Προς υπεράσπιση της χρηματο-οικονομικής καινοτομίας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Προς υπεράσπιση της χρηματο-οικονομικής καινοτομίας

Η δημιουργική οικονομία μπορεί να βοηθήσει τον καθένα, όχι μόνο τους πλούσιους

Για να είμαστε δίκαιοι, τα κίνητρα πίσω από πολλά νέα χρηματοοικονομικά προϊόντα δεν είναι καθόλου αγνά, ενώ η άσκηση μεγαλύτερου έλεγχου θα βοηθήσει στον εξοστρακισμό μελλοντικών κρίσεων. Οι ευρύτατες επικρίσεις, όμως, για κάποιες ιδιαίτερες καινοτομίες της Wall Street επέφεραν την άδικη αμαύρωση της φήμης της χρηματοοικονομικής στο σύνολό της, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα να προταθούν λύσεις που θα μπορούσαν να κάνουν περισσότερο κακό παρά καλό. Η παύση της οικονομικής εφευρετικότητα –το άμεσο πάγωμα της χρηματοοικονομικής ˑ η απαγόρευση των λαμπρών ιδεών- δεν θα επιλύσει τα προβλήματα που σχετίζονται με την βιομηχανία. Στην πραγματικότητα, οι μεγαλύτεροι κίνδυνοι για την οικονομική σταθερότητα συχνά κρύβονται στα πιο οικεία μέρη του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Εξάλλου, οι λιανικές κι οι εμπορικές τράπεζες αντιπροσώπευσαν μερικές από τις μαζικότερες μειώσεις ενεργητικού που καταγράφηκαν κατά την διάρκεια της κρίσης. Η μεγαλύτερη τραπεζική αποτυχία στην ιστορία των ΗΠΑ ήταν εκείνη της Washington Mutual, η οποία κατέρρευσε το 2008 με περιουσιακά στοιχεία 307 δισεκατομμυρίων δολαρίων και μια στοίβα υποθηκών που σάπιζαν στα βιβλία της. Την μεγαλύτερη τριμηνιαία απώλεια για τράπεζα υπέστη η Wachovia το 2008, η οποία κατέρρευσε λόγω επισφαλών δανείων. Και το προϊόν που προκάλεσε την μεγαλύτερη ζημιά κατά την διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης ήταν τα στεγαστικά δάνεια, το πιο οικείο τραπεζικό εργαλείο απ’ όλα. Το ύψος των δανείων στις Ηνωμένες Πολιτείες σχεδόν διπλασιάστηκε μεταξύ 2001 και 2007, σε 10,5 τρισεκατομμύρια δολάρια. Τα ακίνητα αποτέλεσαν μακράν το μεγαλύτερο περιουσιακό στοιχείο των νοικοκυριών στις ΗΠΑ, φθάνοντας την τιμή των 22,7 τρισεκατομμυρίων δολαρίων το 2006, όταν οι τιμές των κατοικιών βρίσκονταν στο αποκορύφωμά τους. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν ήταν μόνες τους σε αυτή την ευαλωτότητα ˑ η ευρεία εκμετάλλευση των οικιστικών και εμπορικών ακινήτων αποτέλεσε κοινό παρονομαστή σε όλες τις χώρες που επηρεάστηκαν περισσότερο από την κρίση, όπως η Ιρλανδία, η Ισπανία και το Ηνωμένο Βασίλειο.

Μέρος του λόγου είναι ότι η ιδιοκτησία έχει εγγενώς αποσταθεροποιητικά χαρακτηριστικά. Το στοιχείο αυτό ευδοκιμεί μέσω του χρέους: Σε μεγάλο μέρος των αγορών κατοικιών, οι αγοραστές συνηθίζουν να λαμβάνουν δάνεια που φτάνουν πάνω από το 90% της αξίας του ακινήτου. Το σύνολο σχεδόν της διεθνούς αύξησης στην αναλογία του χρέους του ιδιωτικού τομέα προς το ΑΕΠ κατά τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες προκλήθηκε από την άνοδο των επιπέδων των στεγαστικών δανείων. Ωστόσο, οι τράπεζες τείνουν να θεωρούν αυτό το είδος εγγυημένου δανεισμού ασφαλή, αν και θα μπορούσε να περιλαμβάνει αποφάσεις που λαμβάνονται αποκλειστικά βάσει των υποθηκών που προσφέρονται από τον δανειολήπτη (κάποιο σπίτι, για παράδειγμα) κι όχι την πιστοληπτική του ικανότητα.

Πράγματι, η μεγάλη ειρωνεία της φούσκας των ακινήτων ήταν ότι πολλές τράπεζες κι επενδυτές σκέφτηκαν ότι το να επικεντρωθούν στην στέγαση θα αποτελούσε συνετό στοίχημα. Παρά το γεγονός ότι ο χρηματοπιστωτικός τομέας επικρίθηκε έκτοτε για απερισκεψία, η επιδίωξη μιας ασφαλούς απόδοσης ήταν εκείνη που έφερε τα προβλήματα. Μια οξυδερκής μελέτη από τους οικονομολόγους Nicola Gennaioli, Andrei Shleifer και Robert Vishny, αποκάλυψε πως ένα μεγάλο μέρος της δημιουργικότητας του χρηματοοικονομικού τομέα -από την εφεύρεση των αμοιβαίων κεφαλαίων χρηματαγοράς έως το κύμα ομολόγων που καλύπτονται από ενυπόθηκα δάνεια πριν από την κρίση- έχει τις ρίζες του στην αναζήτηση τόσο της ασφάλειας όσο και του κέρδους. Ο λόγος για τον οποίο οι επενδυτές αναζήτησαν την ασφάλεια μέσω ενυπόθηκων περιουσιακών τίτλων ήταν ότι αυτά τα μέσα προσέφεραν ελαφρώς υψηλότερες αποδόσεις από ό, τι τα πιο παραδοσιακά περιουσιακά στοιχεία (όπως τα ομόλογα του αμερικανικού δημοσίου), ενώ εμφανίζονταν επίσης ως χαμηλού κινδύνου. Αυτό το μοντέλο διευρύνεται σε ένα φάσμα άλλων χρηματοοικονομικών προϊόντων ˑ το τραγούδι των σειρήνων για την ασφάλεια αποτελεί ένα επαναλαμβανόμενο θέμα στα χρηματοοικονομικά.

Η αγορά ακινήτων προσφέρει έτσι ένα μάθημα σχετικά με τον χρηματοπιστωτικό κλάδο γενικότερα: Η μελέτη των τρόπων με τους οποίους οι άνθρωποι κι οι εταιρείες διαχειρίζονται τα χρήματα και τον κίνδυνο –κι η αξιοποίηση αυτών των συμπεριφορών για πιο εποικοδομητικά αποτελέσματα- θα μπορούσε να συμβάλει στην αντιμετώπιση των κινδύνων που εξακολουθούν να παραμονεύουν σε κοινή θέα. Αντί να αποτελεί προειδοποίηση εναντίον της καινοτομίας, η κρίση αποτέλεσε το εγερτήριο σάλπισμα για μια διαφορετική δημιουργική σκέψη. Πράγματι, σε ό, τι αφορά την περιουσία, η χρηματοοικονομική ήδη αποδεικνύει πώς αν χρησιμοποιηθούν νέες τεχνικές θα μπορούσαν να αποφευχθούν μελλοντικές κρίσεις.

Κάποιοι επιχειρηματίες, για παράδειγμα, αναζητούν τρόπους να μετριάσουν τις αρνητικές επιπτώσεις που επιφέρουν οι διακυμάνσεις των τιμών των κατοικιών τόσο για τους οφειλέτες όσο και για τους δανειστές. Μια πιθανή ύφεση στην στέγαση θα μπορούσε να μειώσει την τιμή ενός ακινήτου σε λιγότερο από την αξία της υποθήκης του οφειλόμενου δανείου, προκαλώντας αδυναμία στην αποπληρωμή του δανείου που θα ήταν επίπονη και για τον αγοραστή και για την τράπεζα. Μια λύση θα ήταν να μην προσφερθεί στους οφειλέτες κανένα κέρδος για τα ενυπόθηκα δάνειά τους ως αντάλλαγμα για το ότι επιτρέπουν στους δανειστές να μοιράζονται τα κέρδη ή τις ζημίες από τις μεταβολές των τιμών στις κατοικίες. Εάν οι τιμές πέσουν, οι ιδιοκτήτες θα είναι πιο προστατευμένοι ˑ αν αυξηθούν, οι δανειστές να αποκομίσουν ορισμένα από τα οφέλη. Όσον αφορά τις αρνητικές συνέπειες που θα μπορούσε να έχει μια κάμψη της αγοράς για τους δανειστές, μια εταιρεία, η Castle Trust που εδρεύει στο Λονδίνο, βρήκε μια έξυπνη λύση: Να συνδέσει την χρηματοδότησή της στον Εθνικό Δείκτη Τιμών Κατοικιών κατά τρόπο που θα βοηθά τα περιουσιακά στοιχεία και τις υποχρεώσεις του ισολογισμού της να αυξάνονται και να μειώνονται αρμονικά. Το μοντέλο της Castle Trust αποτελεί μια ριζική ρήξη με τον κανόνα -ρήξη, όμως, που είναι απολύτως ευπρόσδεκτη.