 18/10/2012, http://www.state.gov/secretary/20092013clinton/rm/2012/10/199330.htm
[6] Karen Ayat, The Decreasing Probability of an Israel-Turkey Pipeline, www.naturalgaseurope.com 12/8/2014
[7] Foreign Affairs-The Hellenic Edition (τεύχος 28).
[8] Nicolo Sartori, Εnergy and Politics: Behind the Scenes of the Nabucco versus TAP Competition, Istituto Affari Internazionali Working Paper αρ. 13/17, Ιούλιος 2013
[9] Για την θέση τής ενεργειακής ασφάλειας εντός τής θεωρίας των διεθνών σχέσεων βλ. A.Belyi, Energy security in International Relations (IR) theories, www.hse.ru
[10] Στην πράξη, αυτό σήμαινε ότι η Ελλάδα και η Ιταλία, που μέχρι πρότινος υποστήριζαν επίσημα -δηλαδή ως κρατικές οντότητες- τον 100% ανταγωνιστικό τού ΤΑΡ αγωγό ITGI, μετέβαλαν την στάση τους, καθώς ο ITGI είχε ήδη απορριφθεί, από τις αρχές τού 2012.
[11] Όποιος επιθυμεί να μελετήσει μια πρόσφατη IGA και την αντίστοιχη HGA ενός αγωγού, στην ιστοσελίδα της Βουλής υπάρχουν σχετικά με τον ΤΑΡ τόσο ο νόμος 4145 στο ΦΕΚ της 18/4/2013 (κύρωση Διακυβερνητικής Συμφωνίας) όσο και ο νόμος 4217 στο ΦΕΚ της 10/12/2013 (κύρωση Συμφωνίας Φιλοξενούσας Χώρας).
[12] Μ. Κοττάκης, Καραμανλής off the record, Λιβάνης 2011. Πρόκειται μακράν για την πιο χρήσιμη (δημοσιευμένη) πηγή για τις υψηλές μεν, ανεκπλήρωτες δε μέχρι και σήμερα φιλοδοξίες της δεκαετίας του 2000 στην ενεργειακή διπλωματία.
[13] Ειδικά για το South Stream, θα θέλαμε να επαναλάβουμε με έμφαση αυτό που είχαμε γράψει στο τεύχος 22: η Ελλάδα πρέπει επιτέλους να επιλέξει εάν θέλει να ανήκει στον ενεργειακό χάρτη της Ρωσίας ή της Ευρώπης, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Αυτό, βεβαίως, δεν σημαίνει πως η χώρα μας θα πρέπει να διακόψει τις βαθιά ριζωμένες ενεργειακές σχέσεις τις οποίες είχε συνάψει ήδη από την εποχή της ΕΣΣΔ (1987) για τον εφοδιασμό της με φυσικό αέριο. Κάθε άλλο: η ίδια η τιμή του ρωσικού αερίου, ειδικά μετά τη μείωση του 2014, είναι υπερβολικά δελεαστική για να αγνοηθεί. Απλώς η υποστήριξη νέων -και πολύ δαπανηρών- ρωσικών σχεδίων δεν ενδείκνυται.
[14] Π. Γεννηματάς, Ενέργεια και πολιτική στη ΝΑ Ευρώπη και στον κόσμο, Αθήνα 2008, σελ. 220.
[15] Αυτές οι διαπιστώσεις τίθενται προς γνώση και συμμόρφωση όχι μόνο δική μας, αλλά και της ΕΕ -ιδίως, δε, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής- η οποία αρέσκεται μεν να λέει πολλά τελευταία περί ενεργειακής ασφάλειας, διαφοροποίησης πηγών κλπ, αλλά να πράττει λίγα: Αν εξαιρέσουμε την Ευρ. Τράπεζα Επενδύσεων, ο χρηματοδοτικός μηχανισμός έργων υποδομής για όλη την περίοδο 2014-2020, γνωστός ως CEF (Connecting Europe Facility), είναι συνολικού ύψους 5,85 δισ. ευρώ και προφανώς δεν επαρκεί για τις εκατοντάδες από υποψήφια «έργα κοινού ενδιαφέροντος» (PCI), τα οποία απαιτούν κατά βάση ιδιωτικά κεφάλαια
[16] Π. Γεννηματάς, στο ίδιο, σελ. 231.
[17] Είναι, βεβαίως, κοινός τόπος σήμερα ότι τα κράτη δεν επιδιώκουν μόνο πολιτικούς σκοπούς, αλλά και άλλους, ιδίως οικονομικούς. Η ασφάλεια είναι μεν μια πρωταρχική τους επιδίωξη, αλλά και η οικονομική ισχύς δεν πρέπει να υποτιμάται, πόσω μάλλον, δε, αφού η κατοχή της συντελεί τελικά στην επαύξηση της ασφάλειας. Μάλιστα, θεωρητικοί όπως η Αγγλίδα S. Strange έχουν -ορθώς- επισημάνει ότι ενίοτε ο χαρακτηρισμός μιας κρατικής ενέργειας ως αποσκοπούσας στην ασφάλεια ή στην οικονομική ισχύ είναι εξαιρετικά δύσκολος. Και πάλι, όμως, η ίδια η έννοια του πολιτικού είναι συνυφασμένη με το κράτος, καθώς η επιχείρηση ενδιαφέρεται μόνο για το κέρδος.
[18] Δ. Καιρίδης (επιμ.), Η νέα γεωπολιτική της Ελλάδας, Ι. Σιδέρης 2003, σελ. 196.
[19] Θ. Βερέμης-Θ. Κουλουμπής, Ελληνική Εξωτερική Πολιτική: Διλήμματα μιας νέας εποχής, Ι. Σιδέρης 1997, σελ. 35-45.
[20] Σε γενικές γραμμές, θέλουμε να εξειδικεύσουμε στο ενεργειακό πεδίο την -σαφώς ευρύτερου περιεχομένου- θέση ότι: «Η παραδοχή ότι η Τουρκία έχει αποκτήσει τεράστια γεωπολιτική σημασία μόνον εν μέρει είναι ορθή.» Μπάμπης Τσαρδανίδης, Γιατί η Ελλάδα δεν μειονεκτεί έναντι της Τουρκίας, www.foreignaffairs.gr
[21] Είναι πραγματικά αξιοπερίεργο ότι μέχρι και πριν από 4-5 περίπου χρόνια, όταν δηλαδή η μεγάλη ελληνική ύφεση είχε ήδη αρχίσει, υπήρχαν προβλέψεις για ραγδαία αύξηση της εγχώριας κατανάλωσης αερίου από τα 5 δισ. στα 12 δισ. κυβικά μέτρα εντός τής τρέχουσας δεκαετίας. Σήμερα (2014), έχει μειωθεί στα ...3,4 δισ.! Βλ. ενδεικτικά Επιχειρηματικό πάρτι 40 δισ. ευρώ στην ενέργεια, TA NEA, 8/8/2009.
[22] Δρ Θ. Τσακίρης, Η Ενεργειακή Διάσταση της Ελληνικής Εξωτερικής Πολιτικής, ΕΛΙΑΜΕΠ, Νοέμβριος 2012, διαθέσιμη και στο διαδίκτυο, www.eliamep.gr
[23] Ειδικά ο αγωγός Σαμψούντας-Τσεϋχάν φαίνεται σήμερα να έχει «παγώσει».
[24] Μ. Κοττάκης, στο ίδιο, σελ. 215.
[25] Π. Γεννηματάς, στο ίδιο.
[26] Ο ψυχρός πόλεμος για τους αγωγούς μέσα από τα αρχεία Wikileaks, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 26/3/2011
[27] Βλ. αναλυτικά περί South Stream στο άρθρο μας Ευρώπη εναντίον Gazprom, Foreign Affairs-The Hellenic Edition τεύχος 24.
[28] Στην κυριολεξία, ένας πραγματικός ενεργειακός κόμβος δεν είναι μόνο ή κυρίως διαμετακομιστικός (Transit Hub), όπως συνήθως τον εννοούμε στην Ελλάδα, αλλά και διαμορφωτής των τιμών σε περιφερειακό επίπεδο (Trading Hub), όπως λ.χ. ο πολύ γνωστός Henry Hub των ΗΠΑ. Μόλις τον Αύγουστο του 2014, ολοκληρώθηκε στην Ελλάδα η πρώτη μελέτη -εκ μέρους τού έγκριτου ΙΕΝΕ- η οποία προβαίνει σε ανάλυση των δυνατοτήτων δημιουργίας ενός αληθινού (Transit & Trading) Gas Hub στην χώρα μας. Αν και ο υπογράφων δεν γνωρίζει την πλήρη μελέτη, είναι προφανές ότι η παντελής απουσία αποθηκευτικών χώρων αερίου και το πολύ μικρό μέγεθος της εγχώριας αγοράς απάδουν προς μια τέτοια προοπτική, τουλάχιστον εντός τής προσεχούς δεκαετίας.
[29] B. Shaffer, Energy Politics, University of Pennsylvania Press, Philadelphia 2009.
[30] Στο ίδιο, σελ. 64.
[31] Στο ίδιο, σελ. 4 και 70-74.
[32] Μ. Κοττάκης, στο ίδιο, σελ. 216.
[33] Ειδικά ο ITGI ή «Ποσειδώνας», η μεγαλύτερη χαμένη ευκαιρία ολόκληρης της ενεργειακής μας διπλωματίας, δεν ήταν απαγορευτικά ακριβός και θα μπορούσε να έχει ολοκληρωθεί έως τις αρχές του 2013, σύμφωνα με συνέντευξη του τότε επικεφαλής τής ΔΕΠΑ το φθινόπωρο του 2008. Θα χρειαζόταν, βέβαια, να περιμένει άλλα 5-6 χρόνια περίπου για να δεχθεί αέριο από την Κασπία (ως τότε θα μετέφερε στα Βαλκάνια, με αντίστροφη ροή, αέριο Αλγερίας), αλλά και μόνη η ύπαρξή του θα ήταν ένα σημαντικό πλεονέκτημα έναντι του υπό μελέτη ακόμη ΤΑΡ. Εντούτοις, ο στρατηγικός αποπροσανατολισμός μας ο οποίος ξεκίνησε την ίδια ακριβώς χρονιά (2008) με τον -παράλληλο, όπως ελέχθη- νότιο κλάδο του South Stream και, βεβαίως, η οδυνηρή πτώχευση του 2010, δεν επέτρεψαν στο ελληνικό αυτό σχέδιο (με ιταλική συμμετοχή) να διεκδικήσει με αξιώσεις το κασπιακό αέριο. Τέλος, όπως έχουμε γράψει και στο τεύχος 22, την «χαριστική βολή» στον ITGI την έδωσε το 2012 η προοπτική να αγοραστεί η ΔΕΠΑ από την ρωσική Gazprom.
[34] Είναι γεγονός ότι, ειδικά ως προς το Ισραήλ, οι εξελίξεις των τελευταίων μηνών δεν ήταν καθόλου ευχάριστες και μάλλον διαψεύδουν τους γεωπολιτικούς «προφήτες»: Υπενθυμίζουμε, λοιπόν, την υπογραφή μνημονίου μεταξύ της κοινοπραξίας Λεβιάθαν και της Ιορδανίας για εξαγωγή 45 δισ. κυβικών μέτρων εντός 15ετίας, την επιστολή προθέσεως της ίδιας κοινοπραξίας με τον operator του σταθμού υγροποίησης Idku στην Αίγυπτο και την επιστολή προθέσεως της κοινοπραξίας Ταμάρ με τον operator σταθμού υγροποίησης Damietta, επίσης στην Αίγυπτο. Τι μένει για την Ελλάδα;

Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στη διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στη διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr