Η ιστορία του ελληνικού χρέους | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η ιστορία του ελληνικού χρέους

Κληρονομικά βάρη και νοοτροπίες

Ωστόσο, το άνοιγμα των αγορών έφερε μέσα στα επόμενα 14 χρόνια τον επταπλασιασμό του δημοσίου χρέους. Η παρεμβατική πολιτική Τρικούπη με τα τεράστια δημόσια έργα (οδικό δίκτυο, σιδηρόδρομοι, λιμάνια, αποξηραντικά έργα, Ισθμός Κορίνθου) εκτίναξε τον εξωτερικό αλλά και τον εσωτερικό δανεισμό, παρά την ραγδαία φορολογική επιβάρυνση των κατοίκων των πόλεων με έμμεσους φόρους. Το δάνειο των 60 εκατ. φράγκων του 1879, ακολούθησε νέο δάνειο 120 εκατ. φράγκων το 1881, και τρίτο 100 εκατ. φράγκων το 1884, και τέταρτο 135 εκατ. φράγκων το 1887 και ούτω καθ’εξής. (βλ. Κωστής 2006, 319). Συνολικά από το 1879 έως το 1893, η Ελλάδα δανείστηκε σχεδόν 640 εκατ. γαλλικά φράγκα ενώ κατέβαλε για τόκους, χρεολύσια και μεσιτικά περίπου 536! Μόνο το 6% των δανείων χρησιμοποιήθηκε για παραγωγικές επενδύσεις (Τσουλφίδης 2009, 193). Το πασίγνωστο «δυστυχώς επτωχεύσαμεν» ειπώθηκε όταν πλέον τα τοκοχρεολύσια έφτασαν να απορροφούν το 50% των δημοσίων εσόδων. Αυτή την φορά, εντούτοις, οι δανειστές μας αντέδρασαν πιο δημιουργικά. Δεν είχαμε ούτε αλλαγή βασιλέα, ούτε κανονιοφόρους στον Πειραιά, παρά μόνον το εθνικό δράμα της ήττας του 1897. Ο Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος επέβαλλε το 1898 στην Ελλάδα νομισματική και δημοσιονομική πειθαρχία που οδήγησε σε πτώση των τιμών και εκσυγχρονισμό του νομισματικού συστήματος, αφήνοντας στην ελληνική κυβέρνηση την ευχέρεια να αλλάξει μόνη της το φορολογικό σύστημα (Ψαλιδόπουλος 2010, 118).

Το ότι η φορολογική μεταρρύθμιση παρέμεινε ζητούμενο αποτελεί ένα μόνιμο πρόβλημα, ασφαλώς συγγενές με αυτό του δημόσιου χρέους. Αλλά ούτε καν ο εκσυγχρονισμός του χρηματοπιστωτικού συστήματος δεν επιτεύχθηκε άμεσα. Ιδιωτικές τράπεζες, όπως η Κωνσταντινουπόλεως του Συγγρού και του Σκουλούδη και η νεοσύστατη Τράπεζα Ηπειροθεσσαλίας του Συγγρού, συνέχιζαν να διαχειρίζονται κατ’ αποκλειστικότητα τις πληρωμές των τοκοχρεολυσίων της Ελλάδας προς τους δανειστές και να εισπράττουν προμήθεια επί των συναλλαγών (Δερτιλής 2006, 534). Για να υπάρξει κρατικός έλεγχος του τραπεζικού συστήματος χρειάστηκε να περιμένουμε άλλα τριάντα χρόνια.

Παρόντος του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου, η Ελλάδα έμεινε στις διεθνείς αγορές παρά την πτώχευση του 1893 και συνέχισε να δανείζεται μέχρι τους Βαλκανικούς Πολέμους επιπλέον 376 εκατ. γαλλικά φράγκα. Η πολεμική προσπάθεια και οι εξοπλισμοί εκτίναξαν το δημόσιο χρέος. Κατά την περίοδο 1893-1912 οι δαπάνες εξυπηρέτησης του χρέους και οι στρατιωτικές δαπάνες ξεπερνούσαν το 65% του κρατικού προϋπολογισμού (Κωστής 2006, 305). Τα δέκα χρόνια πολέμου που ακολούθησαν μέχρι το τραγικό 1922, οδήγησαν την δημοσιονομική κατάσταση της χώρας σε πλήρες αδιέξοδο. Η εθνική προσπάθεια έφερε το 1914 το μεγαλύτερο εξωτερικό δάνειο της (ως τότε) ελληνικής ιστορίας, 500 εκ. γαλλικών φράγκων, χάρη στις διεθνείς επαφές του Βενιζέλου αλλά και με την διαμεσολάβηση της ιδιωτικής Εθνικής Τράπεζας, δάνειο που λόγω του Παγκοσμίου Πολέμου δεν εκταμιεύτηκε πλήρως (Κωστής 2013, 567).

Μετά την λήξη του πολέμου, οι σύμμαχοι άνοιξαν μια πιστοληπτική γραμμή στην Ελλάδα συνολικού ύψους 850 εκ. δρχ. ως κάλυμμα για την νομισματική επέκταση που είχε ανάγκη. Νέες πιστώσεις 100 εκ. φράγκων ήρθαν να ανταμείψουν τη νέα συμμετοχή ελληνικού εκστρατευτικού σώματος στην Ουκρανία το 1919, άλλο αν δαπανήθηκαν στην Μικρασιατική Εκστρατεία. Η αλλαγή στάσης των Συμμάχων άφησε προσωρινά εκτός αγορών την Ελλάδα στην χρηματοδότηση της Εκστρατείας η οποία στηρίχτηκε αποκλειστικά στη συνεχή διόγκωση της νομισματικής κυκλοφορίας (από 159 εκατ. δρχ. το 1911 σε 4,7 δισ. το 1923). Ελλείψει εξωτερικού δανεισμού οδηγηθήκαμε το Μάρτιο του 1922 στο διαβόητο αναγκαστικό δάνειο του Πρωτοπαπαδάκη ύψους 1,6 δισ. με διχοτόμηση των κυκλοφορούντων τραπεζογραμματίων! Παράλληλα, αποφασίστηκε η γενναία υποτίμηση της δραχμής έναντι της αγγλικής λίρας (από 24 σε 166 δρχ.), εκτινάσσοντας τον πληθωρισμό.

Μέχρι το 1928, η Εθνική Τράπεζα επιτελούσε και τις λειτουργίες της κεντρικής τράπεζας: Εξέδιδε νόμισμα, δάνειζε το κράτος όταν χρειαζόταν να καλύψει τις πολλές έκτακτες ανάγκες του και, έναντι αυτών, συνέλεγε τις καταθέσεις των δημόσιων οργανισμών. Συχνότατα, όμως, το κράτος κατέφευγε στον εσωτερικό δανεισμό. Έτσι, το 1926 η δικτατορία Πάγκαλου ζήτησε και έλαβε καινούργιο δάνειο με νέα μείωση της αξίας της δραχμής κατά 33%. Στις αρχές του 1927, η «οικουμενική κυβέρνηση» Kαφαντάρη επεδίωξε την ισοσκέλιση του προϋπολογισμού και την σταθεροποίηση του εθνικού νομίσματος υιοθετώντας τον κανόνα συναλλάγματος-χρυσού, συνδέοντας την δραχμή με την λίρα στερλίνα, ώστε να προσελκύσει νέα κεφαλαία από το εξωτερικό. Η Κοινωνία των Εθνών απαίτησε τότε από την ελληνική κυβέρνηση ως όρο για νέο δανεισμό την ίδρυση Κεντρικής Τράπεζας και τον έλεγχο του δημόσιου χρέους (Τσουλφίδης 2009, 227).

Η ίδρυση της Τράπεζας της Ελλάδος το Μάιο του 1928, παρ’όλο που σαφώς εξυπηρετούσε τις εθνικές ανάγκες ελέγχου της τραπεζικής πίστης, επιβλήθηκε από τους δανειστές ως όρος ώστε να επανασυνδεθεί η Ελλάδα με τις διεθνείς κεφαλαιαγορές. Οι συνέπειες της κρίσης του 1929, αν και περιορισμένες, έφεραν πολλά προβλήματα στην εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους λόγω της κατάρρευσης του διεθνούς νομισματικού συστήματος. Τα βάρη του χρέους αντιπροσώπευαν 40,7% των δημοσίων δαπανών το 1929 (Κωστής 2013, 634). Ο Βενιζέλος αναζήτησε μάταια νέους δανειστές τους τρεις πρώτους μήνες του 1932, το χρέος διογκώνονταν λόγω της σύνδεσής του με τον κανόνα του χρυσού ώσπου την Πρωτομαγιά αναγκάστηκε να κηρύξει χρεοστάσιο. Το ελληνικό κράτος πτώχευσε επίσημα για τέταρτη φορά στα εκατό πρώτα χρόνια της ζωής του.