Κυπριακό: O αναδυόμενος κίνδυνος της διχοτόμησης | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Κυπριακό: O αναδυόμενος κίνδυνος της διχοτόμησης

Η πολιτική τής Τουρκίας στην Κύπρο
Περίληψη: 

Τόσο η τουρκοκυπριακή κοινότητα όσο και η ελληνοκυπριακή δίνουν μάχη με το χρόνο, είτε το έχουν αντιληφθεί, είτε όχι, καθώς η πολιτική τής Τουρκίας επιδιώκει την περιθωριοποίηση των Τουρκοκυπρίων και την παγίωση του ελέγχου τής Άγκυρας στην Κύπρο.

Ο ΖΗΝΩΝΑΣ ΤΖΙΑΡΡΑΣ είναι διδακτορικός ερευνητής Πολιτικής & Διεθνών Σπουδών στο University of Warwick και εμπειρογνώμων στο ινστιτούτο Strategy International.

Μια πάγια ανησυχία των Ελληνοκυπρίων, τουλάχιστον μετά από την τουρκική εισβολή τού 1974, ήταν η μονιμοποίηση των δραματικών αλλαγών (γεωγραφικών, πολιτικών, οικονομικών, κοινωνικών, δημογραφικών, πολιτισμικών κ.α.) που αυτή επέφερε στο νησί. Η αντίληψη αυτή ήταν απόλυτα δικαιολογημένη, όχι μόνο λόγω των τραγικών πραγματικοτήτων επί του εδάφους και των νέων σχέσεων ισχύος που αναπτύχθηκαν, αλλά και λόγω της ξεκάθαρης τότε προσέγγισης από την Άγκυρα που υποστήριζε ότι το Κυπριακό λύθηκε το ’74.

Από την πλευρά – τουλάχιστον κάποιων εκ – των Τουρκοκυπρίων, η ανασφάλεια αυτή είχε διαφορετική υφή και αναπτύχθηκε με το πέρασμα των χρόνων. Είχε κυρίως σχέση με το φόβο ότι η τουρκοκυπριακή κοινότητα και ταυτότητα θα αφομοιωνόταν από τα κύματα Τούρκων εποίκων και μεταναστών που κατέφθαναν στην Κύπρο. Αυτό σήμαινε πως οι Τουρκοκύπριοι δεν αποτελούσαν πλέον απλώς μια μειονότητα του ευρύτερου κυπριακού πληθυσμού, αλλά και μια μειονότητα εντός των κατεχομένων εδαφών τα οποία είχαν ταυτίσει με την ασφάλεια και την ελευθερία τους κάτω από ένα δικό τους κράτος, όπως αυτοί το αντιλαμβάνονταν.

Η ΔΙΧΟΤΟΜΗΣΗ ΠΡΙΝ

Ο διττός κίνδυνος που απέρρεε από την τουρκική πολιτική ήταν μια σταθερά που παραμόνευε, τουλάχιστον σε επίπεδο αντιλήψεων. Η πραγματικότητα είναι ότι, τουλάχιστον σε ό,τι αφορούσε το ζήτημα της διχοτόμησης, η Τουρκία δεν ήταν διατεθειμένη να αποδεχτεί κάτι τέτοιο. Ακόμα και μετά την παράνομη ανακήρυξη του ψευδοκράτους το 1983, της λεγόμενης «Τουρκικής Δημοκρατίας τής Βορείου Κύπρου», η Άγκυρα δεν είχε σκοπό να παραχωρήσει την κυριαρχία του στους Τουρκοκύπριους. Για τους Τούρκους πολιτικούς και τεχνοκράτες ήταν εκτός συζήτησης [1].

Ο λόγος είναι, πιθανώς, προφανής. Σε περίπτωση που μια διεθνής ανοικτή και συστηματική εκστρατεία αναγνώρισης του ψευδοκράτους από την Άγκυρα ήταν επιτυχής, η Τουρκία ίσως αναγκαζόταν να αποσύρει τα στρατεύματά της από την Κύπρο και να άφηνε χώρο στην τουρκοκυπριακή κοινότητα να διαχειριστεί το δικό της, πλέον, κράτος. Με άλλα λόγια, το τουρκοκυπριακό κράτος θα ήταν ανεξάρτητο και για την Τουρκία αυτό συνεπαγόταν, στην καλύτερη περίπτωση, σημαντικά μειωμένο έλεγχο και επιρροή επί της κατεχόμενης Κύπρου.

Η ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΑΚΡ

Σήμερα, δυστυχώς, ο κίνδυνος είναι κάτι περισσότερο από απτός ενώ οι φόβοι των δύο κοινοτήτων είναι αλληλοσυνδεόμενοι. Πιο συγκεκριμένα, οι αλλαγές που επισυμβαίνουν στις κατεχόμενες περιοχές ιδιαίτερα από την εκλογή του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) στην Τουρκία, έχουν αλλοιώσει σημαντικά, ίσως ανεπιστρεπτί, τις κοινωνικές, οικονομικές, πολιτικές και δημογραφικές δομές [2]. Μετά από στοχευμένες πολιτισμικές πολιτικές της Τουρκίας (κτίσιμο θρησκευτικών σχολείων και τζαμιών, αποστολή μαθητών στην Τουρκία για καλοκαιρινά θρησκευτικά μαθήματα, κτλ) [3], η τουρκοκυπριακή κοινότητα, η οποία δεν είναι πλέον μόνο τουρκοκυπριακή, διέρχεται μια περίοδο συντηρητικοποίησης, τουλάχιστον σε κάποια από τα στρώματά της. Αυτό έχει αντίκτυπο στην πολιτική σκηνή, στους θεσμούς αλλά και στην στάση τής τουρκοκυπριακής κοινότητας προς την Τουρκία, η οποία ενώ διατηρούσε ένα κάποιο σκεπτικισμό, καθίσταται όλο και πιο αδύναμη να αντισταθεί και να επηρεάσει τις πολιτικές αποφάσεις.

Η πολιτική, όμως, του ΑΚΡ δεν περιορίζεται σε πολιτισμικά ή κοινωνικά ζητήματα. Είναι μια πολυεπίπεδη πολιτική η οποία λειτουργεί τόσο «από τα κάτω» όσο και «από τα πάνω» (bottom-up and top-down). Εκτός από τις αλλαγές που έχει επιφέρει σε επίπεδο μαζικής πολιτικής κουλτούρας και σε επίπεδο θεσμών, μέσω τοποθέτησης ατόμων φιλικά προσκείμενων στην τουρκική κυβέρνηση, η οικονομική διάσταση των προσπαθειών τού ΑΚΡ, κατέχει κεντρικό ρόλο.

Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ

Ως γνωστό, η άνοδος του ΑΚΡ στην εξουσία και στην τουρκική κοινωνικο-πολιτική ζωή ήταν σε μεγάλο βαθμό συνυφασμένη με την άνοδο του λεγόμενου «ισλαμικού κεφαλαίου» της Ανατολίας. Οι συντηρητικοί αυτοί επιχειρηματίες, τα αστικά κέντρα τής Ανατολίας από τα οποία προέρχονται («Τίγρεις τής Ανατολίας») και οι σύνδεσμοί των, διατηρούν οργανικούς πολιτικούς, κοινωνικούς και ιδεολογικούς δεσμούς με την κυβέρνηση του ΑΚΡ. Μάλιστα, πολλές από τις αποφάσεις τής εξωτερικής πολιτικής τού ΑΚΡ από το 2002 παρακινήθηκαν από την ανάγκη αυτών των επιχειρηματικών συνδέσμων του «Ισλαμικού κεφαλαίου» να ενσωματωθούν στις διεθνείς αγορές στο πλαίσιο μιας πολιτικής αύξησης των εξαγωγών.

Η Κύπρος δεν αποτελούσε εξαίρεση αυτής της δυναμικής. Η τουρκική κυβέρνηση ανάπτυξε μηχανισμούς οι οποίοι στηρίζουν, προωθούν και υποβοηθούν τις «ισλαμικές» επενδύσεις στην κατεχόμενη Κύπρο [4]. Όχι μόνο αυτό, αλλά φαίνεται πως οι προσπάθειες της τουρκικής κυβέρνησης στην Κύπρο έχουν παραμερίσει και περιθωριοποιήσει τουρκικές επενδύσεις από παραδοσιακά κοσμικούς κύκλους («κοσμικό κεφάλαιο), όπως για παράδειγμα ο πολύ γνωστός όμιλος Koç και γενικότερα ο κατ’ εξοχήν φιλο-δυτικός επιχειρηματικός σύνδεσμος TÜSIAD. Αντιθέτως, ο επιχειρηματικός σύνδεσμος MÜSIAD, γνωστός ως ο πιο φιλοκυβερνητικός και σημαντικότερος εκφραστής των συμφερόντων τού «ισλαμικού κεφαλαίου», έχει αυξήσει σε μεγάλο βαθμό τις δραστηριότητές του στις κατεχόμενες περιοχές [5].

Ο λόγος είναι και πάλι οφθαλμοφανής: Η κυβέρνηση του ΑΚΡ και ο Τούρκος πρόεδρος, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, πιο συγκεκριμένα, μπορούν να διατηρούν σχεδόν πλήρη έλεγχο του τι συμβαίνει σε όλα τα επίπεδα της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Ακόμα και στο οικονομικό επίπεδο το οποίο θεωρητικά, στο πλαίσιο ενός συστήματος που κινείται με κανόνες φιλελευθερισμού, παραμένει σε μεγάλο βαθμό αποκεντρωμένο και αποσυνδεδεμένο από τον κρατικό έλεγχο.

Η ΔΙΧΟΤΟΜΗΣΗ ΣΗΜΕΡΑ