Λαϊκό δικαστήριο; | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Λαϊκό δικαστήριο;

Η Παλαιστινιακή Αρχή συμμετέχει στο Δικαστήριο της Χάγης

Υπάρχουν εύλογες αντιρρήσεις σε αυτά τα σενάρια, αλλά τώρα που απέκτησε δικαιοδοσία στην Παλαιστίνη, το ΔΠΔ έχει την δυνατότητα να αποφασίσει μόνο του αν κάποια έρευνα θα ήταν δικαιολογημένη. Ο αυτοπροσδιορισμός του ως εξειδικευμένο δικαστήριο, ή η ανάγκη του να αποδείξει την αρμοδιότητά του, θα μπορούσε να εξωθήσει το δικαστήριο να αντιμετωπίσει σοβαρά το ενδεχόμενο καταγγελίας σε βάρος του Ισραήλ. Είτε έτσι είτε αλλιώς, η απόφαση δεν είναι του Ισραήλ. Κι αυτό ήταν, εξάλλου, το θέμα.

ΔΙΕΘΝΟΠΟΙΗΣΕ ΤΟ

Η συμμετοχή της στο δικαστήριο είναι μέρος μιας ευρύτερης παλαιστινιακής στρατηγικής για την διεθνοποίηση της διαμάχης της με το Ισραήλ. Η Παλαιστίνη προσχώρησε πρόσφατα σε μια σειρά πολυμερών Συνθηκών, συμπεριλαμβανομένων των Συμβάσεων της Γενοκτονίας και της Γενεύης, του Διεθνούς Συμφώνου Ατομικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων, καθώς και των Συμβάσεων της Βιέννης -όλα μέρος μιας προσπάθειας που χαρακτηρίστηκε από ανώτερο αξιωματούχο της Παλαιστινιακής Οργάνωσης Απελευθέρωσης ως «διπλωματική ιντιφάντα».

Το ζητούμενο αυτής της στρατηγικής είναι να αποφευχθεί η παγίδα μιας διαπραγμάτευσης αποκλειστικά με το Ισραήλ. Οι ηγέτες του Ισραήλ υποστήριξαν επίσημα την εξεύρεση μιας λύσης μεταξύ των δύο κρατών, αλλά η θέση αυτή ήταν ανέκαθεν μάλλον ρητορική παρά πραγματική. (Στις πρόσφατες εκλογές της χώρας, ο πρωθυπουργός, Βενιαμίν Νετανιάχου, αντιτάχθηκε στην ύπαρξη ενός παλαιστινιακού κράτους, για να υπαναχωρήσει απλά λίγες ημέρες αργότερα). Το Ισραήλ επωφελείται ιδιαίτερα από την ασύμμετρη σχέση του με τους Παλαιστινίους, επιμένοντας να αναγνωρίσουν εκείνοι το δικαίωμα ύπαρξης του Ισραήλ -και τον εβραϊκό του χαρακτήρα- ως προϋπόθεση για τις όποιες συνομιλίες, ενώ αντιμετωπίζει την ύπαρξη του παλαιστινιακού κράτους ως κάτι που χρειάζεται διαπραγμάτευση.

Η στρατηγική αυτή σημαίνει επίσης παράκαμψη των Ηνωμένων Πολιτειών: Παρά την αποξένωση μεταξύ του προέδρου των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα, και του Νετανιάχου, η πολιτική των ΗΠΑ παραμένει αυτόματα υπέρ του Ισραήλ. Αν και υποστηρίζουν εδώ και καιρό την εύρεση κάποιας λύσης μεταξύ των δύο κρατών, οι κυβερνήσεις των δύο μερών στην πραγματικότητα δεν ενδιαφέρονται να επιτρέψουν στους Παλαιστίνιους να επιτύχουν την απόκτηση κρατικής υπόστασης. Μιλώντας ενώπιον του Κογκρέσου πέρυσι, η πρεσβευτής των ΗΠΑ στα Ηνωμένα Έθνη, Samantha Power, δήλωσε ότι η Ουάσινγκτον παραμένει «απολύτως ανυποχώρητη» στην θέση της ότι η Παλαιστίνη δεν πρέπει να ενταχθεί στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, επειδή κάτι τέτοιο θα ήταν «καταστροφικό για την ειρηνευτική διαδικασία».

Θεωρητικά, μια τέτοια αντίσταση πηγάζει από την πεποίθηση πως δεν υπάρχει καμία μονομερής παράκαμψη σε μια διαπραγματευμένη συμφωνία. Αλλά κάτι τέτοιο αποτελεί σοφιστεία και αυτο-συμφωνία: Το μοναδικό που επιτυγχάνεται με το ζήτημα της κρατικής υπόστασης είναι να γίνεται δυσκολότερη μια συμφωνία με το Ισραήλ. Η προσαρμογή της κρατικής υπόστασης έκανε πιθανότατα τους όρους οποιασδήποτε συμφωνίας ευνοϊκότερους για το Ισραήλ -συμπεριλαμβανομένης και της άσκησης βέτο, η οποία μπορεί να αποτελεί την πραγματική προτίμηση του Νετανιάχου. Αυτή είναι η ασυμμετρία που το Ισραήλ και η βασική του σύμμαχος επιθυμούν να διατηρήσουν, η οποία απειλείται με ανατροπή από την νέα στρατηγική της Παλαιστίνης.

Έτσι, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι τα προβλήματα έχουν ήδη ξεκινήσει για τους Παλαιστινίους. Το Ισραήλ παρακρατά 120 εκατομμύρια δολάρια από μηνιαία φορολογικά έσοδα που συλλέγει για λογαριασμό της Παλαιστινιακής Αρχής. Η Ουάσινγκτον, εν τω μεταξύ, περικόπτει την χρηματοδότησή της σε οργανισμούς που επιτρέπουν στην Παλαιστίνη να συμμετάσχει στις τάξεις τους.

ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΠΡΟΣΠΟΙΗΣΗΣ

Όσο αυτό-τιμωρητική κι αν είναι, αυτή η αντεπίθεση έχει λογική: Το ξεκάθαρο αίτημα της Παλαιστίνης δεν την καθιστά ένα κράτος το οποίο δεν πληροί τις προϋποθέσεις της κρατικής υπόστασης.

Υπάρχουν δύο προσεγγίσεις για την κρατική υπόσταση στο διεθνές δίκαιο. Η κυρίαρχη άποψη, που κατοχυρώνεται στην Σύμβαση του Μοντεβιδέο το 1933, είναι η λεγόμενη δηλωτική θεωρία της κρατικής υπόστασης: Ένα σύνολο που αφορά το έδαφος, τον πληθυσμό, την κυβέρνηση και την ικανότητα ανάπτυξης σχέσεων αποτελεί ένα κράτος, είτε το αναγνωρίζουν οι άλλοι είτε όχι. Η λιγότερο αποδεκτή άποψη ονομάζεται συστατική θεωρία: Η αναγνώριση επιφέρει την ύπαρξη ενός κράτους. Όσο περισσότερη λαμβάνει, τόσο περισσότερο μοιάζει με κράτος.

Το πρόβλημα με την Παλαιστίνη είναι ότι δεν έχει κάποια ιδιαίτερη κρατική υπόσταση με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Η Παλαιστίνη δεν μπορεί να αποτελέσει κράτος σύμφωνα με την δηλωτική άποψη, δεδομένου ότι δεν έχει τον έλεγχο της οικονομίας, των συνόρων, των θαλασσών ή του εναέριου χώρου της. Αλλά είναι εξίσου ανεπαρκές να υποθέσουμε ότι οι 135 διμερείς αναγνωρίσεις της Παλαιστίνης την καθιστούν κράτος. Υπάρχει λόγος που το συστατικό μοντέλο έγκειται στην άποψη της μειοψηφίας: Οι αναγνωρίσεις μπορεί να είναι φιλόδοξες μαρτυρίες, που αντανακλούν την επιθυμία θέασης ενός κράτους που δεν υπάρχει στην πραγματικότητα. Εξάλλου, μόνο μια αναγνώριση είναι εκείνη που έχει πραγματικά σημασία κι ο πρωθυπουργός του Ισραήλ μόλις κατέστησε σαφές ότι δεν υπάρχει περίπτωση να συμβεί.

Εξ ου κι η νέα, κάπως απελπισμένη παλαιστινιακή στρατηγική: Την ώρα που οι ηγέτες του Ισραήλ διατηρούν την θέση τους, μετέφεραν το ζήτημα στην διεθνή κοινότητα, όπου οι 135 αναγνωρίσεις μπορούν να ερμηνευτούν ως ένταξη σε πολυμερείς οργανισμούς. Η ένταξή της αυτή δίνει στην Παλαιστίνη μέρος των εξουσιών που έχει κανονικά ένα κράτος, χωρίς να χρειάζεται να περιμένει την παραχώρησή τους από την πλευρά του δύστροπου Ισραήλ.