Η Αμερική σε αποσύνθεση | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η Αμερική σε αποσύνθεση

Οι πηγές τής πολιτικής δυσλειτουργίας

Στο κλασικό έργο Political Order in Changing Societies (Πολιτική Τάξη σε Μεταβαλλόμενες Κοινωνίες), ο πολιτικός επιστήμονας Samuel Huntington χρησιμοποίησε τον όρο «πολιτική αποσύνθεση» για να εξηγήσει την πολιτική αστάθεια σε πολλές νέες ανεξάρτητες χώρες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Huntington υποστηρίζει ότι ο κοινωνικοοικονομικός εκσυγχρονισμός προκάλεσε προβλήματα στις παραδοσιακές πολιτικές τάξεις, οδηγώντας στην κινητοποίηση των νέων κοινωνικών ομάδων, των οποίων η συμμετοχή δεν θα μπορούσε να καλυφθεί από τους υπάρχοντες πολιτικούς θεσμούς. Η πολιτική φθορά προκλήθηκε από την αδυναμία των θεσμών να προσαρμοστούν στις μεταβαλλόμενες συνθήκες. Η φθορά ήταν έτσι με πολλούς τρόπους μια προϋπόθεση πολιτικής ανάπτυξης: Το παλιό έπρεπε να διαλυθεί ώστε να ανοίξει ο δρόμος για το νέο. Αλλά οι μεταβάσεις μπορούσε να είναι εξαιρετικά χαοτικές και βίαιες, και δεν υπήρχε καμία εγγύηση ότι οι παλιοί πολιτικοί θεσμοί θα προσαρμόζοντο στις νέες συνθήκες συνεχώς και ειρηνικά.

Το μοντέλο αυτό είναι ένα καλό σημείο εκκίνησης για μια ευρύτερη κατανόηση της πολιτικής αποσύνθεσης γενικότερα. Οι θεσμοί είναι «σταθερά, αποτιμώμενα, επαναλαμβανόμενα μοτίβα συμπεριφοράς», όπως το έθεσε Huntington, των οποίων η πιο σημαντική λειτουργία είναι να διευκολύνουν την συλλογική δράση. Χωρίς κάποιο σύνολο σαφών και σχετικά σταθερών κανόνων, τα ανθρώπινα όντα θα πρέπει να επαναδιαπραγματεύονται τις αλληλεπιδράσεις τους σε κάθε μεταβολή. Οι κανόνες αυτοί συχνά είναι πολιτιστικά καθορισμένοι και ποικίλλουν μεταξύ των διαφόρων κοινωνιών και εποχών, αλλά η ικανότητα της δημιουργίας τους και της συμμόρφωσης σε αυτούς είναι γενετικά προσαρτημένη μέσα στον ανθρώπινο εγκέφαλο. Μια φυσική τάση προς τον κομφορμισμό βοηθά να δοθεί στους θεσμούς αδράνεια και είναι αυτή που επέτρεψε στις ανθρώπινες κοινωνίες να επιτύχουν επίπεδα κοινωνικής συνεργασίας που δεν έχουν σύγκριση με οποιοδήποτε άλλο είδος ζώου.

Η ίδια η σταθερότητα των θεσμών, ωστόσο, είναι επίσης η πηγή τής πολιτικής αποσύνθεσης. Οι θεσμοί δημιουργήθηκαν για να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις συγκεκριμένων περιστάσεων, αλλά στην συνέχεια, οι συνθήκες άλλαξαν και τα θεσμικά όργανα απέτυχαν να προσαρμοστούν. Μια αιτία είναι γνωσιακή: Οι άνθρωποι αναπτύσσουν διανοητικά μοντέλα για το πώς λειτουργεί ο κόσμος και τείνουν να επιμένουν σε αυτά, ακόμη και ενόψει αντιφατικών στοιχείων. Ένας άλλος λόγος είναι τα ομαδικά συμφέροντα: Οι θεσμοί δημιουργούν ευνοημένες τάξεις εντεταγμένων, που αναπτύσσουν ένα συμφέρον στο status quo και αντιστέκονται σε πιέσεις για μεταρρύθμιση.

Στην θεωρία, η δημοκρατία, και ειδικότερα η Μαντισονιανή εκδοχή τής δημοκρατίας που κατοχυρώθηκε στο Σύνταγμα των ΗΠΑ, θα έπρεπε να μετριάσει το πρόβλημα της εν λόγω κατάληψης εκ των έσω, εμποδίζοντας την εμφάνιση μιας δεσπόζουσας φατρίας ή ελίτ που να μπορεί να χρησιμοποιήσει την πολιτική εξουσία της για να τυραννήσει όλη την χώρα. Αυτό επιτυγχάνεται με την διάχυση της εξουσίας σε μια σειρά ανταγωνιστικών κλάδων τής κυβέρνησης και με το να επιτρέπεται ο ανταγωνισμός μεταξύ διαφόρων συμφερόντων σε μια μεγάλη και ποικίλη χώρα.

Αλλά, η Μαντισονιανή δημοκρατία αποτυγχάνει συχνά να αποδίδει όπως διαφημίζεται. Τα μέλη των ελίτ συνήθως έχουν προνομιακή πρόσβαση στην εξουσία και στις πληροφορίες, τα οποία χρησιμοποιούν για να προστατεύσουν τα συμφέροντά τους. Οι κανονικοί ψηφοφόροι δεν θα θυμώσουν με έναν διεφθαρμένο πολιτικό, αν δεν ξέρουν εξ αρχής ότι έχουν κλαπεί χρήματα. Γνωστικές δυσκαμψίες ή πεποιθήσεις μπορεί επίσης να αποτρέψουν τις κοινωνικές ομάδες από το να κινητοποιηθούν για το δικό τους συμφέρον. Για παράδειγμα, στις Ηνωμένες Πολιτείες, πολλοί ψηφοφόροι από την εργατική τάξη υποστηρίζουν υποψηφίους που υπόσχονται να μειώσουν τους φόρους για τους πλούσιους, παρά το γεγονός ότι οι εν λόγω φορολογικές περικοπές αναμφισβήτητα θα τους στερήσουν σημαντικές κυβερνητικές υπηρεσίες.

Επιπλέον, διαφορετικές ομάδες έχουν διαφορετικές ικανότητες για να οργανωθούν ώστε να υπερασπιστούν τα συμφέροντά τους. Οι παραγωγοί ζάχαρης και οι καλλιεργητές καλαμποκιού είναι γεωγραφικά συγκεντρωμένοι και επικεντρωμένοι στις τιμές των προϊόντων τους, σε αντίθεση με τους απλούς καταναλωτές ή τους φορολογούμενους, οι οποίοι είναι διασκορπισμένοι και για τους οποίους οι τιμές αυτών των προϊόντων είναι μόνο ένα μικρό μέρος των προϋπολογισμών τους. Δεδομένων των θεσμικών κανόνων που συχνά ευνοούν ειδικά συμφέροντα (όπως το γεγονός ότι η Φλόριντα και η Αϊόβα, όπου καλλιεργούνται η ζάχαρη και το καλαμπόκι, είναι εκλογικά κυμαινόμενες πολιτείες), αυτές οι ομάδες αναπτύσσουν μια υπερμεγέθη επιρροή στην γεωργική και την εμπορική πολιτική. Ομοίως, οι ομάδες τής μεσαίας τάξης είναι συνήθως πολύ πιο πρόθυμες και ικανές να υπερασπιστούν τα συμφέροντά τους, όπως είναι η διατήρηση της έκπτωσης φόρου για στεγαστικά δάνεια, από όσο είναι οι φτωχοί. Αυτό καθιστά καθολικά δικαιώματα όπως η Κοινωνική Ασφάλιση ή η Ασφάλιση Υγείας πολύ πιο εύκολο να υποστηριχθούν πολιτικά από όσο τα προγράμματα που στοχεύουν μόνο τους φτωχούς.

Τέλος, η φιλελεύθερη δημοκρατία συνδέεται σχεδόν καθολικά με την οικονομία τής αγοράς, κάτι που έχει την τάση να παράγει νικητές και ηττημένους και ενισχύει αυτό που ο James Madison ονόμαζε τις «διαφορετικές και άνισες σχολές απόκτησης ιδιοκτησίας». Αυτό το είδος τής οικονομικής ανισότητας δεν είναι από μόνο του κάτι κακό, στον βαθμό που τονώνει την καινοτομία και την ανάπτυξη και λαμβάνει χώρα υπό συνθήκες ίσης πρόσβασης στο οικονομικό σύστημα. Γίνεται εξαιρετικά προβληματικό, όμως, όταν οι οικονομικοί νικητές επιδιώκουν να μετατρέψουν τον πλούτο τους σε άνιση πολιτική επιρροή. Μπορούν να το πράξουν με την δωροδοκία ενός νομοθέτη ή γραφειοκράτη, δηλαδή, βάσει συναλλαγής, ή, πιο επιζήμια, με την αλλαγή των θεσμικών κανόνων ώστε να ευνοούν τον εαυτό τους - για παράδειγμα, με το κλείσιμο του ανταγωνισμού στις αγορές όπου ήδη κυριαρχούν, γέρνοντας τον ανταγωνιστικό χώρο όλο και πιο απότομα υπέρ τους.