Η ευτυχία φέρνει πλούτο | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η ευτυχία φέρνει πλούτο

Η σχέση ανάμεσα στην κατάθλιψη και την φτώχεια
Περίληψη: 

Η ψυχική υγεία δεν είναι πρόβλημα μόνο του αναπτυγμένου κόσμου. Στον αναπτυσσόμενο κόσμο, η κατάθλιψη είναι συχνά η αιτία και όχι το αποτέλεσμα της φτώχειας.

Η CATHERINE THOMAS είναι ειδική ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον και το Busara Center for Behavioral Economics στο Ναϊρόμπι της Κένυας. Έχει πτυχίο Ανθρωπολογίας από το Πανεπιστήμιο του Yale και μεταπτυχιακό στην Παγκόσμια Ψυχική Υγεία από το King’ s College του Λονδίνου και το London School of Hygiene & Tropical Medicine.
Ο JOHANNES HAUSHOFER είναι Επίκουρος Καθηγητής Ψυχολογίας και Δημοσίων Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο του Princeton.

Οι φτωχοί του κόσμου, είτε ζουν σε επικίνδυνες αστικές παραγκουπόλεις είτε στην απομακρυσμένη ύπαιθρο, έχουν συχνά απόλυτη ανάγκη από τροφή, καθαρό νερό και βασικά φάρμακα. Γι’ αυτό φαίνεται μάλλον άστοχο να υποστηρίξει κανείς ότι η ψυχική υγεία θα πρέπει να αποτελεί πρωταρχική και όχι δευτερεύουσα ανησυχία στις αναπτυσσόμενες χώρες. Στην πραγματικότητα, όμως, η ψυχική υγεία δεν αποτελεί πρόβλημα αποκλειστικά του αναπτυγμένου κόσμου: Διαταραχές όπως η κατάθλιψη είναι εκτεταμένες στις αναπτυσσόμενες χώρες. Η κατάθλιψη φυσικά επιφέρει μεγάλο ψυχολογικό κόστος, αλλά έχει και οικονομικό κόστος, γιατί μειώνει την ικανότητα των ατόμων να λειτουργούν στην καθημερινή τους ζωή. Κατά συνέπεια, η αντιμετώπιση της κατάθλιψης στις αναπτυσσόμενες χώρες έχει αποδειχθεί ότι ενισχύσει την οικονομική παραγωγικότητα, ιδίως μεταξύ εκείνων των ατόμων που βρίσκονται σε μειονεκτική θέση. Μια μελέτη που διεξήχθη στην Ουγκάντα, για παράδειγμα, διαπίστωσε ότι η διαπροσωπική ομαδική θεραπεία που απευθυνόταν σε γυναίκες με κατάθλιψη βελτίωσε την ικανότητά τους να αναλαμβάνουν οικονομικές δραστηριότητες, ενώ η θεραπεία στην Ινδία αύξησε τον αριθμό των παραγωγικών εργάσιμων ημερών για τους ασθενείς.

Η κατάθλιψη, την οποία ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας αποκαλεί [1] «κύρια αιτία ανικανότητας στον κόσμο», επηρεάζει 350 εκατομμύρια ανθρώπους, αλλά πλήττει περισσότερο τους φτωχούς. Μια μετα-ανάλυση 56 επιδημιολογικών μελετών από ερευνητές [2] στο Καθολικό Πανεπιστήμιο του Λουβέν στο Βέλγιο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι εκείνοι που έπεσαν στην χαμηλότερη κοινωνικοοικονομική ομάδα μέσα σε οποιονδήποτε δεδομένο πληθυσμό είχαν πολύ περισσότερες πιθανότητες να υποφέρουν από σοβαρή κατάθλιψη από ό,τι όσοι ήταν στην υψηλότερη ομάδα. Στις αναπτυσσόμενες χώρες, η κατάθλιψη και οι ψυχικές ασθένειες επιδεινώνονται από τις συγκρούσεις, την ακραία φτώχεια και άλλα δεινά. Για παράδειγμα, στην Ουγκάντα, μια χώρα με δυσανάλογα πλήγματα από κοινωνικές αναταραχές και επιδημίες του ιού HIV, τα ποσοστά κατάθλιψης [3] κυμαίνονται μεταξύ 21% και 25%. Σε παγκόσμιο επίπεδο, η κατάθλιψη επηρεάζει το 10% του πληθυσμού.

Δυστυχώς, η συντριπτική πλειοψηφία των ψυχικά ασθενών δεν λαμβάνουν κανενός είδους φροντίδα -πάνω από το 80% [4] αφήνεται χωρίς θεραπεία στις αναπτυσσόμενες χώρες. Υπάρχουν δυο προβλήματα, σε ό, τι αφορά την θεραπεία. Κατ’ αρχάς, η ψυχική ασθένεια εκδηλώνεται με διαφορετικό τρόπο σε όλους τους πολιτισμούς, πράγμα που σημαίνει ότι η αντιμετώπισή της απαιτεί διαφορετική μεθοδολογία στην Καμπάλα της Ουγκάντα, από ό, τι εφαρμόζεται, για παράδειγμα, στο Princeton του New Jersey. Το δεύτερο διαφαινόμενο ζήτημα είναι η εξαιρετικά μεγάλη έλλειψη επαγγελματιών ψυχικής υγείας στις αναπτυσσόμενες χώρες. Οι χώρες υψηλού εισοδήματος έχουν 10,5 ψυχίατρους [5] ανά 100.000 ανθρώπους ˑ ο αντίστοιχος μέσος όρος μεταξύ των χωρών με χαμηλό εισόδημα είναι 0,06 [6]. Η Ρουάντα, για παράδειγμα, έχει μόνο 6 ψυχιάτρους [7] σε ολόκληρη την χώρα (για έναν πληθυσμό περίπου 12 εκατομμυρίων) και η Γκάνα έχει μόνο 12 σε εθνικό επίπεδο [8] (για έναν πληθυσμό περίπου 26 εκατομμυρίων). Ακόμη λιγότεροι είναι οι ψυχίατροι που εργάζονται στον δημόσιο τομέα ή σε αγροτικές περιοχές.

Το καλό είναι ότι τα τελευταία χρόνια, οι ερευνητές ψυχικής υγείας σε όλο τον κόσμο έχουν αρχίσει να σχεδιάζουν πακέτα φροντίδας που θα αντιμετωπίσουν αυτές τις δύο προκλήσεις όσον αφορά την παροχή θεραπείας στις αναπτυσσόμενες χώρες: Την δημιουργία θεραπειών πολιτισμικά κατάλληλων και την λειτουργία σε περιβάλλοντα με λίγους πόρους.

Όπως ακριβώς οι γιατροί δημιουργούν ένα εξατομικευμένο πρόγραμμα θεραπείας για καθέναν από τους ασθενείς τους, έτσι κι οι ερευνητές ψυχικής υγείας προσαρμόζουν τώρα τα ελεγκτικά εργαλεία τους και τις θεραπείες που αποδείχθηκαν αποτελεσματικές μέσα από την έρευνα σε συγκεκριμένα πολιτισμικά πλαίσια και κοινωνικοοικονομικούς παράγοντες κινδύνου. Για παράδειγμα, ένα πρόγραμμα που ονομάζεται «Πάγκος Φιλίας» στην Ζιμπάμπουε αντιμετωπίζει την Kufungisisa, που σημαίνει «υπερβολική σκέψη» στην γλώσσα Σόνα, μια πάθηση η οποία στην Δύση θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μια μορφή κατάθλιψης. Μέσα από έξι συνεδρίες αυτής της θεραπείας, οι εργαζόμενοι στον τομέα της Υγείας βοήθησαν τους ασθενείς να βρουν λύσεις στα ψυχοκοινωνικά και οικονομικά τους προβλήματα, να αναπτύξουν δεξιότητες αντιμετώπισης, να μειώσουν το άγχος τους και να συμμετέχουν σε δραστηριότητες που θα τους βοηθήσουν στην αποθεραπεία.

Αυτοί που πάσχουν από Kufungisisa διαφέρουν από τους ασθενείς της Δύσης γιατί σπάνια παρουσιάζουν συναισθηματικά συμπτώματα, αλλά εμφανίζουν μάλλον σωματικά (όπως κόπωση και κεφαλαλγία) και συχνά αποδίδουν τα συμπτώματά τους σε μεταφυσικούς παράγοντες καθώς και στις κοινωνικές και οικονομικές πιέσεις. Τέτοιες πολιτιστικές έννοιες έχουν ενσωματωθεί σε ένα ερωτηματολόγιο συμπτωμάτων για τους ασθενείς στην Ζιμπάμπουε, με σκοπό να δοθεί η δυνατότητα στους επαγγελματίες Υγείας να ανιχνεύσουν με μεγαλύτερη ακρίβεια την κατάθλιψη σε κλινικούς χώρους. Για παράδειγμα, μεταξύ 2002 και 2003, μια ομάδα παρόχων υγειονομικής περίθαλψης και διακλαδικών ερευνητών από το Πανεπιστήμιο Κολούμπια και το Πανεπιστήμιο Johns Hopkins διεξήγαγε εκτενή εθνογραφική έρευνα στην Ουγκάντα για τους τρόπους εκδήλωσης καταθλιπτικών συμπτωμάτων. Προσπάθησαν να δομήσουν μια βάση για την προσαρμογή και την δοκιμή μεθόδων θεραπείας για την ψυχική υγεία που αποδείχθηκαν αποτελεσματικές μέσα από έρευνα, και διεξήγαγαν μια από τις πρώτες δοκιμές της θεραπείας αυτής σε αναπτυσσόμενη χώρα. Βρήκαν ότι τα καταθλιπτικά συμπτώματα περιγράφονται σε τοπικό επίπεδο ως y'okwetchawa και okwekubaziga, που ερμηνεύονται στην τοπική διάλεκτο Λουγκάντα ως «αυτο- απέχθεια» και «αυτο- λύπηση».