Διφορούμενες πολιτικές | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Διφορούμενες πολιτικές

Η απειλή τού λαϊκισμού στην φιλελεύθερη δημοκρατία

Οι λαϊκιστές είναι για τα καλά στον δρόμο τού να κατακτήσουν παρόμοια δύναμη στην άλλη πλευρά τού Ατλαντικού. Σε χώρες σε όλη την Ευρώπη, λαϊκιστές όλων των αποχρώσεων έχουν μεταβάλλει την εσωτερική πολιτική των τελευταίων δεκαετιών και τώρα απειλούν την ίδια την ύπαρξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στην Αυστρία, κατά την διάρκεια της δεκαετίας τού 1990, ο Jörg Haider, ένας υπερσυντηρητικός εθνικιστής, κέρδισε εκατομμύρια υποστηρικτών με τις καταγγελίες εναντίον μεταναστών και την αχνά καλυμμένη νοσταλγία για το Τρίτο Ράιχ. Κατά την διάρκεια της επόμενης δεκαετίας, στην Ολλανδία, ο Pim Fortuyn κέρδισε μια πιστή ακολουθία με το να προειδοποιεί ότι οι Μουσουλμάνοι μετανάστες υπονόμευαν τις φιλελεύθερες ολλανδικές παραδόσεις.
Πιο πρόσφατα, στην Ιταλία, το κίνημα των Πέντε Αστέρων, ένα κόμμα που ιδρύθηκε μόλις πριν από μερικά χρόνια από τον Beppe Grillo, έναν πρώην κωμικό, προσέλκυσε το τρίτο μεγαλύτερο μερίδιο ψήφων στις εθνικές εκλογές πέρσι, με μια πλατφόρμα που στηρίζεται στην απαίτηση του Grillo ότι «η πολιτική κάστα να πάει να γ….θεί». Στο Ηνωμένο Βασίλειο, το Κόμμα Ανεξαρτησίας τού Ηνωμένου Βασιλείου κέρδισε το μεγαλύτερο μερίδιο των βρετανικών ψήφων στις εκλογές τού Μαΐου για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο συμπήσοντας μια ριζική απόρριψη της ΕΕ χρησιμοποιώντας εμπρηστική ρητορική σχετικά με τους μετανάστες από την Ανατολική Ευρώπη. Ήταν η πρώτη φορά σε περισσότερο από έναν αιώνα, που ένα βρετανικό κόμμα εκτός των Εργατικών ή των Συντηρητικών, θριάμβευσε σε εθνικές εκλογές.

Τα μέλη τού ευρωπαϊκού κατεστημένου καθησύχασαν τον εαυτό τους με την πεποίθηση ότι αυτές οι λαϊκιστικές επιτυχίες θα αρχίσουν να ξεφουσκώνουν από την ώρα που αρχίσουν να υποχωρούν οι οικονομικές επιπτώσεις τής Μεγάλης Ύφεσης και της κρίση τού ευρώ. Αλλά παρότι οι πολιτικοί επιστήμονες έχουν προσπαθήσει να αποδείξουν την υπόθεση ότι οι υφέσεις ή οι αιχμές τού ποσοστού ανεργίας έχουν άμεση επίδραση στην δύναμη των λαϊκιστικών κομμάτων, οι περισσότερες τέτοιες μελέτες έχουν καταλήξει χωρίς σαφή συμπεράσματα. Σε ορισμένες χώρες, και κατά την διάρκεια ορισμένων χρονικών περιόδων, στιγμές οξείας οικονομικής κρίσης συνέπεσαν με μια ισχυρή παρουσία λαϊκίστικων κινημάτων. Αλλά εξίσου συχνά, οι λαϊκιστές έχουν παραμείνει στάσιμοι ή ακόμη και έχασαν υποστήριξη κατά την διάρκεια μιας ύφεσης. Όπως επεσήμανε ο Ολλανδός πολιτικός επιστήμονας Cas Mudde, οι δεξιοί λαϊκιστές τής Ευρώπης τα πήγαν επίσης καλά στις εθνικές εκλογές από το 2005 έως και το 2008, πριν αρχίσει η κρίση τού ευρώ, όπως το έκαναν στα χρόνια τής οξείας οικονομικής κρίσης, από το 2009 ως το 2013. Τραυματική καθώς ήταν, η Μεγάλη Ύφεση δεν ανέδειξε ένα προφανές σημείο καμπής: Η αύξηση της πολιτικής δύναμης των λαϊκιστικών κομμάτων άρχισε κατά την διάρκεια της σχετικά ευδαιμονικής δεκαετίας τού 1990 και συνεχίστηκε με γρήγορο αλλά σταθερό ρυθμό έκτοτε.

ΚΡΙΣΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ

Αν οι βραχυπρόθεσμες διακυμάνσεις των οικονομικών δεικτών δεν μπορούν να εξηγήσουν την άνοδο του λαϊκισμού, τα βαθύτερα αίτιά του πρέπει να λειτουργούν σε μια μεγαλύτερη χρονική κλίμακα. Και πράγματι, εκεί φαίνεται να υπάρχουν δύο θεμελιώδεις εξελίξεις που ταιριάζουν με το χρονοδιάγραμμα της λαϊκιστικής ανόδου και εξηγούν την συγκεκριμένη μορφή που πήρε η λαϊκίστικη πολιτική κατά τις τελευταίες δεκαετίες: Μια πτώση τού βιοτικού επιπέδου από τη μια γενιά στην άλλη και η εκληφθείσα ως απειλή στην εθνική ταυτότητα που θέτει η μετανάστευση και η ανάπτυξη των υπερεθνικών οργανισμών.

Οι φιλελεύθερες δημοκρατίες τής Δύσης υπήρξαν ανέκαθεν υποκείμενες σε σκαμπανεβάσματα των αγορών. Αλλά παρ’ όλες τις οξείες ανόδους και υφέσεις που έχουν βιώσει, ένα κρίσιμο οικονομικό δεδομένο έχει παραμείνει αξιοσημείωτα σταθερό: Με εξαίρεση μερικές σύντομες στιγμές σε περιόδους ακραίας κρίσης, ο μέσος πολίτης τής δυτικής δημοκρατίας έχει, από την έναρξη της Βιομηχανικής Επανάστασης, απολαύσει υψηλότερο βιοτικό επίπεδο από τους γονείς του. Ο τυπικός πολίτης περιμένει να έχει περισσότερα χρήματα, να ζει περισσότερο, και να περνά μεγαλύτερο μέρος τής ζωής του μη δουλεύοντας. Σύμφωνα με μια μεγάλης έρευνα που για πρώτη φορά διεξήχθη από τους οικονομολόγους Thomas Piketty και Emmanuel Saez, αυτό δεν είναι πλέον η σημερινή περίπτωση. Στις πιο ανεπτυγμένες δημοκρατίες, το μεσαίο εισόδημα έχει παραμείνει στάσιμο κατά τα τελευταία 25 χρόνια: Στις Ηνωμένες Πολιτείες, το Census Bureau ανέφερε χαμηλότερο μέσο εισόδημα των νοικοκυριών το 2012 σε σχέση με το 1989.

Όπως κατέδειξαν πολιτικοί επιστήμονες όπως ο Jacob Hacker και κοινωνιολόγοι όπως ο Ulrich Beck, αυτή η απώλεια εσόδων έχει επιδεινωθεί από μια ταυτόχρονη απώλεια ασφάλειας. Οι μέσοι πολίτες σήμερα δεν βγάζουν μόνο λιγότερα χρήματα από ό, τι πριν από μια γενιά˙ Είναι επίσης πολύ λιγότερο σίγουροι για το μελλοντικό τους εισόδημα και τον βαθμό τής προστασίας τους απέναντι σε νέες μορφές οικονομικών και κοινωνικών κινδύνων. Δεν είναι να απορεί κανείς, λοιπόν, ότι τόσοι πολλοί πολίτες όχι μόνο υποφέρουν από μια ισχυρή αίσθηση οικονομικής παρακμής, αλλά και γίνονται όλο και περισσότερο πεπεισμένοι ότι το πολιτικό κατεστημένο τούς έχει προδώσει.

Κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου οικονομικής ύφεσης, οι πολίτες των εύπορων δημοκρατιών είχαν επίσης να αντιμετωπίσουν νέες προκλήσεις για την εθνική τους ταυτότητα. Στον απόηχο των εθνοκαθάρσεων και των μαζικών εκτοπίσεων του πρώτου μισού τού 20ού αιώνα, οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες έγιναν ιδιαίτερα ομοιογενές. Ακόμα και όταν η αποαποικιοποίηση και η οικονομική άνθηση της δεκαετίας τού 1950 και του 1960 άρχισαν να προσελκύουν μετανάστες μαζικά προς την Ευρώπη, η εισροή δεν αποτελούσε μια πραγματική απειλή για την εθνική ταυτότητα, δεδομένου ότι οι περισσότερες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις είπαν στους πολίτες τους ότι οι πρόσφατες αφίξεις ήταν απλώς προσωρινοί επισκέπτες που πρόθυμα θα επιστρέψουν στην πατρίδα τους από την στιγμή που θα έχουν επωφεληθεί από τις βραχυπρόθεσμες οικονομικές ευκαιρίες.