Η διαχείριση του νέου Ψυχρού Πολέμου | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η διαχείριση του νέου Ψυχρού Πολέμου

Τι μπορούν να μάθουν η Ουάσιγκτον και η Μόσχα από τον προηγούμενο Ψυχρό Πόλεμο

Κανείς δεν πρέπει να χαρακτηρίζει ανέμελα την σημερινή αντιπαράθεση μεταξύ της Ρωσίας και της Δύσης ως «Νέο Ψυχρό Πόλεμο». Στο κάτω-κάτω, η τρέχουσα κρίση δύσκολα ταιριάζει στο βάθος και το εύρος τού ανταγωνισμού που κυριάρχησε στο διεθνές σύστημα κατά το δεύτερο μισό τού 20ου αιώνα. Και η αποδοχή τής υπόθεσης ότι η Ρωσία και η Δύση είναι κλειδωμένες σε μια τέτοια σύγκρουση θα μπορούσε να οδηγήσει τους πολιτικούς να συνεχίσουν τις λανθασμένες, ακόμη και επικίνδυνες στρατηγικές. Η χρήση μιας τέτοιας ταμπέλας είναι συνεπώς ένα σοβαρό θέμα.

Ωστόσο, είναι σημαντικό να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, και η κατάρρευση των σχέσεων μεταξύ της Ρωσίας και της Δύσης, πράγματι αξίζει να ονομάζεται ένας Νέος Ψυχρός Πόλεμος. Η σκληρή πραγματικότητα είναι ότι ανεξάρτητα από την έκβαση της κρίσης στην Ουκρανία, οι σχέσεις τής Ρωσίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη δεν θα επιστρέψουν στο business as usual, όπως έκαναν μετά τον ρωσο-γεωργιανό πόλεμο το 2008.

Η κυβέρνηση Ομπάμα απόλαυσε κάποια επιτυχία στην αναβάθμιση των σχέσεων ΗΠΑ-Ρωσίας από το ναδίρ τού 2008, καθώς οι δύο πλευρές σφυρηλάτησαν την Νέα Στρατηγική Συνθήκη Μείωσης Όπλων (New START), συμφώνησαν για αυστηρότερες κυρώσεις κατά του Ιράν, συνεργάστηκαν για τους διαδρόμους εφοδιασμού για τον πόλεμο του ΝΑΤΟ στο Αφγανιστάν και συνεργάστηκαν στο σχέδιο του προέδρου Μπαράκ Ομπάμα για την ασφάλεια των πυρηνικών υλικών σε όλο τον κόσμο. Οι σχέσεις ποτέ δεν μετακινήθηκαν πραγματικά στην επόμενη φάση, καθώς η περαιτέρω πρόοδος χτυπήθηκε από τριβές για την πυραυλική άμυνα, τον πόλεμο του ΝΑΤΟ στην Λιβύη, τον εμφύλιο πόλεμο στην Συρία, καθώς και μια σειρά κατασταλτικών μέτρων που εφάρμοσε το καθεστώς τού Ρώσου προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν στους δικούς του πολίτες. Αλλά ακόμη και αυτά τα εμπόδια δεν διέψευσαν ποτέ τελείως την ελπίδα ότι η Μόσχα και η Ουάσινγκτον θα μπορούσαν να βρουν κοινό έδαφος σε μια σειρά από κρίσιμα ζητήματα.

Αυτή η ελπίδα έχει πλέον εξαφανιστεί. Η κρίση στην Ουκρανία έχει πιέσει τις δύο πλευρές σε έναν τοίχο και τις έχει βάλει σε μια νέα σχέση, σχέση που δεν μαλάκωσε από την ασάφεια που καθόρισε την τελευταία δεκαετία στην περίοδο μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, όπου η κάθε πλευρά έβλεπε την άλλη ως ούτε φίλο ούτε εχθρό. Η Ρωσία και η Δύση είναι τώρα αντίπαλες.

Αν και αυτός ο Νέος Ψυχρός Πόλεμος θα είναι ριζικά διαφορετικός από τον πρώτο, και πάλι θα είναι εξαιρετικά επιζήμιος. Σε αντίθεση με τον αρχικό, ο νέος δεν θα περιλαμβάνει το σύνολο του παγκόσμιου συστήματος. Ο κόσμος δεν είναι πια διπολικός, και σημαντικές περιοχές και βασικοί παράγοντες, όπως η Κίνα και η Ινδία, θα αποφεύγουν να εμπλακούν. Επιπλέον, η νέα σύγκρουση δεν θα αντιτάξει έναν «ισμό» εναντίον ενός άλλου, ούτε είναι πιθανό να ξεδιπλώσει την μόνιμη απειλή τού πυρηνικού Αρμαγεδδώνα. Ωστόσο, ο Νέος Ψυχρός Πόλεμος θα επηρεάσει σχεδόν κάθε σημαντική διάσταση του διεθνούς συστήματος, και η έμφαση του Πούτιν στην αποξένωση της Ρωσίας από τις σύγχρονες δυτικές πολιτιστικές αξίες θα προσθέσει σε αυτήν την αποξένωση. Τέλος, εάν κλιμακωθεί μια κρίση ασφάλειας στο κέντρο τής Ευρώπης, ο κίνδυνος ενός πυρηνικού πολέμου θα μπορούσε γρήγορα να επιστρέψει.

Για αμφότερες την Μόσχα και την Ουάσιγκτον, λοιπόν, η πρώτη προτεραιότητα πρέπει να είναι να περιορίσουν την σύγκρουση, διασφαλίζοντας ότι τελικά θα είναι όσο το δυνατόν πιο σύντομη και πιο ρηχή. Για την επίτευξη αυτού του στόχου, και οι δύο πλευρές πρέπει να μελετήσουν προσεκτικά τα διδάγματα του αρχικού Ψυχρού Πολέμου. Κατά την διάρκεια αυτής της σύγκρουσης, οι δύο πλευρές, παρά την πικρή αντιπαλότητά τους, ήταν τελικά σε θέση να αναπτύξουν μια ποικιλία μηχανισμών για την μείωση των εντάσεων και τον περιορισμό των κινδύνων. Από την δεκαετία τού 1970, οι ηγέτες των ΗΠΑ και της Ρωσίας είχαν φθάσει να δουν ως κύρια καθήκοντά τους την διαχείριση του ανταγωνισμού και την επικέντρωση σε τομείς συνεργασίας, ιδιαίτερα στον έλεγχο των πυρηνικών εξοπλισμών. Χωρίς να κάνουν εκπτώσεις στις θεμελιώδεις διαφορές που τους έβαλαν σε αντιπαλότητα, οι ηγέτες και στις δύο πλευρές αγκάλιασαν την σοφία τής ενασχόλησης μεταξύ τους, παρά της απομόνωσης του ενός από τον άλλο. Προς το τέλος τού αρχικού Ψυχρού Πολέμου, οι ένθερμες, αν και ψάχνοντας στα τυφλά, προσπάθειες του προέδρου των ΗΠΑ Ρόναλντ Ρήγκαν και του Σοβιετικού ηγέτη Μιχαήλ Γκορμπατσόφ να καταλάβουν τι καθοδηγεί τον άλλον, επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό το τελικό αποτέλεσμα. Σήμερα, καθώς οι ηγέτες στην Μόσχα και την Ουάσιγκτον κινούνται προς την αντίθετη κατεύθυνση, θα μπορούσαν να κάνουν ένα διάλειμμα και να προβληματιστούν σχετικά με το πώς ο σοφότερος μεταξύ των προκατόχων τους προσέγγισε τον αρχικό Ψυχρό Πόλεμο.

Η ΜΕΓΑΛΗ ΑΝΑΤΡΙΧΙΛΑ

Παρ’ όλες τις διαφορές μεταξύ των δύο περιόδων, ο Νέος Ψυχρός Πόλεμος μοιράζεται πολλά από τα χαρακτηριστικά τού προκατόχου του. Πρώτον, οι Ρώσοι και οι Δυτικοί ηγέτες έχουν ήδη ξεκινήσει την διαμόρφωση του αδιεξόδου με ασυγχώρητους όρους - περίπου όπως έκαναν οι προκάτοχοί τους κατά την έναρξη του πρώτου Ψυχρού Πολέμου, με πιο διάσημο περιστατικό την προεκλογική ομιλία τού Σοβιετικού ηγέτη Ιωσήφ Στάλιν τον Φεβρουάριο του 1946 και την ομιλία, ένα μήνα αργότερα, του Βρετανού πρωθυπουργού Ουίνστον Τσόρτσιλ για το «Σιδηρούν Παραπέτασμα». Τον περασμένο Μάρτιο, για παράδειγμα, ο Πούτιν υπερασπίστηκε την προσάρτηση της Κριμαίας από την Ρωσία λέγοντας ότι η Ουάσιγκτον και οι Ευρωπαίοι σύμμαχοί της καθοδηγούντο από «την εξουσία των όπλων» και όχι το διεθνές δίκαιο και έχουν την πεποίθηση ότι η «ιδιαιτερότητά» τους τούς επιτρέπει να χρησιμοποιήσουν παράνομα βία κατά κυρίαρχων κρατών, «οικοδομώντας συνασπισμούς με βάση την αρχή “Αν δεν είσαι μαζί μας, είσαι εναντίον μας”». Τον Μάιο, ο Alexander Vershbow, ο αναπληρωτής γενικός γραμματέας τού ΝΑΤΟ, υποστήριξε ότι η Ρωσία θα πρέπει πλέον να θεωρείται «μάλλον ένας αντίπαλος παρά ένας συνεργάτης».

Δεύτερον, όπως στα πρώτα στάδια του αρχικού Ψυχρού Πολέμου, η κάθε πλευρά βλέπει την σύγκρουση ως αποτέλεσμα αποκλειστικά και μόνο των ενεργειών - ή ακόμα και της φύσης – τού άλλου. Κανείς δεν δίνει προσοχή στις πολύπλοκες αλληλεπιδράσεις που έφεραν τις σχέσεις στο σημερινό χαμηλό επίπεδό τους. Αυτή η φροντίδα να επιρρίπτεται το λάθος στην άλλη πλευρά θυμίζει συμπεριφορές από τα τέλη τής δεκαετίας τού 1950 και των αρχών τής δεκαετίας τού 1960, όταν η κάθε πλευρά έβλεπε την άλλη ως εγγενώς ξένη. Μόνο αφότου επέζησαν από τους κινδύνους τής κρίσης τού Βερολίνου την περίοδο 1958 - 1961 και την πυραυλική κρίση τής Κούβας το 1962 οι Αμερικανοί και οι Σοβιετικοί έκαναν ένα βήμα πίσω και εξέτασαν το πού συνέκλιναν τα συμφέροντά τους. Κατά την διάρκεια των επόμενων δέκα ετών, διαπραγματεύθηκαν τρεις μεγάλες συμφωνίες ελέγχου των εξοπλισμών: Την Συνθήκη τής Απαγόρευσης των Περιορισμένων Πυρηνικών Δοκιμών, την Συνθήκης Μη Διασποράς των Πυρηνικών, και τις πρώτες Συνομιλίες Περιορισμού των Στρατηγικών Όπλων (Strategic Arms Limitation Talks, SALT I).

Τρίτον, όπως κατά το μεγαλύτερο μέρος τού αρχικού Ψυχρού Πολέμου, καμία πλευρά δεν περιμένει πλέον πολλά από την μεταξύ τους σχέση. Μεμονωμένες στιγμές συνεργασίας μπορεί να προκύψουν όταν τα συμφέροντα των δύο πλευρών σχετικά με συγκεκριμένα θέματα θα τυχαίνει να συμπίπτουν. Αλλά καμιά τους δεν πιστεύει ότι είναι εφικτό να συνεχίσουν την συνεργασία σε ένα ευρύ μέτωπο με στόχο την αλλαγή τής φύσης τής σχέσης, συνολικά. Ούτε κανένα από τα δύο στρατόπεδα φαίνεται να είναι πρόθυμο να κάνει το πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση.

Τέταρτον, για να τιμωρήσει την Μόσχα και να σηματοδοτήσει το κόστος που θα πληρώσει σε περίπτωση περαιτέρω επιθετικότητας, η Ουάσιγκτον έχει καταφύγει σε μια σειρά αντιποίνων ψυχροπολεμικού στυλ. Αρχίζοντας τον Μάρτιο, έθεσε τις κοινές στρατιωτικές δραστηριότητες με την Ρωσία σε αναμονή και τερμάτισε τις διαπραγματεύσεις για την πυραυλική άμυνα. Η κυβέρνηση Ομπάμα έχει επίσης απαγορεύσει την εξαγωγή προς την Ρωσία πολιτικής τεχνολογίας με πιθανές στρατιωτικές εφαρμογές, ανέστειλε την συνεργασία με την Ρωσία για πολιτικά σχέδια πυρηνικής ενέργειας, διέκοψε τις επαφές τής NASA με τον ρωσικό ομόλογό της, και αρνήθηκε πρόσβαση Ρώσων ειδικών στα εργαστήρια του Υπουργείου Ενέργειας των ΗΠΑ. Πολλά από τα μέτρα αυτά πιθανότατα θα παραμείνουν σε ισχύ μετά το τέλος τής ουκρανικής κρίσης. Και ακόμη και εκείνα που θα έχουν αρθεί θα αφήσουν ένα διαβρωτικό υπόβαθρο.

Πέμπτον, και πιο σοβαρό, όπως ακριβώς η αντιπαράθεση για την ασφάλεια στην καρδιά τής Ευρώπης αποτέλεσε το επίκεντρο του αρχικού Ψυχρού Πολέμου, η ανανεωμένη αβεβαιότητα για την σταθερότητα της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης θα οδηγήσουν και ετούτον, επίσης. Αρχίζοντας στην δεκαετία τού 1990, η επέκταση του ΝΑΤΟ σε μεγάλο τμήμα τής ανατολικής Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένων των χωρών τής Βαλτικής, μετέθεσε τα πολιτικο-στρατιωτικά σύνορα της Ευρώπης προς τα άκρα τής πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Η διεύρυνση του ΝΑΤΟ μεταμόρφωσε επίσης την Λευκορωσία, την Μολδαβία και την Ουκρανία στα νέα «ενδιάμεσα εδάφη», ως διάδοχοι της Πολωνίας και τμημάτων τής Αυστρο-Ουγγρικής Αυτοκρατορίας για τα οποία οι μεγάλες δυνάμεις πολέμησαν, με τραγικά αποτελέσματα, κατά τον 19ο και τον 20ο αιώνα. Σήμερα, καθώς η Μόσχα οχυρώνει τον Δυτικό Στρατιωτικό Κλάδο, μια βασική στρατιωτική διοίκηση, και το ΝΑΤΟ επανεστιάζει στην Ρωσία, η στρατιωτική αντιπαράθεση πάνω από την ηπειρωτική Ευρώπη, η οποία πήρε δύο δεκαετίες για να διαλυθεί, θα ανασυσταθεί γρήγορα στο ανατολικό άκρο τής Ευρώπης.

ΚΟΚΚΙΝΗ ΖΩΝΗ

Κάποιοι μπορεί να συμπεράνουν ότι ο Νέος Ψυχρός Πόλεμος, αν και ανεπιθύμητος, δεν θα έχει τόση σημασία όσο ο παλιός, κυρίως επειδή η σύγχρονη Ρωσία αποτελεί μια απλή σκιά τής απειλής που έθετε κάποτε η Σοβιετική Ένωση. Είναι αλήθεια, βέβαια, ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν τεράστια υλικά πλεονεκτήματα σε σχέση με τον αντίπαλό τους: Η οικονομία τους είναι περίπου οκτώ φορές μεγαλύτερη από της Ρωσίας, και ο στρατιωτικός προϋπολογισμός τους είναι επτά φορές μεγαλύτερος. Επιπλέον, το μέγεθος των άλλων προκλήσεων που αντιμετωπίζει η Ουάσιγκτον, από την αναταραχή στην Μέση Ανατολή για την αύξηση των εντάσεων στην περιοχή τής Ασίας-Ειρηνικού, θα μπορούσε να κάνει μια κατάρρευση των σχέσεων της Ρωσίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες και το μεγαλύτερο μέρος τής Ευρώπης να φαίνεται σχετικά ασήμαντη.

Αλλά το να αμφισβητηθεί η πιθανότητα ή το μέγεθος μιας παρατεταμένης αντιπαράθεσης θα είναι βαθύτατα λανθασμένο. Στην πραγματικότητα, εάν η Ρωσία και οι Ηνωμένες Πολιτείες πλησιάζουν ο ένας τον άλλο με όρους εκ διαμέτρου αντίθετους, η σύγκρουση θα παραμορφώσει άσχημα την εξωτερική πολιτική των δύο χωρών, θα βλάψει σχεδόν κάθε σημαντική διάσταση της διεθνούς πολιτικής, και θα αποσπάσει την προσοχή και τους πόρους από τις σημαντικότερες προκλήσεις ασφάλειας στον νέο αιώνα.

Δείτε την θέση τής Ουάσιγκτον στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού, προς την οποία για αρκετά χρόνια είχε την πρόθεση να επανεξισορροπήσει τους διπλωματικούς και στρατιωτικούς πόρους της. Τα πρόσφατα γεγονότα στην Ουκρανία έχουν ήδη κάνει το Τόκιο να φοβάται ότι η νέα εστίαση της Ουάσιγκτον στην Ευρώπη θα μειώσει την δέσμευσή της προς την Ασία - και, πιο συγκεκριμένα, την δέσμευσή της να βοηθήσει την Ιαπωνία να προλάβει μια άνοδο της Κίνας. Οι Ιάπωνες ηγέτες, ανησυχούν ακόμη και για το ότι η σχετικά ήπια αντίδραση του Ομπάμα στην προσάρτηση της Κριμαίας από την Μόσχα ίσως προμηνύει το πώς θα αντιδράσει η Ουάσιγκτον εάν το Πεκίνο καταλάβει τα διαμφισβητούμενα νησιά Σενκάκου (γνωστά στην Κίνα ως νησιά Diaoyu) στην Ανατολική Θάλασσα της Κίνας. Επιπλέον, μια φιλοπόλεμη Ρωσία θα έχει κάθε κίνητρο να εμποδίσει, παρά να βοηθήσει, τις προσπάθειες των Ηνωμένων Πολιτειών να διαχειριστούν το ευαίσθητο καθήκον τής αποτροπής τής κινεζικής επιθετικότητας, ενώ θα διευρύνεται η σφαίρα της αμερικανο-κινεζικής συνεργασίας. Ομοίως, σε μια εποχή που η Ουάσιγκτον χρειάζεται την ρωσική συνεργασία για να αντιμετωπιστούν οι νέες πηγές τής παγκόσμιας αταξίας, η Μόσχα θα κάνει στην άκρη, αλλοιώνοντας τις προσπάθειες των ΗΠΑ να αντιμετωπίσουν την τρομοκρατία, την κλιματική αλλαγή, την μη διάδοση των πυρηνικών, και τον κυβερνοπόλεμο.

Η πίεση να αναπροσανατολιστεί ο αμυντικός σχεδιασμός των ΗΠΑ ώστε να ανταποκριθεί σε αυτό που πολλά μέλη τού Κογκρέσου των ΗΠΑ και πολλοί από τους Ανατολικο-ευρωπαίους συμμάχους τής Ουάσιγκτον βλέπουν ως μια αναβίωση της ρωσικής στρατιωτικής απειλής, θα περιπλέξει την προσπάθεια του Πενταγώνου να εξοικονομήσει χρήματα από τον εκσυγχρονισμό και την μείωση των μεγεθών. Ο στρατός των ΗΠΑ, ο οποίος επί του παρόντος επικεντρώνεται στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας και την εξασφάλιση της πρόσβασης στις θάλασσες γύρω από την Κίνα, θα πρέπει τώρα να ενισχύσει τις δυνατότητές του για να πολεμήσει έναν εδαφικό πόλεμο στην Ευρώπη.

Ο Νέος Ψυχρός Πόλεμος με τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη θα βλάψει την Ρωσία ακόμη περισσότερο, κυρίως επειδή η Μόσχα είναι πολύ πιο εξαρτημένη από την Δύση από ό, τι το αντίστροφο, σε τουλάχιστον μια κρίσιμη πλευρά. Για να διαφοροποιήσει την οικονομία της που εξαρτάται από τους φυσικούς πόρους και να εκσυγχρονίσει την γηράσκουσα υποδομή τής σοβιετικής εποχής, η Ρωσία έχει βασιστεί στην εισροή δυτικού κεφαλαίου και τεχνολογίας. Στο βαθμό που αυτή η επιλογή έχει χαθεί, η Μόσχα θα αναγκαστεί να γίνει πολύ πιο εξαρτημένη είτε από την σχέση της με το Πεκίνο - στην οποία είναι σαφώς ο κατώτερος εταίρος – είτε από διάσπαρτες εταιρικές σχέσεις με χώρες που δεν προσφέρουν κάτι που να μοιάζει με τους πόρους από τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη.

Μόλις πριν από τέσσερα χρόνια, αφότου η παγκόσμια οικονομική κρίση είχε αναδείξει ξεκάθαρα την αδυναμία τής ρωσικής οικονομίας, ο Ρώσος πρόεδρος Ντμίτρι Μεντβέντεφ υποστήριξε ότι η χώρα έχει απόλυτη ανάγκη από «ειδικές συμμαχίες για εκσυγχρονισμό» με τις Ηνωμένες Πολιτείες και τις χώρες τής Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αλλά τώρα, καθώς η κρίση στις σχέσεις τής Ρωσίας με τις χώρες αυτές βαθαίνει, η Ρωσία ήδη αισθάνεται την συντριβή, καθώς τα κεφάλαια φεύγουν από την χώρα, οι πιστωτικές αγορές συρρικνώνονται και η οικονομία της θα εισέλθει σύντομα σε ύφεση.

Αυτές οι οικονομικές δυσκολίες μπορεί να παρακινήσουν τους Ρώσους ηγέτες να πατάξουν προληπτικά τις εγχώριες διαφωνίες ακόμη πιο σκληρά από όσο ήδη έχουν αποτρέψει δυνητικές κοινωνικές αναταραχές εγχωρίως, κάτι που θα σημαίνει ένα επίπεδο καταστολής που θα μπορούσε να γυρίσει σαν μπούμερανγκ και σε κάποιο σημείο να παράγει ακριβώς το είδος τής αντιπολίτευσης που φοβάται το Κρεμλίνο. Εν τω μεταξύ, οι δηλητηριασμένες σχέσεις τής Ρωσίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους Ευρωπαίους συμμάχους τους θα μπορούσαν κάλλιστα να οδηγήσουν τους εταίρους τής Ρωσίας, την Αρμενία, την Λευκορωσία και το Καζακστάν - χώρες ζωτικής σημασίας για τα σχέδια τής Ρωσίας για μια ευρασιατική οικονομική ένωση και έναν ισχυρότερο Οργανισμό Συλλογικής Ασφάλειας (Collective Security Treaty Organization) - να αποστασιοποιηθούν διακριτικά από την Μόσχα υπό τον φόβο μήπως σπιλωθούν οι δικές τους σχέσεις με τις Δυτικές δυνάμεις.

Η νέα αντιπαράθεση με την Δύση θα αναγκάσει επίσης την Ρωσία να εξαπλώσει τους στρατιωτικούς πόρους της, αδυνατίζοντάς τους. Αυτό θα αφήσει την Μόσχα ανεπαρκώς εξοπλισμένη για να χειριστεί μια σειρά από άλλες προκλήσεις για την ασφάλεια, όπως η βία στον βόρειο Καύκασο και η αστάθεια στην Κεντρική Ασία, η τελευταία εκ των οποίων επιδεινώνεται από το απρόβλεπτο μέλλον που αντιμετωπίζουν το Αφγανιστάν και το Πακιστάν. Η Ρωσία θα πρέπει επίσης να υπερασπιστεί τα τεράστια σύνορά της με την Κίνα και να προετοιμαστεί για μια πιθανή σύγκρουση μεταξύ της Βόρειας και της Νότιας Κορέας.

ΣΗΜΕΙΑ ΠΙΕΣΗΣ

Η κατάρρευση των σχέσεων της Ρωσίας με την Δύση όχι μόνο θα στρεβλώσει την αμερικανική, την ευρωπαϊκή και την ρωσική εξωτερική πολιτική, αλλά και θα προκαλέσει σοβαρή βλάβη σε ένα ευρύ φάσμα διεθνών ζητημάτων. Αυτό που απομένει από το καθεστώς ελέγχου των εξοπλισμών και που η Ρωσία και οι Ηνωμένες Πολιτείες χρειάστηκαν χρόνια για να χτίσουν τώρα σε μεγάλο βαθμό, θα αναιρεθεί. Ο Νέος Ψυχρός Πόλεμος έχει εξαλείψει κάθε πιθανότητα η Μόσχα και η Ουάσινγκτον να λύσουν τις διαφορές τους σχετικά με την πυραυλική άμυνα, μια ρωσική προϋπόθεση για περαιτέρω στρατηγικές συμφωνίες ελέγχου των εξοπλισμών. Αντ’ αυτού, οι δύο πλευρές πιθανόν να αρχίσουν την ανάπτυξη νέων και δυνητικά αποσταθεροποιητικών τεχνολογιών, συμπεριλαμβανομένων των προηγμένων συμβατικών όπλων ακριβείας και των εργαλείων κυβερνοπολέμου.

Εν τω μεταξύ, η ευρωπαϊκή συνιστώσα τού προγράμματος αντιπυραυλικής άμυνας των ΗΠΑ θα είναι πλέον πιθανό να λάβει έναν ειδικά αντι-ρωσικό χαρακτήρα, ιδίως επειδή η διοίκηση Ομπάμα φέρεται να πιστεύει ότι η Ρωσία έχει παραβιάσει την Συνθήκη Πυρηνικών Δυνάμεων Μεσαίου Βεληνεκούς (Intermediate-Range Nuclear Forces Treaty) τού 1987. Και είναι μάλλον απίθανο ότι η Μόσχα και η Ουάσινγκτον θα είναι σε θέση να συμφωνήσουν για το πώς να θέσουν όρια στην ανάπτυξη μεγάλων οπλικών συστημάτων στην Ευρώπη. Ο νέος Ψυχρός Πόλεμος έχει επίσης διαλύσει οποιεσδήποτε ελπίδες για την ενίσχυση άλλων βασικών συμφωνιών, όπως η συνθήκη τού 1992 για τους Ανοικτούς Ουρανούς (Open Skies), που ρυθμίζει τις άοπλες πτήσεις εναέριας επιτήρησης.

Οι γεωστρατηγικοί υπολογισμοί τώρα θα προσδώσουν, επίσης, έναν πολύ πιο κυρίαρχο ρόλο στις αμερικανο-ρωσικές ενεργειακές σχέσεις. Κάθε πλευρά θα προσπαθήσει να χρησιμοποιήσει το εμπόριο πετρελαίου και φυσικού αερίου για να αποκτήσει επιρροή πάνω στην άλλη και να ελαχιστοποιήσει τις δικές της ευπάθειες. Στην Αρκτική, οι πιθανότητες για αμερικανο-ρωσική συνεργασία στην ανάπτυξη των τεράστιων αποθεμάτων υδρογονανθράκων τής περιοχής, σίγουρα θα συρρικνωθεί. Γενικότερα, ο Νέος Ψυχρός Πόλεμος θα γυρίσει πίσω τις διεθνείς προσπάθειες για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής στην Αρκτική - ένα θέμα για το οποίο οι αμερικανο-ρωσικές σχέσεις ήταν εκπληκτικά συνεργατικές.

Μια από τις πιο επιτυχημένες, αλλά υποτιμημένη πτυχή των πρόσφατων σχέσεων ΗΠΑ-Ρωσίας υπήρξε η πρόοδος που κατάφεραν οι 20 ομάδες εργασίας τής Διμερούς Προεδρικής Επιτροπής ΗΠΑ-Ρωσίας, η οποία ιδρύθηκε το 2009 για να διευκολύνει την υψηλού επιπέδου συνεργασία σε μια σειρά από πολιτικές, από την μεταρρύθμιση των φυλακών και την στρατιωτική εκπαίδευση μέχρι την πολιτική έκτακτης ανάγκης και την καταπολέμηση της τρομοκρατίας. Φαίνεται απίθανο ότι μια τέτοια συνεργασία θα συνεχιστεί, πολύ λιγότερο θα βελτιωθεί, κατά την διάρκεια του Νέου Ψυχρού Πολέμου. Η Μόσχα και η Ουάσινγκτον θα αγωνίζονται επίσης να ευθυγραμμίσουν τις θέσεις τους σχετικά με βασικά θέματα της παγκόσμιας διακυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένων των πολύ αναγκαίων μεταρρυθμίσεων του ΟΗΕ, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και του Οργανισμού για την Ασφάλεια και την Συνεργασία στην Ευρώπη. Η Ουάσιγκτον τώρα επικεντρώνεται στην εξαίρεση της Ρωσίας, όπου είναι δυνατόν (από το G-8, για παράδειγμα) και στο να οριοθετήσει το ρόλο τής Ρωσίας και αλλού. Εν τω μεταξύ, η Μόσχα θα εργαστεί σκληρότερα από ό, τι πριν για να υποκαταστήσει την αμερικανική και την ευρωπαϊκή επιρροή σε αυτούς τους θεσμούς.

Τέλος, στην περίπτωση που ξεσπάσουν μια ή περισσότερες από τις συγκρούσεις που σιγοβράζουν εδώ και καιρό στην μετα-σοβιετική περιοχή, οι πιθανότητες ότι η Ρωσία και οι Ηνωμένες Πολιτείες θα δράσουν από κοινού για τον περιορισμό τής βίας φαίνονται κοντά στο μηδέν. Αντ’ αυτού, εάν το Ναγκόρνο-Καραμπάχ στο Αζερμπαϊτζάν ή η Υπερδνειστερία στην Μολδαβία ανατιναχθούν, η Μόσχα και η Ουάσινγκτον είναι πάρα πολύ πιο πιθανό να επικεντρωθούν στην αντίδραση σε αυτό που ο καθένας θα βλέπει ως κακόβουλο ρόλο τού άλλου.

ΕΛΕΓΧΟΣ ΖΗΜΙΩΝ

Η άμεση κρίση στην Ουκρανία, ακόμη και αν στιγμιαία καταλάγιασε, μόλις και μετά βίας έληξε. Οι προεδρικές εκλογές τού Μαΐου δεν διευθέτησαν την κρίση νομιμοποίησης που αντιμετωπίζει η ηγεσία τής Ουκρανίας, η οποία δεν έχει την εμπιστοσύνη τού ανατολικού τμήματος της χώρας. Ούτε τα μέτρια πακέτα βοήθειας που συγκεντρώθηκαν από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και άλλους Δυτικούς δωρητές επιλύουν τα βαθιά διαρθρωτικά προβλήματα που κατατρώνε την οικονομία τής Ουκρανίας, δηλαδή την εκτεταμένη διαφθορά και την εξουσία που ασκείται από έναν μικρό αριθμό ολιγαρχικών ομάδων. Εν ολίγοις, η χώρα έχει πολύ δρόμο μπροστά της, γεμάτο με πολιτική και οικονομική αβεβαιότητα.

Ωστόσο, η Ουκρανία αποτελεί μόνο ένα μέρος μιας μεγαλύτερης και πιο δυσοίωνης εικόνας. Η σταθερότητα της Ευρώπης, που μόλις πρόσφατα φαινόταν εξασφαλισμένη, εμφανίζεται τώρα πιο αδύναμη. Ένα νέο ρήγμα έχει ανοίξει στην καρδιά τής ηπείρου, και η αστάθεια οπουδήποτε μέσα σε αυτήν - όχι μόνο στην Ουκρανία αλλά και στην Λευκορωσία και την Μολδαβία, επίσης - θα μπορούσε να οδηγήσει σε κλιμάκωση της αντιπαράθεσης ανάμεσα στην Ανατολή και την Δύση. Οι ηγέτες στην Μόσχα και την Ουάσιγκτον πρέπει να αντιμετωπίσουν αυτήν την πραγματικότητα και το κόστος που θα πληρώσουν, αν εθελοτυφλήσουν στις μεγαλύτερες συνέπειες του Νέου Ψυχρού Πολέμου. Το να υποτιμηθούν τόσο οι κίνδυνοι όσο και τα κόστη θα οδηγήσει μόνο στην υποτίμηση του πόση προσπάθεια θα χρειαστεί για να ξεπεραστούν. Ο πρωταρχικός στόχος τόσο της Μόσχας όσο και της Ουάσιγκτον θα πρέπει, επομένως, να είναι να κάνουν τον Νέο Ψυχρό Πόλεμο όσο το δυνατόν πιο σύντομο και ρηχό.

Ο στόχος αυτός μπορεί να επιτευχθεί μόνο εάν οι ηγέτες και στις δύο πλευρές αγκαλιάσουν τον έλεγχο των ζημιών ως πρωταρχικό στόχο τους. Μέχρι στιγμής, δεν το έχουν κάνει. Αντί να κατανοήσουν την κρίση τής Ουκρανίας σε αυτή την ευρύτερη προοπτική, οι Ρώσοι και οι Δυτικοί ηγέτες μοιάζουν να έχουν εμμονή στο να επικρατήσουν στην ίδια την κρίση. Για την Ρωσία, αυτό σημαίνει να σκληρύνει : Αναλαμβάνοντας τον πόνο που η Δύση εννοεί να προκαλεί μέσω της επιβολής κυρώσεων και αναγκάζοντας την Ουάσιγκτον και τους συμμάχους των ΗΠΑ να αποδεχθούν αυτό που οι Ρώσοι ηγέτες βλέπουν ως νόμιμα συμφέροντα της χώρας τους στην Ουκρανία και πέρα από αυτήν. Για τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη, το να νικήσουν στην Ουκρανία σημαίνει ότι εμποδίζουν την επιθετική συμπεριφορά τής Ρωσίας και αναγκάζουν την Μόσχα να επιστρέψει σε μια πιο συνεργατική πορεία. (Σε ορισμένους δυτικούς κύκλους, η νίκη επίσης συνεπάγεται αρκετή αποδυνάμωση του Πούτιν για να επιταχυνθεί το τέλος τού καθεστώτος του).

Η δέσμευση για τον περιορισμό των ζημιών που προκλήθηκαν από το Νέο Ψυχρό Πόλεμο, δεν σημαίνει ότι η Δύση στο μεταξύ θα πρέπει να ανέχεται τις ρωσικές προσπάθειες για τον έλεγχο των γεγονότων στα νέα εδάφη τής Ευρώπης, με την υποκίνηση πολιτικής αστάθειας ή την χρήση στρατιωτικής δύναμης. Εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι Ευρωπαίοι σύμμαχοί τους δεν μπορέσουν να βρουν έναν τρόπο να εμποδίσουν αυτόν τον ρωσικό πειρασμό - μέσω αξιόπιστων στρατιωτικών απειλών, εάν είναι απαραίτητο - ο Νέος Ψυχρός Πόλεμος μόνο θα βαθαίνει. Την ίδια στιγμή, η πολιτική για την αντιμετώπιση των συγκρούσεων στο ταραγμένο κέντρο τής Ευρώπης θα πρέπει να καθοδηγείται από έναν μεγαλύτερο στόχο. Ό, τι κάνουν οι ηγέτες τής Δύσης για να παρακινήσουν την ρωσική συγκράτηση πρέπει να συνδυαστεί με ένα συναρπαστικό όραμα μιας εναλλακτικής διαδρομής που, εάν ακολουθηθεί, θα οδηγήσει σε μια πιο εποικοδομητική κατεύθυνση. Και τα δύο μισά τής προσέγγισης αυτής πρέπει να είναι σαφή και συγκεκριμένα: Οι κόκκινες γραμμές πρέπει να είναι αυτονόητες και υποστηριζόμενες από την απειλή αξιόπιστης στρατιωτικής δύναμης, και οι ευκαιρίες για συνεργασία πρέπει να είναι συγκεκριμένες και σημαντικές.

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΘΥΜΟΥ

Η ελαχιστοποίηση των ζημιών που προκαλούνται από τον Νέο Ψυχρό Πόλεμο θα απαιτήσει την διαχείρισή του με την πρόθεση της σταδιακής υπέρβασής του. Για τον σκοπό αυτό, οι ηγέτες στην Μόσχα, την Ουάσιγκτον και τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες θα πρέπει να λάβουν σοβαρά υπόψη τους τρία μαθήματα από τον αρχικό Ψυχρό Πόλεμο.

Πρώτον, πρέπει να αναγνωρίσουν ότι κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, η δυσπιστία συχνά διαστρέβλωνε την αντίληψη κάθε πλευράς για τις προθέσεις της άλλης. Ως ένα από τα πολλά παραδείγματα, σκεφθείτε την λανθασμένη πεποίθηση της Ουάσινγκτον ότι η σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν, το 1979, ήταν μια προσπάθεια να αποκτήσει τον έλεγχο του πετρελαίου στον Περσικό Κόλπο - μια παρεξήγηση βασισμένη στην βαθιά ριζωμένη δυσπιστία για τις Σοβιετικές εδαφικές φιλοδοξίες που οι ηγέτες των ΗΠΑ έτρεφαν από τότε που ο Στάλιν κατέλαβε ένα μεγάλο μέρος τής ανατολικής Ευρώπης μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και στην συνέχεια προσπάθησε να επεκτείνει την σοβιετική επιρροή σε μέρη όπως το Ιράν και η Κορέα.

Από τότε που τελείωσε ο πρώτος Ψυχρός Πόλεμος, οι λανθασμένες αντιλήψεις συνεχίζουν να ταλανίζουν τις σχέσεις μεταξύ των δύο πλευρών, διαταράσσοντας συνεχώς τις προσπάθειες της Μόσχας και της Ουάσιγκτον να οικοδομήσουν μια νέα εταιρική σχέση και επιτρέποντας μια εν δυνάμει λειτουργική σχέση να διολισθήσει σε μια συγκρουσιακή. Η διεύρυνση του ΝΑΤΟ και τα σχέδια των ΗΠΑ για ένα ευρωπαϊκό σύστημα αντιπυραυλικής άμυνας τροφοδότησαν μια προϋπάρχουσα ρωσική διάθεση να πιστέψει ότι τέτοιες κινήσεις στρέφονται εναντίον τής Μόσχας. Και ο αδέξιος χειρισμός τής Ρωσίας στους γείτονές της - ιδιαίτερα την Ουκρανία - δημιούργησαν μια δυτική αντίληψη ότι η Μόσχα δεν θέλει απλώς επιρροή, αλλά επίσης να ελέγχει όλο το παλιό σοβιετικό έδαφος.

Το να ξεριζωθεί η δυσπιστία δεν θα είναι εύκολο. Θα απαιτηθεί μεγάλη προσπάθεια εκ μέρους των αξιωματούχων των ΗΠΑ και της Ρωσίας και μια προθυμία να αναλάβουν πραγματικά ρίσκα. Οι ηγέτες και στις δύο πλευρές γνωρίζουν ότι οι εσωτερικοί πολιτικοί αντίπαλοί τους θα χαρακτηρίζουν ως αδυναμία οποιεσδήποτε προσπάθειες να ξεπεράσουν την εχθρότητα. Επίσης, ανησυχούν ότι τυχόν ανοίγματα θα φανούν μάταια εάν δεν αποδώσουν αμέσως - ή, ακόμη χειρότερα, ότι οι προσπάθειες αυτές θα μοιάζουν σαν κατευνασμός αν η άλλη πλευρά απαντά με περαιτέρω επιθετικότητα.

Ακόμα, είναι η διαστρεβλωμένη άποψη της κάθε πλευράς για τους στόχους τής άλλης που θέτει τα μεγαλύτερα εμπόδια στην συνεργασία. Ο τρόπος για να ξεκινήσει το ξετύλιγμα αυτού του μπλεξίματος είναι οι δύο πλευρές να μιλήσουν απευθείας μεταξύ τους, ήσυχα, στο υψηλότερο επίπεδο, και χωρίς προϋποθέσεις. Θα πρέπει να συναντηθούν με μια κατανόηση ότι κάθε θέμα είναι στο τραπέζι, συμπεριλαμβανομένων των πιο αμφιλεγόμενων από αυτά. Ο διάλογος αυτός, φυσικά, είναι πιο δύσκολος όταν ακριβώς είναι και πιο απαραίτητος, αλλά καμιά από τις δύο κυβερνήσεις δεν χρειάζεται να εγκαταλείψει τις τρέχουσες θέσεις της πριν αρχίσει να μιλάει. Η διερεύνηση των πηγών των βαθύτερων ανησυχιών κάθε πλευράς, ωστόσο, είναι μόνο το πρώτο βήμα. Στην συνέχεια, η συζήτηση πρέπει να οδηγήσει σε δράση. Κάθε πλευρά θα πρέπει να ορίσει ένα μικρό βήμα ή μια σειρά από βήματα που, εάν ακολουθηθούν, θα την πείσουν να αρχίσει να επανεξετάζει τα συμπεράσματά της για την άλλη.

Οι δύο πλευρές θα πρέπει να σταματήσουν να κατηγορούν η μια την άλλη και αντί γι’ αυτό να κάνουν ένα βήμα πίσω και να εξετάσουν τι στην δική τους συμπεριφορά συνέβαλε στον εκτροχιασμό. Το δεύτερο μάθημα του αρχικού Ψυχρού Πολέμου είναι ότι ήταν η αλληλεπίδραση μεταξύ των δύο πλευρών, παρά οι ενέργειες μόνο της μιας πλευράς, που δημιούργησε τον φαύλο κύκλο των εντάσεων. Στην κρίση τής Ουκρανίας, τουλάχιστον, υπάρχει αρκετό φταίξιμο για να αποδοθεί. Η ΕΕ ήταν παράφωνη απορρίπτοντας τις νόμιμες ρωσικές ανησυχίες σχετικά με την αποτυχημένη συμφωνία σύνδεσης με την Ουκρανία. Κατά την διάρκεια της αναταραχής στο Κίεβο, τον Φεβρουάριο, οι Ηνωμένες Πολιτείες εγκατέλειψαν πολύ γρήγορα την συμφωνία που επιτεύχθηκε από τους διπλωμάτες όλων των πλευρών, η οποία προσέφερε μια πιθανή διέξοδο από την κρίση, υποσχόμενη νέες προεδρικές εκλογές και συνταγματική μεταρρύθμιση. Και συνολικά, η Ρωσία ήταν ιδιαιτέρως έτοιμη να εκμεταλλευτεί την αστάθεια της Ουκρανίας για την προώθηση των στόχων της.

Το τρίτο μάθημα του αρχικού Ψυχρού Πολέμου θα μπορούσε να είναι το πιο σημαντικό. Τα γεγονότα, και όχι τα προκαθορισμένα σχέδια και οι πολιτικές, συνήθως καθόριζαν την συμπεριφορά των ΗΠΑ και των Σοβιετικών. Στην τρέχουσα κρίση στην Ουκρανία και σε άλλες που θα ακολουθήσουν, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι Ευρωπαίοι σύμμαχοί τους θα πρέπει να επικεντρωθούν στο να επηρεάσουν τις επιλογές τής Ρωσίας διαμορφώνοντας γεγονότα και όχι προσπαθώντας να αλλάξουν τον τρόπο που βλέπει τα πράγματα το Κρεμλίνο. Σε πρακτικό επίπεδο, αυτό σημαίνει ότι η Ουάσιγκτον, μαζί με την ΕΕ, εφόσον δεσμευθούν να δώσουν στην Ουκρανία την οικονομική βοήθεια που χρειάζεται απεγνωσμένα (υπό την προϋπόθεση ότι λαμβάνονται πραγματικά βήματα για να διορθωθεί το διεφθαρμένο πολιτικό της σύστημα), πρέπει να επιμείνουν ότι οι Ουκρανοί ηγέτες οφείλουν να δημιουργήσουν μια κυβέρνηση που να μπορεί να ανακτήσει την νομιμοποίησή της στο ανατολικό τμήμα τής χώρας, και να προσπαθήσουν να δημιουργήσουν ένα περιβάλλον στο οποίο η Ουκρανία να μπορεί να συνεργαστεί με την Ευρώπη και την Ρωσία, χωρίς να έχει να επιλέξει μεταξύ των δύο. Εάν η πολιτική των ΗΠΑ κινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση, οι ρωσικές επιλογές είναι πιθανό να είναι πιο εποικοδομητικές.

Αυτή την στιγμή, τα συναισθήματα είναι καυτά στην Μόσχα, την Ουάσιγκτον, και στις πρωτεύουσες της Ευρώπης, και η αντιπαράθεση για την Ουκρανία φαίνεται να έχει πάρει μια δική της δυναμική. Αν κάπως η ουκρανική κρίση εξασθενίσει, η ένταση του Νέου Ψυχρού Πολέμου θα αποδυναμωθεί, αλλά δεν θα τερματιστεί. Αν η κρίση στην Ουκρανία βαθύνει (ή προκύψει αλλού μια κρίση), το ίδιο θα κάνει και ο Νέος Ψυχρός Πόλεμος. Με άλλα λόγια, η Ουκρανία είναι κεντρικής σημασίας για την κατεύθυνση που θα πάρει η αντιπαράθεση, αλλά δεν εξαρτώνται τα πάντα από το τι συμβαίνει εκεί. Ακριβώς όπως και ο αρχικός Ψυχρός Πόλεμος, ο Νέος Ψυχρός Πόλεμος θα διεξαχθεί σε πολλά στάδια, και δεν θα αρχίσει καν να επιλύεται μέχρις ότου και οι δύο πλευρές αναγνωρίσουν το υψηλό κόστος της πορείας που έχουν πάρει και να αποφασίσουν να αντιμετωπίσουν τα δύσκολα βήματα που οδηγούν σε μια διαφορετική πορεία.

Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: http://www.foreignaffairs.com/articles/141537/robert-legvold/managing-th...

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στη διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στη διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr