Προς υπεράσπιση της χρηματο-οικονομικής καινοτομίας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Προς υπεράσπιση της χρηματο-οικονομικής καινοτομίας

Η δημιουργική οικονομία μπορεί να βοηθήσει τον καθένα, όχι μόνο τους πλούσιους

Σε συνέδριο που πραγματοποιήθηκε το 2013 από το περιοδικό The Economist στην Νέα Υόρκη, επιχειρηματίες και πολιτικοί ηγέτες συζήτησαν το κατά πόσον οι ταλαντούχοι απόφοιτοι Πανεπιστημίων θα πρέπει να ενταχθούν στο εργατικό δυναμικό της Google ή της Goldman Sachs. Ο Vivek Wadhwa, ένας κατά συρροή επιχειρηματίας, εξέφρασε την άποψή του για την Google. «Θα προτιμούσατε τα παιδιά σας να οικοδομήσουν το χρηματοπιστωτικό σύστημα [και] να δημιουργήσουν περισσότερα προβλήματα για εμάς, ή να αποκτήσουν την ευκαιρία να σώσουν τον κόσμο;» ρώτησε. Ήταν πιο εύκολο για εκείνον να παρουσιάσει το σκεπτικό του από ότι για τον Robert Shiller, τον βραβευμένο με Νόμπελ οικονομολόγο, ο οποίος επιχειρηματολόγησε για την Goldman Sachs ότι κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα, ακόμη κι η διάσωση του κόσμου, θα έπρεπε να χρηματοδοτηθεί. Όλα αυτά, όμως, δεν βοήθησαν καθόλου ˑ στο τέλος, το κοινό ψήφισε σε μεγάλο βαθμό υπέρ του Mountain View και κατά της Wall Street.

Μια τέτοια προκατάληψη αντικατοπτρίζει την βαθιά αλλαγή στην στάση της κοινής γνώμης απέναντι στην Wall Street, που ακολούθησε την οικονομική κρίση του 2008. Στην δεκαετία πριν την κατάρρευση, οι τραπεζίτες εκθειάζονταν. Οι πολιτικοί επικροτούσαν την αποτελεσματικότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών, ενώ τα ιδιαίτερα κολακευτικά σχόλια για την οικονομική καινοτομία κατέπνιξαν κάθε κριτική. Όταν χτύπησε η κρίση, όμως, η κατάσταση αντιστράφηκε εντελώς. Η νέα γενική συναίνεση απεικονίζει πλέον τους τραπεζίτες ως κακοποιούς, οι ανεύθυνες πρακτικές και οι ύποπτες τεχνικές των οποίων εξαπέλυσαν την καταστροφή. Η άποψη αυτή στηρίζεται στην εντύπωση ότι μόνο ένα μικρό μέρος του χρηματοπιστωτικού κλάδου ωφελεί πραγματικά την κοινωνία -εκείνο που χορηγεί δάνεια στους ιδιώτες και τις επιχειρήσεις. Το υπόλοιπο αποτελεί ένα επικίνδυνο και περιττό ρίσκο, με αποτέλεσμα η οικονομική εφευρετικότητα κάθε είδους να εκλαμβάνεται ως ιδιαίτερα ύποπτη.

Αυτός ο θυμός είναι βάσιμος ˑ τα χρηματοοικονομικά σίγουρα απέτυχαν στην εφαρμογή τους σε μεγάλα προβλήματα κατά την πορεία προς την κρίση, ενώ ο δημοφιλής μύθος που ήθελε αυτόν τον κλάδο ακατανίκητο συνέβαλε στην αποτυχία αυτήν. Η εξάλειψη αυτής της παρεξήγησης ήταν εντελώς για καλό. Η δαιμονοποίηση, όμως, των χρηματοοικονομικών είναι επίσης λανθασμένη, ενώ ο περιορισμός του τομέα στα πιο γνώριμα στοιχεία του δεν θα κατάφερνε να διορθώσει τις αδυναμίες του. Ακόμη χειρότερα, μια τέτοια πορεία θα μπορούσε να βλάψει τομείς εκτός του τραπεζικού κλάδου, επειδή η επιρροή της οικονομικής εφευρετικότητας φτάνει πολύ πιο μακριά από την Wall Street. Οι χρηματοδότες της καινοτόμας οικονομίας βοηθούν αυτήν την στιγμή στην επίλυση μιας σειράς κοινωνικο-οικονομικών προβλημάτων -συμπεριλαμβανομένων εκείνων που σχετίζονται με την αντοχή των δικτύων κοινωνικής ασφάλισης, της ικανότητα των φτωχών να αποταμιεύουν και εκείνη των ηλικιωμένων να συντηρηθούν– τα οποία έχουν μεγάλη σημασία για τις κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο. Αντί να φοβούνται μια τέτοια καινοτομία, οι πολιτικοί και το κοινό θα έπρεπε να την καλωσορίσουν, με συνετή εποπτεία.

ΕΛΕΓΧΟΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

Για τους επικριτές της Wall Street, η οικονομική κρίση αποτέλεσε προειδοποίηση εναντίον του πειραματισμού. Η χρηματοπιστωτική καινοτομία, υποστηρίζουν, έχει προσεγγίσει ένα σημείο φθίνουσας απόδοσης. Αν απλώς μπορούσε η χρηματοδότηση να γυρίσει πίσω τον χρόνο, όλα θα ήταν καλά. Θα εξαφανίζονταν κάποιες τοξικές πρακτικές, όπως η τιτλοποίηση, ο τρόπος των τραπεζών να ομαδοποιούν τις υποθήκες, τα δάνεια μέσω πιστωτικών καρτών και τα άλλα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία σε ομόλογα που μεταπωλούν σε επενδυτές -μια τεχνική που θεωρείται πως προκάλεσε την κρίση. Τα ανεξέλεγκτα οικονομικά μαγικά που εκτίναξαν τα ποσά χρέους των καταναλωτών θα σταματούσαν. Και τα χρηματιστήρια θα έπαυαν να υπηρετούν ως αθύρματα των αλγορίθμων.

Κάποιοι σκεπτικιστές φτάνουν σε σημείο να ισχυρίζονται ότι «ο τραπεζικός τομέας πρέπει να είναι βαρετός» -ένα σύνθημα που υιοθετήθηκε από την Elizabeth Warren, την από παλιά Δημοκρατική γερουσιαστή από την Μασαχουσέτη, η οποία ζήτησε αυστηρότερους περιορισμούς σε ό, τι έχει να κάνει με την οικονομία. Το 2013, η Warren ξεκίνησε μια εκστρατεία για τον διαχωρισμό των τραπεζών των ΗΠΑ σε δύο διακριτές ομάδες. Η πρώτη θα περιελάμβανε τις παρηγορητικά γνώριμες μεμονωμένες επιχειρήσεις που δέχονται καταθέσεις και παρέχουν στεγαστικά δάνεια. Η δεύτερη θα αφορούσε στις επενδυτικές επιχειρήσεις που συγκεντρώνουν χρήματα και διαχειρίζονται κινδύνους μέσω ύποπτων πρακτικών της κεφαλαιαγοράς, και θα πρέπει να αποκλειστούν από την λήψη ασφαλιστικών καταθέσεων για δική τους χρηματοδότηση. Αν και το νομοσχέδιο που εισήγαγε η Warren σταμάτησε στο Κογκρέσο, είχε πολλούς υποστηρικτές.

Προχωρώντας ένα βήμα παραπέρα, μερικοί διακεκριμένοι παρατηρητές υποστήριξαν ότι η οικονομική δημιουργικότητα έχει φτάσει στα όρια της χρησιμότητάς της. Υπογράμμισαν μια σειρά φαινομενικά ανεξέλεγκτων προ κρίσης οικονομικών δυνάμεων, από τις «αστρονομικές» ταχύτητες των υψηλής συχνότητας traders ως την έκρηξη του όγκου των συμβάσεων αντιστάθμισης πιστωτικού κινδύνου (credit default swaps), ενός είδους ασφαλιστηρίου συμβολαίου που συντασσόταν προς αποφυγήν πτώχευσης των δανειοληπτών. Το 2009, για παράδειγμα, ο Paul Volcker, ο πρώην πρόεδρος της Federal Reserve, δήλωσε ότι καμία χρηματοπιστωτική καινοτομία της περιόδου πριν την κρίση δεν ήταν τόσο χρήσιμη όσο η απλή ταμειολογιστική μηχανή. Ομοίως, ο οικονομολόγος Πολ Κρούγκμαν, παραδέχτηκε σε δημοσίευμα στην New York Times το 2009, ότι δυσκολευόταν να σκεφτεί κάποια πρόσφατη οικονομική επανάσταση που βοήθησε την κοινωνία. Αντίθετα, έγραψε, «το γεγονός ότι οι καλοπληρωμένοι τραπεζίτες πήραν μεγάλα ρίσκα με τα χρήματα άλλων ανθρώπων ήταν εκείνο που γονάτισε την παγκόσμια οικονομία».

Για να είμαστε δίκαιοι, τα κίνητρα πίσω από πολλά νέα χρηματοοικονομικά προϊόντα δεν είναι καθόλου αγνά, ενώ η άσκηση μεγαλύτερου έλεγχου θα βοηθήσει στον εξοστρακισμό μελλοντικών κρίσεων. Οι ευρύτατες επικρίσεις, όμως, για κάποιες ιδιαίτερες καινοτομίες της Wall Street επέφεραν την άδικη αμαύρωση της φήμης της χρηματοοικονομικής στο σύνολό της, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα να προταθούν λύσεις που θα μπορούσαν να κάνουν περισσότερο κακό παρά καλό. Η παύση της οικονομικής εφευρετικότητα –το άμεσο πάγωμα της χρηματοοικονομικής ˑ η απαγόρευση των λαμπρών ιδεών- δεν θα επιλύσει τα προβλήματα που σχετίζονται με την βιομηχανία. Στην πραγματικότητα, οι μεγαλύτεροι κίνδυνοι για την οικονομική σταθερότητα συχνά κρύβονται στα πιο οικεία μέρη του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Εξάλλου, οι λιανικές κι οι εμπορικές τράπεζες αντιπροσώπευσαν μερικές από τις μαζικότερες μειώσεις ενεργητικού που καταγράφηκαν κατά την διάρκεια της κρίσης. Η μεγαλύτερη τραπεζική αποτυχία στην ιστορία των ΗΠΑ ήταν εκείνη της Washington Mutual, η οποία κατέρρευσε το 2008 με περιουσιακά στοιχεία 307 δισεκατομμυρίων δολαρίων και μια στοίβα υποθηκών που σάπιζαν στα βιβλία της. Την μεγαλύτερη τριμηνιαία απώλεια για τράπεζα υπέστη η Wachovia το 2008, η οποία κατέρρευσε λόγω επισφαλών δανείων. Και το προϊόν που προκάλεσε την μεγαλύτερη ζημιά κατά την διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης ήταν τα στεγαστικά δάνεια, το πιο οικείο τραπεζικό εργαλείο απ’ όλα. Το ύψος των δανείων στις Ηνωμένες Πολιτείες σχεδόν διπλασιάστηκε μεταξύ 2001 και 2007, σε 10,5 τρισεκατομμύρια δολάρια. Τα ακίνητα αποτέλεσαν μακράν το μεγαλύτερο περιουσιακό στοιχείο των νοικοκυριών στις ΗΠΑ, φθάνοντας την τιμή των 22,7 τρισεκατομμυρίων δολαρίων το 2006, όταν οι τιμές των κατοικιών βρίσκονταν στο αποκορύφωμά τους. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν ήταν μόνες τους σε αυτή την ευαλωτότητα ˑ η ευρεία εκμετάλλευση των οικιστικών και εμπορικών ακινήτων αποτέλεσε κοινό παρονομαστή σε όλες τις χώρες που επηρεάστηκαν περισσότερο από την κρίση, όπως η Ιρλανδία, η Ισπανία και το Ηνωμένο Βασίλειο.

Μέρος του λόγου είναι ότι η ιδιοκτησία έχει εγγενώς αποσταθεροποιητικά χαρακτηριστικά. Το στοιχείο αυτό ευδοκιμεί μέσω του χρέους: Σε μεγάλο μέρος των αγορών κατοικιών, οι αγοραστές συνηθίζουν να λαμβάνουν δάνεια που φτάνουν πάνω από το 90% της αξίας του ακινήτου. Το σύνολο σχεδόν της διεθνούς αύξησης στην αναλογία του χρέους του ιδιωτικού τομέα προς το ΑΕΠ κατά τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες προκλήθηκε από την άνοδο των επιπέδων των στεγαστικών δανείων. Ωστόσο, οι τράπεζες τείνουν να θεωρούν αυτό το είδος εγγυημένου δανεισμού ασφαλή, αν και θα μπορούσε να περιλαμβάνει αποφάσεις που λαμβάνονται αποκλειστικά βάσει των υποθηκών που προσφέρονται από τον δανειολήπτη (κάποιο σπίτι, για παράδειγμα) κι όχι την πιστοληπτική του ικανότητα.

Πράγματι, η μεγάλη ειρωνεία της φούσκας των ακινήτων ήταν ότι πολλές τράπεζες κι επενδυτές σκέφτηκαν ότι το να επικεντρωθούν στην στέγαση θα αποτελούσε συνετό στοίχημα. Παρά το γεγονός ότι ο χρηματοπιστωτικός τομέας επικρίθηκε έκτοτε για απερισκεψία, η επιδίωξη μιας ασφαλούς απόδοσης ήταν εκείνη που έφερε τα προβλήματα. Μια οξυδερκής μελέτη από τους οικονομολόγους Nicola Gennaioli, Andrei Shleifer και Robert Vishny, αποκάλυψε πως ένα μεγάλο μέρος της δημιουργικότητας του χρηματοοικονομικού τομέα -από την εφεύρεση των αμοιβαίων κεφαλαίων χρηματαγοράς έως το κύμα ομολόγων που καλύπτονται από ενυπόθηκα δάνεια πριν από την κρίση- έχει τις ρίζες του στην αναζήτηση τόσο της ασφάλειας όσο και του κέρδους. Ο λόγος για τον οποίο οι επενδυτές αναζήτησαν την ασφάλεια μέσω ενυπόθηκων περιουσιακών τίτλων ήταν ότι αυτά τα μέσα προσέφεραν ελαφρώς υψηλότερες αποδόσεις από ό, τι τα πιο παραδοσιακά περιουσιακά στοιχεία (όπως τα ομόλογα του αμερικανικού δημοσίου), ενώ εμφανίζονταν επίσης ως χαμηλού κινδύνου. Αυτό το μοντέλο διευρύνεται σε ένα φάσμα άλλων χρηματοοικονομικών προϊόντων ˑ το τραγούδι των σειρήνων για την ασφάλεια αποτελεί ένα επαναλαμβανόμενο θέμα στα χρηματοοικονομικά.

Η αγορά ακινήτων προσφέρει έτσι ένα μάθημα σχετικά με τον χρηματοπιστωτικό κλάδο γενικότερα: Η μελέτη των τρόπων με τους οποίους οι άνθρωποι κι οι εταιρείες διαχειρίζονται τα χρήματα και τον κίνδυνο –κι η αξιοποίηση αυτών των συμπεριφορών για πιο εποικοδομητικά αποτελέσματα- θα μπορούσε να συμβάλει στην αντιμετώπιση των κινδύνων που εξακολουθούν να παραμονεύουν σε κοινή θέα. Αντί να αποτελεί προειδοποίηση εναντίον της καινοτομίας, η κρίση αποτέλεσε το εγερτήριο σάλπισμα για μια διαφορετική δημιουργική σκέψη. Πράγματι, σε ό, τι αφορά την περιουσία, η χρηματοοικονομική ήδη αποδεικνύει πώς αν χρησιμοποιηθούν νέες τεχνικές θα μπορούσαν να αποφευχθούν μελλοντικές κρίσεις.

Κάποιοι επιχειρηματίες, για παράδειγμα, αναζητούν τρόπους να μετριάσουν τις αρνητικές επιπτώσεις που επιφέρουν οι διακυμάνσεις των τιμών των κατοικιών τόσο για τους οφειλέτες όσο και για τους δανειστές. Μια πιθανή ύφεση στην στέγαση θα μπορούσε να μειώσει την τιμή ενός ακινήτου σε λιγότερο από την αξία της υποθήκης του οφειλόμενου δανείου, προκαλώντας αδυναμία στην αποπληρωμή του δανείου που θα ήταν επίπονη και για τον αγοραστή και για την τράπεζα. Μια λύση θα ήταν να μην προσφερθεί στους οφειλέτες κανένα κέρδος για τα ενυπόθηκα δάνειά τους ως αντάλλαγμα για το ότι επιτρέπουν στους δανειστές να μοιράζονται τα κέρδη ή τις ζημίες από τις μεταβολές των τιμών στις κατοικίες. Εάν οι τιμές πέσουν, οι ιδιοκτήτες θα είναι πιο προστατευμένοι ˑ αν αυξηθούν, οι δανειστές να αποκομίσουν ορισμένα από τα οφέλη. Όσον αφορά τις αρνητικές συνέπειες που θα μπορούσε να έχει μια κάμψη της αγοράς για τους δανειστές, μια εταιρεία, η Castle Trust που εδρεύει στο Λονδίνο, βρήκε μια έξυπνη λύση: Να συνδέσει την χρηματοδότησή της στον Εθνικό Δείκτη Τιμών Κατοικιών κατά τρόπο που θα βοηθά τα περιουσιακά στοιχεία και τις υποχρεώσεις του ισολογισμού της να αυξάνονται και να μειώνονται αρμονικά. Το μοντέλο της Castle Trust αποτελεί μια ριζική ρήξη με τον κανόνα -ρήξη, όμως, που είναι απολύτως ευπρόσδεκτη.

ΜΗΧΑΝΗ ΙΔΕΩΝ

Ακόμα κι οι πιο ένθερμοι επικριτές της Wall Street δεν αμφισβητούν την αξία των χρηματοοικονομικών καινοτομιών στο βάθος της ανθρώπινης ιστορίας. Η εφεύρεση του χρήματος, η χρήση παραγώγων συμβολαίων, καθώς και η δημιουργία των χρηματιστηρίων αντιπροσωπεύουν όλα έξυπνες λύσεις στα προβλήματα του πραγματικού κόσμου. Η πρόοδος αυτή βοήθησε στην προώθηση του εμπορίου, την δημιουργία επιχειρήσεων και την κατασκευή υποδομών. Ο σύγχρονος κόσμος χρειάζεται την χρηματοοικονομική για να μπορέσει να λειτουργήσει.

Αλλά ο κόσμος αυτός ακόμα εξελίσσεται, ενώ το αίτημα για την οικονομική δημιουργικότητα είναι σήμερα πιο ισχυρό από ποτέ. Ευτυχώς, παρ’ όλες τις πρόσφατες επικρίσεις, κατάφερε κι ο χρηματοπιστωτικός τομέας να εξελιχτεί. Σήμερα, αυτή η βιομηχανία φιλοξενεί όχι μόνο μεγάλες τράπεζες που λαμβάνουν παχυλές αμοιβές, αλλά και καινοτόμους επενδυτές που επανεξετάζουν τους τρόπους με τους οποίους τα χρήματα, η ζωή κι η τεχνολογία σχετίζονται μεταξύ τους.

Για να εξετάσουμε ένα μόνο παράδειγμα, πολλές χώρες, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών, αντιμετωπίζουν μια πίεση άνευ προηγουμένου για να μειώσουν τους προϋπολογισμούς τους περικόβοντας τις δημόσιες δαπάνες τους. Ως αποτέλεσμα, κοινωνικά προγράμματα -όπως, η αποκατάσταση των φυλακισμένων και η κατάρτιση των ανέργων- μπορεί να καταρρεύσουν. Ακόμα και στις χώρες όπου θα συνεχιστούν αυτές οι πρωτοβουλίες, συχνά καταλήγουν να σπαταλούν τα χρήματα των φορολογουμένων, διότι είτε αποτυγχάνουν να συνδέσουν τις δαπάνες με τα επιθυμητά αποτελέσματα είτε καταλήγουν να επικεντρώνονται σε τελείως λάθος ζητούμενα. Πολλά προγράμματα απασχόλησης-κατάρτισης, για παράδειγμα, εστιάζουν στον αριθμό των ανθρώπων που εγγράφονται και ολοκληρώνουν το πρόγραμμα και όχι στον αριθμό των συμμετεχόντων οι οποίοι καταφέρνουν στην συνέχεια να βρουν δουλειά. Οι ατέλειες αυτού του είδους είναι κοινές σε όλες τις κρατικά χρηματοδοτούμενες πρωτοβουλίες. Σύμφωνα με το Brookings Institution, από τις δέκα αυστηρές αξιολογήσεις των κοινωνικών προγραμμάτων που οργανώθηκαν από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση των ΗΠΑ κατά την περίοδο 1990-2010, στις εννέα διαπιστώθηκε ότι τα προγράμματα είτε παρήγαγαν ασθενώς θετικά αποτελέσματα είτε δεν είχαν καμία απολύτως επίδραση.

Η χρηματοοικονομική παρενέβη με απαντήσεις τόσο στο πρόβλημα της χρηματοδότησης όσο και στις ελλείψεις σχεδιασμού και παρακολούθησης. Ένα καινοτόμο εργαλείο, που είναι γνωστό ως ομόλογο κοινωνικού αντίκτυπου (social impact bond), προσελκύει ιδιωτικές επενδύσεις σε προγράμματα που ιχνηλατούν πολυάριθμα κοινωνικά οφέλη. Για παράδειγμα, ένα ομόλογο κοινωνικού αντίκτυπου που επικεντρώνεται στην αποκατάσταση των κρατουμένων μπορεί να παρακολουθήσει τον αριθμό νέων καταδικαστικών αποφάσεων πρώην τροφίμων για έναν χρόνο μετά την αποφυλάκισή τους. Μείωση στις επαναληπτικές καταδίκες σημαίνει μείωση στις δαπάνες της κυβέρνησης, η οποία μπορεί στην συνέχεια να χρησιμοποιήσει τα χρήματα που εξοικονομεί για να εξοφλήσει τους επενδυτές. Η πρώτη πρωτοβουλία τέτοιου είδους εισήχθη το 2010 από την πόλη του Peterborough στο Ηνωμένο Βασίλειο, κι αυτό το πρόγραμμα έχει ήδη μειώσει τα ποσοστά υποτροπής σε σύγκριση με την εθνική ομάδα ελέγχου [στμ: ένα σύνολο που αντικατοπτρίζει τον εθνικό μέσο όρο]. Άλλες χώρες, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών, έχουν εισαγάγει παρόμοια δικά τους προγράμματα. Η Νέα Υόρκη ξεκίνησε ένα ομόλογο κοινωνικού αντίκτυπου το 2012 που επικεντρωνόταν σε εφήβους έγκλειστους στο νησί Rikers ˑ στο πρόγραμμα έχει επενδύσει η Goldman Sachs. Και η Μασαχουσέτη ανακοίνωσε δύο ομόλογα κοινωνικού αντίκτυπου, ένα από τα οποία θα χρηματοδοτήσει μια επταετή προσπάθεια για την μείωση υποτροπής κρατουμένων, με προϋπολογισμό 27 εκατομμύρια δολάρια.

Ο λόγος για τον οποίο η χρηματοοικονομική ίσως και να καταφέρει να λύσει προβλήματα τέτοιας πολυπλοκότητας είναι η ικανότητά της να ευθυγραμμίζει τα κίνητρα των διαφόρων συμμετεχόντων στην αγορά -σ’ αυτήν την περίπτωση τις κυβερνήσεις που ζητούν υπηρεσίες, τις κοινωνικές οργανώσεις που τις παρέχουν και τους επενδυτές που δίνουν τα κεφάλαια. Οι κυβερνήσεις έλκονται από τα ομόλογα κοινωνικού αντίκτυπου, επειδή απαιτούν την αποπληρωμή τους μόνο όταν τα προγράμματα που χρηματοδοτούν πετύχουν κάποια αποτελέσματα. Οι κοινωνικές οργανώσεις συμμετέχουν, επειδή οι πρωτοβουλίες αυτές εμπλέκουν ιδιωτικές επενδύσεις για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από ό, τι προσφέρουν συνήθως οι ομοσπονδιακές συμβάσεις. Και οι επενδυτές επωφελούνται από τα λεπτομερή στοιχεία σχετικά με την επιτυχία εκτέλεσης των προγραμμάτων. Τα ομόλογα κοινωνικού αντίκτυπου δεν θα είναι ποτέ η μόνη λύση για το συρρικνούμενο κράτος. Αλλά αποτελούν μια εξαιρετικά υποσχόμενη δίοδο για να την εξερευνήσει κανείς.

ΤΑ ΕΠΟΜΕΝΑ ΣΥΝΟΡΑ

Οι κυβερνήσεις δεν είναι οι μόνες που αντιμετωπίζουν τεράστια οικονομική πίεση ˑ οι ιδιώτες πρέπει να καταπιαστούν με παρόμοιες προκλήσεις. Σήμερα, οι απλοί άνθρωποι στις ανεπτυγμένες οικονομίες αναμένεται να ζήσουν περισσότερο από κάθε γενιά πριν από αυτούς, όμως γενικά δεν εξοικονομούν με κανέναν τρόπο αρκετά για την συνταξιοδότησή τους. Υπερβολικά πολλοί από αυτούς τους ανθρώπους κρατούν ελάχιστα χρήματα στην άκρη ως προστασία απέναντι σε απρόβλεπτα σοκ. Κι ένα μεγάλο ποσοστό έχει πρόβλημα πρόσβασης σε πιστώσεις, ιδίως αν βρίσκεται περιθωριοποιημένο από το οικονομικό σύστημα.

Η χρηματοοικονομική έχει παράσχει έξυπνες λύσεις σε αυτά τα είδη προβλημάτων, βασιζόμενη στις γνώσεις των οικονομικών συμπεριφορών. Τα τελευταία χρόνια έδωσαν αφορμή για την δημιουργία ενός υπο-πεδίου γνωστού ως «συμπεριφορική χρηματοοικονομική», η οποία μελετά τις διάφορες παρορμήσεις και ωθήσεις που βοηθούν τους ανθρώπους να επιτύχουν καλύτερα οικονομικά αποτελέσματα. Ο τομέας αυτός καταγράφει ήδη ένα αξιοσημείωτο επίτευγμα: Κατάφερε να κάνει περισσότερους Αμερικανούς να εξοικονομήσουν χρήματα για την συνταξιοδότησή τους, μέσω της αυτόματης εγγραφής τους στα συνταξιοδοτικά προγράμματα 401(k) [στμ: πρόκειται για ειδικά συνταξιοδοτικά προγράμματα που χρηματοδοτούνται από τους εργοδότες και που μειώνουν την φορολογική επιβάρυνση των εργοδοτών]. Οι άνθρωποι έχουν την τάση να διστάζουν, έτσι απαιτώντας από αυτούς να εγκαταλείψουν ένα πρόγραμμα, αντί να προσπαθήσουν να συμμετάσχουν, προσελκύει δεκάδες νέους πελάτες. Στις αμερικανικές εταιρείες που εισήγαγαν μηχανισμούς αυτόματης εγγραφής έχουν παρατηρηθεί μεγάλες αυξήσεις –που φτάνουν το 60%- στον μέσο όρο της συμμετοχής στα προγράμματα 401 (k).

Μια πιο πρόσφατη εφαρμογή των συμπεριφοριστικών οικονομικών επέτρεψε στους λιγότερο φερέγγυους ανθρώπους της κοινωνίας να δημιουργήσουν δικούς τους λογαριασμούς ταμιευτηρίου. Εκατομμύρια άνθρωποι στις ανεπτυγμένες οικονομίες στερούνται κάθε είδους οικονομικό μαξιλάρι. Μια έρευνα του 2012 από το Financial Industry Regulatory Authority ρώτησε τους Αμερικανούς αν θα ήταν σε θέση να βρουν 2.000 δολάρια αν προέκυπτε μια απρόβλεπτη ανάγκη ˑ σχεδόν το 40% είπε όχι ή μάλλον όχι. Σχεδόν τα δύο τρίτα δεν έχουν κονδύλια τριών μηνών για κάποια έκτακτη ανάγκη, τα οποία θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν αν αρρωστήσουν ή χάσουν την δουλειά τους. Κι ενώ η οικοδομική άνθηση είχε κάποτε συγκαλύψει αυτά τα προβλήματα –όσο οι τιμές εξακολουθούν να ανεβαίνουν, οι άνθρωποι που πιέζονται οικονομικά μπορούν να αναχρηματοδοτηθούν ή να πουλήσουν τα σπίτια τους- σήμερα, ο απλοί Αμερικανοί δεν έχουν άλλη επιλογή από το να αποταμιεύσουν περισσότερο.

Όταν τα χρήματα είναι περιορισμένα, φυσικά, η αποταμίευση δυσκολεύει. Για να γίνει χειρότερη η κατάσταση, οι νέες ρυθμίσεις αποθαρρύνουν τις συνήθεις τράπεζες από το να πλησιάσουν τα νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος με το να ανεβάζουν το όριο των κυρώσεων των πιστωτικών καρτών και τα τέλη υπερανάληψης που μπορούν να επιβάλλουν οι τράπεζες. Για άλλη μια φορά, οι παίκτες της καινοτόμου οικονομίας παρενέβησαν για να καλύψουν το κενό. Μερικοί, όπως το Doorways to Dreams (D2D) Fund, που έχει ως βάση του την Μασαχουσέτη, κατάφεραν να παρακινήσουν τους αποταμιευτές μέσω ενός απλού τεχνάσματος: Προσφέροντας τους βραβεία επειδή αποταμιεύουν χρήματα. Εξάλλου, οι άνθρωποι αγαπούν τις κληρώσεις, ενώ η προοπτική κάποιου βραβείου κάνει αμέσως την εξοικονόμηση να φαίνεται πιο ελκυστική.

Το 2009, το D2D Fund ξεκίνησε ένα πρόγραμμα αποταμίευσης που βασίζεται στην κλήρωση βραβείων στο Μίσιγκαν (ένα από τα λίγα μέρη που επιτρέπει την ιδιωτική λαχειοφόρο) που ονομάστηκε «Αποταμίευσε για να Κερδίσεις». Για κάθε 25 δολάρια σε καταθέσεις, οι αποταμιευτές κερδίζουν λαχνούς που τους δίνουν την ευκαιρία να διεκδικήσουν τριμηνιαία βραβεία που φτάνουν τα 5.000 δολάρια, καθώς και μικρότερες μηνιαίες ανταμοιβές. Στην Νεμπράσκα, την Βόρεια Καρολίνα και στην πολιτεία της Ουάσιγκτον, έχουν εισαχθεί από τότε εκδοχές του προγράμματος και το D2D ελπίζει να καταφέρει τελικά να αξιοποιήσει άμεσα τα συστήματα των πολιτειακών λαχειοφόρων για να προσεγγίσει περισσότερους ανθρώπους. Εν τω μεταξύ, στο Μίσιγκαν, η στρατηγική του βοήθησε τους πελάτες να ανοίξουν περισσότερους από 50.000 λογαριασμούς και να βάλουν στην άκρη πάνω από 94 εκατομμύρια δολάρια σε νέες αποταμιεύσεις -ένα μικρό ποσό για τα δεδομένα του χρηματοπιστωτικού κλάδου, αλλά ένα σημαντικό επίτευγμα για δεκάδες οικογένειες με χαμηλό εισόδημα.

Δεν είναι μόνο οι φτωχοί που έχουν πρόβλημα πρόσβασης σε πιστώσεις. Σε όλα τα επίπεδα, οι πιθανοί δανειολήπτες απορρίπτονται από τις τράπεζες ˑ άλλοι άνθρωποι αποθαρρύνονται από τα υψηλά επιτόκια των δανείων που προσφέρονται από τις τράπεζες. Μια λύση περιλαμβάνει τον peer-to-peer δανεισμό, ο οποίος επιτρέπει στους προμηθευτές και τους δέκτες της πίστωσης να συνδέονται απευθείας, αντί να βασίζονται στην διαμεσολάβηση κάποιας τράπεζας. Πρωτοπόρος αυτού του συστήματος είναι μια εταιρεία με την επωνυμία Lending Club που ξεκίνησε το 2007 κι έχει ως βάση το Σαν Φρανσίσκο ˑ πολλοί άλλοι ακολούθησαν το παράδειγμά της.

Το Lending Club προσκαλεί τους δανειολήπτες να εκφράσουν το ενδιαφέρον τους για κάποια δανειακή συμφωνία και στην συνέχεια επιτρέπει στους δανειστές να επιλέξουν οι ίδιοι τα άτομα που θα ήθελαν να χρηματοδοτήσουν. Και τα δύο μέρη λαμβάνουν μια καλύτερη συμφωνία από ό, τι θα έκαναν σε μια καθιερωμένη τράπεζα. Ο peer-to-peer δανεισμός δεν φέρει το μεγάλο κόστος της τεχνολογίας συστημάτων μεταφοράς πληροφοριών και των δικτύων [τραπεζικών] υποκαταστημάτων που επιβαρύνουν τις καθιερωμένες τράπεζες, γεγονός που του παρέχει την δυνατότητα να προσφέρει στους δανειολήπτες χαμηλότερα επιτόκια από εκείνα που θα μπορούσε να τους προσφέρει μια τράπεζα. Το μέσο επιτόκιο που κατέβαλαν για δάνεια οι οφειλέτες του Lending Club το 2013, για παράδειγμα, ήταν 14% -πολύ χαμηλότερο από τα συνήθη ποσοστά πιστωτικών καρτών. Επιτρέποντας ένα επιτόκιο υπερημερίας της τάξεως του 4% και με τα τέλη υπηρεσιών του Lending Club, οι αποδόσεις για τους επενδυτές ήταν 9% έως 10% -όχι κι άσχημα με δεδομένο το πόσο χαμηλά ήταν τα επιτόκια.

Οι πλατφόρμες peer-to-peer δανεισμού έχουν σχεδιαστεί για να αντιμετωπίσουν κάποια από τα ελαττώματα της επικρατούσας χρηματοδότησης. Μια εταιρεία όπως το Lending Club, είναι εγγενώς πιο ανθεκτική από ό, τι μια τράπεζα γιατί δεν έχει έναν ισολογισμό στον οποίο αναλαμβάνει χρέη προκειμένου να χρηματοδοτήσει τον δικό της δανεισμό. Εάν υπάρξουν αποτυχίες στα δανειακά βιβλία μιας τράπεζας, οι πιστωτές της θα εξακολουθήσουν να περιμένουν την αποπληρωμή τους. Όταν, όμως, κάποιος πελάτης δεν καταφέρει να αποπληρώσει δάνειο του Lending Club, το κόστος το καλύπτουν οι επενδυτές. Επιπλέον, το Lending Club κλειδώνει τα χρήματα των δανειστών για την διάρκεια του δανείου. Αφότου οι επενδυτές χρηματοδοτήσουν ένα τριετές καταναλωτικό δάνειο, για παράδειγμα, δεν μπορούν να απαιτήσουν την επιστροφή των χρημάτων τους έναν μήνα μετά όπως γίνεται με τους καταθέτες των τραπεζών. Ο οφειλέτης, ως εκ τούτου, δεν θα έρθει αντιμέτωπος με ένα ξαφνικό αίτημα καταβολής χρημάτων και τον αγώνα που απαιτείται για την συγκέντρωση του ποσού που κάτι τέτοιο συνεπάγεται.

Βεβαίως, οι αριθμοί που περιλαμβάνονται σε αυτόν τον νέο τομέα παραμένουν μικροί. Το Lending Club διευκόλυνε δάνεια συνολικού ύψους άνω των 7 δισεκατομμυρίων δολαρίων μέχρι το τέλος του 2014 -ποσό που ωχριά σε σύγκριση με το οφειλόμενο χρέος πιστωτικών καρτών ύψους περίπου 700 δισεκατομμυρίων δολαρίων που καταγράφηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες, την ίδια χρονιά. Παρ’ όλα αυτά, ο peer-to-peer δανεισμός κερδίζει μια ευρεία αξιοπιστία. Η αξία του Lending Club εκτιμήθηκε σε 5,4 δισεκατομμύρια δολάρια, όταν εισήχθη στο χρηματιστήριο το 2014, ενώ οι θεσμικοί επενδυτές τώρα αντιπροσωπεύουν περισσότερο από τα δύο τρίτα του όγκου των δανείων του. Μερικοί ασφαλιστές και κρατικά επενδυτικά ταμεία έχουν διανέμει μέχρι και 100 εκατομμύρια δολάρια.

Η επιτυχία αυτών των νέων πλατφορμών δανεισμού, βέβαια, δεν σημαίνει ότι οι καθιερωμένες τράπεζες πρόκειται να εξαφανιστούν. Οι τράπεζες μπορεί να καθυστερούν στον τομέα της καινοτομίας, αλλά μπορούν να κινητοποιήσουν τεράστια χρηματικά ποσά και λειτουργούν διασυνοριακά. Έχουν την δυνατότητα, επίσης, να προσφέρουν στους πελάτες τους πολλά μοναδικά πλεονεκτήματα, όπως η δυνατότητα να έχουν άμεση πρόσβαση στους λογαριασμούς τους, γεγονός που καθιστά δύσκολο τον εκτοπισμό τους.

Αλλά οι τράπεζες έχουν κάθε λόγο να ανησυχούν. Αφενός, οι ρυθμιστές τους πιέζουν να μειώσουν την μόχλευσή τους -οι δείκτες του χρέους τους προς τα ίδια κεφάλαια αποτελούν μια σκληρή εντολή για την χρηματοπιστωτική σταθερότητα- πράγμα που σημαίνει ότι οι τράπεζες πρέπει να βρουν άλλους τρόπους για να αυξήσουν τα έσοδα των επενδυτών τους. Για να επιτύχουν κάτι τέτοιο, θα μπορούσαν να δοκιμάσουν την περικοπή των εξόδων τους, αλλά είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι θα μπορούσαν να ηγηθούν ενός λιτότερου οργανισμού από εκείνον των πρωτοπόρων που τις ανταγωνίζονται. Οι τράπεζες θα μπορούσαν επίσης να αυξήσουν το κόστος των πιστώσεών τους, αλλά το μέτρο αυτό θα δημιουργούσε απλώς περισσότερες ευκαιρίες τις οποίες θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν οργανισμοί παρόμοιοι με το Lending Club.

Στο τέλος, οι δύο αυτές ομάδες πιθανότατα θα έρθουν πιο κοντά. Οι καινοτόμοι της οικονομίας θα ροκανίσουν σταδιακά τις δραστηριότητες των τραπεζών, ενώ οι τράπεζες θα εξελιχθούν αργά για να γίνουν πιο αποτελεσματικές. Μερικές πλατφόρμες peer-to-peer δανεισμού συνεργάζονται ήδη με καθιερωμένους δανειστές ˑ άλλες θα καταλήξουν να αγοραστούν από εκείνους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΠΟΙΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑ

Όποιος υπερασπίζεται την οικονομική βιομηχανία πρέπει να αναγνωρίσει και τις εγγενείς αδυναμίες της. Υπάρχει μια καταστροφική λογική στον τρόπο με τον οποίο τα ανήσυχα οικονομικά μυαλά καινοτομούν, πειραματίζονται και τυποποιούν. Ακόμη κι ένας τραπεζικός τομέας στελεχωμένος από αγίους θα είχε μια τάση προς την υπερβολή κι ο σύγχρονος οικονομικός τομέας μάλλον έχει έλλειψη από φωτοστέφανα. Οι λέξεις που φέρνουν αμέσως στο νου τον τομέα των χρηματοοικονομικών –«μπόνους», «απερισκεψία», «απληστία», «καθάρματα», «άπληστοι μπάσταρδοι»- είναι όλα μέρος αυτής της αφήγησης της βιομηχανίας.

Ο τραπεζικός κλάδος σίγουρα δεν έχει χάσει της καταστροφικές του τάσεις στον απόηχο της κρίσης. Πέρα από ένα ορισμένο επίπεδο και πέρα από ένα ορισμένο σημείο στην εξέλιξή τους, οι καλές ιδέες έχουν την τάση να είναι ανεξέλεγκτες. Αλλά η καταστολή της χρηματοοικονομικής καινοτομίας αποτελεί την λάθος απάντηση στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι δυτικές κοινωνίες. Αντ’ αυτού, οι ρυθμιστικές Αρχές και οι χρηματοδότες πρέπει να επιτύχουν μια λεπτή ισορροπία μεταξύ της εγρήγορσης στους κινδύνους που θα μπορούσαν να προκαλέσουν οικονομική ζημία και της ανοχής στην δημιουργικότητα που θα μπορούσε να αποφέρει πραγματικά οφέλη.

Ειδικότερα, δύο είναι τα προειδοποιητικά σημάδια που θα πρέπει να προκαλέσουν ανησυχία μεταξύ των ρυθμιστικών Αρχών. Το πρώτο είναι η ταχεία ανάπτυξη. Όταν ένα χρηματοοικονομικό προϊόν ή τεχνολογία πραγματικά απογειώνεται, η περιβάλλουσα υποδομή συχνά δεν καταφέρνει να συμβαδίσει. Αυτό το μοτίβο εκδηλώνεται με ποικίλους τρόπους, από την ικανότητα των traders υψηλών ταχυτήτων να ξεπερνούν τις χρηματιστηριακές συναλλαγές τις οποίες αναλαμβάνουν, μέχρι την αδιαφάνεια της αγοράς συμβάσεων αντιστάθμισης πιστωτικού κινδύνου της περιόδου πριν από την οικονομική κρίση. Κατά την διάρκεια περιόδων ταχείας ανάπτυξης, οι πωλητές των χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων πουλούσαν συχνά σε ιλιγγιώδεις ρυθμούς, ενώ οι υπηρεσίες υποστήριξης (back offices) αγωνίζονταν να συμβαδίσουν, κι η ταχεία ροή του χρήματος βασίζεται σε πρόχειρα κατασκευασμένα συστήματα ροών. Οι ρυθμιστικές Αρχές πρέπει να είναι επιφυλακτικές όσον αφορά την υπερθέρμανση της αγοράς αυτού του είδους και να επιδιώκουν να διασφαλίσουν πως η υποδομή της χρηματοοικονομικής συμβαδίζει με τους καινοτόμους της.

Η δεύτερη παγίδα είναι η υπόθεση της ασφάλειας. Οι πολιτικοί θα πρέπει να θυμούνται ότι η παραπλανητική άνεση του συνήθους, βοήθησε στην επιτάχυνση της κρίσης εξαρχής. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι εγχώριοι αγοραστές κι οι δανειστές παραπλανήθηκαν από την λανθασμένη αντίληψη ότι οι τιμές των ακινήτων δεν θα μπορούσαν να συντριβούν σε εθνικό επίπεδο και ότι οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας ΑΑΑ αντιπροσώπευαν χρυσή υπόσχεση φερεγγυότητας. Αυτές οι παρανοήσεις είναι δύσκολο να ξεριζωθούν ˑ εξάλλου, το Δυτικό χρηματοπιστωτικό σύστημα εξακολουθεί σε μεγάλο βαθμό να τείνει υπέρ της παροχής δήθεν ασφαλών στεγαστικών δανείων σε εύπορα νοικοκυριά. Η εισαγωγή υψηλότερων κεφαλαιακών απαιτήσεων, ακόμα και για εκείνα τα στοιχεία που φαίνεται να παρουσιάζουν χαμηλά επίπεδα κινδύνου θα μπορούσε να αποτελέσει μια απάντηση.

Παρ’ όλη την δύναμη επίλυσης προβλημάτων που έχει η χρηματοοικονομική, η ανάπτυξη κι η απληστία μπορούν να στρεβλώσουν κάθε καλή ιδέα. Όταν, όμως, χτυπήσει η επόμενη οικονομική κρίση, το έναυσμά της κατά πάσα πιθανότητα θα προέλθει από κάποια καθιερωμένη αγορά, όπως είναι εκείνη της ιδιοκτησίας, στην οποία παρασύρθηκαν για ακόμα μια φορά οι καθιερωμένοι επενδυτές και τα ιδρύματα μεγιστοποίησης κέρδους. Οι πραγματικοί καινοτόμοι της οικονομίας δεν θα είναι οι υπεύθυνοι. Εκείνοι θα αποτελέσουν τον λόγο για τον όποιο ο κόσμος θα πρέπει να εξετάζει την χρηματοοικονομική με καθαρή ματιά.

Copyright © 2002-2014 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: http://www.foreignaffairs.com/articles/143327/andrew-palmer/in-defense-o...

Σύνδεσμοι:
[1] http://www.amazon.com/Smart-Money-High-Stakes-Innovation-World
[2] https://twitter.com/palmerandrew

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στη διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στη διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr