Η επιστροφή της νεκρής ζώνης | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η επιστροφή της νεκρής ζώνης

Η ευρωπαϊκή κρίση ασύλου και η ιστορική μνήμη

Από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, οι Δυτικοευρωπαίοι έχουν αναλάβει μια σύμφυτη σχέση μεταξύ της κινητικότητας και της ελευθερίας. Το 1989, τίποτα δεν συμβόλιζε την αποτυχημένη υπόσχεση του σοσιαλισμού τόσο βαθιά όσο τα συρματοπλέγματα και τα παρατηρητήρια που φυλάκιζαν πολίτες στα δικά τους κράτη. Όταν το Τείχος του Βερολίνου γκρεμίστηκε στις 9 Νοεμβρίου 1989, οι σχολιαστές επέμειναν ότι οι Ανατολικοβερολινέζοι δεν διέσχιζαν απλώς από την Ανατολή προς την Δύση, κινούνταν επίσης από την αιχμαλωσία στην ελευθερία. Καθώς τα πλήθη των ζαλισμένων Ανατολικογερμανών περιπλανήθηκαν στους δρόμους του Δυτικού Βερολίνου για πρώτη φορά σε 28 χρόνια, ο Tom Brokaw δήλωσε: «Απόψε στο Βερολίνο, είναι η Νύχτα της Ελευθερίας... Χιλιάδες Ανατολικοβερολινέζοι διασχίζουν [τα σύνορα] προς την ελευθερία όλη μέρα».

Η ενοποίηση της Γερμανίας και η διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ το 2004 και το 2007 υποτίθεται ότι θα παρουσίαζαν την υλοποίηση της βασικής αρχής της κινητικότητας ως ελευθερία, και αυτή την επικυρωμένη ελευθερία μετακίνησης ως «ανθρώπινο δικαίωμα».

Στην πραγματικότητα, όμως, τα τελευταία 25 χρόνια ήταν μια εξαίρεση στην ευρωπαϊκή ιστορία. Η πολυδιαφημισμένη ελευθερία της κυκλοφορίας εντός της ζώνης Σένγκεν στην Ευρώπη πάντα εξαρτάτο από τα αμυντικά φράγματα που περιβάλλουν τα άκρα της Ευρώπης. Ακόμη και κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, οι Δυτικές χώρες (συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών) ήταν συνήθως ευχαριστημένες να διατηρούν το δικαίωμα στο άσυλο εφ' όσον μόνο λίγοι άνθρωποι θα μπορούσαν πραγματικά να κάνουν αίτηση γι' αυτό. Μόλις οι πρόσφυγες άρχισαν όντως να φθάνουν, οι Δυτικές κυβερνήσεις και η κοινή γνώμη συχνά στράφηκαν εναντίον των νεοεισερχόμενων, αμφισβητώντας αν ήταν «καλή τη πίστει» πρόσφυγες ή απλώς ευκαιριακοί «οικονομικοί μετανάστες».

Η ιστορία της ανατολικοευρωπαϊκής αμφιθυμίας προς τους πρόσφυγες γεννήθηκε την ίδια στιγμή που η περιοχή πρωτοάρχισε να παράγει πρόσφυγες μαζικά. Η πρώτη μεγάλη κρίση προσφύγων στην Ανατολική Ευρώπη ξεκίνησε με τους βαλκανικούς πολέμους του 1912-13, αλλά έφτασε σε αστρονομικές αναλογίες με την κατάρρευση της Αυστρίας, της Ρωσίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το 1917-18, που από κοινού δημιούργησαν πάνω από τρία εκατομμύρια πρόσφυγες. Η διάλυση των μεγάλων εδαφικών αυτοκρατοριών της Ευρώπης έστησε το σκηνικό για τις επόμενες προσφυγικές κρίσεις του 20ου αιώνα, δεδομένου ότι τα νέα έθνη-κράτη της Ανατολικής Ευρώπης ιδρύθηκαν στην μυθοπλασία ότι η εθνική ομοιογένεια ήταν η απαραίτητη προϋπόθεση για ένα σύγχρονο, δημοκρατικό κράτος. Νέοι περιορισμοί για την κινητικότητα στην Δυτική Ευρώπη (με εξαίρεση την Γαλλία) και την Βόρεια Αμερική μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο επιδείνωσαν την κατάσταση. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες είχαν απορροφήσει αρκετά εκατομμύρια μετανάστες από την Ανατολική και Νότια Ευρώπη στις δεκαετίες πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, έκλεισαν αποτελεσματικά τις πύλες τους στην μετανάστευση από τις περιοχές αυτές μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Με τα λόγια της Arendt, αυτό που ήταν «άνευ προηγουμένου» για τους πρόσφυγες μετά το 1918 ήταν «όχι η απώλεια μιας πατρίδας, αλλά η αδυναμία να βρουν μια νέα» [1].

Τέτοιες δυσκολίες συνεχίστηκαν τις επόμενες δεκαετίες. Το 1956, για παράδειγμα, 180.000 Ούγγροι πρόσφυγες κατέβηκαν στην Αυστρία στον απόηχο της αποτυχημένης εξέγερσης των Ούγγρων εναντίον της Σοβιετικής Ουγγρικής Λαϊκής Δημοκρατίας. Αρχικά, οι Αυστριακοί είχαν την τάση να υποδεχθούν τους πρόσφυγες με ανοιχτές αγκάλες. Καθώς ο χρόνος περνούσε, όμως, και μεγαλύτεροι αριθμοί παρέμεναν σε στρατόπεδα και τακτοποιήθηκαν στην ζωή στις αυστριακές πόλεις, οι Ούγγροι πρόσφυγες από τον κομμουνισμό φορτώθηκαν με αρνητικά στερεότυπα. Συγκεκριμένα κατηγορήθηκαν ότι είναι τεμπέληδες τζαμπατζήδες [5] και οικονομικοί οπορτουνιστές, οι οποίοι υπερέβησαν το καλωσόρισμα που τους έγινε και έκαναν κατάχρηση της γενναιοδωρίας των οικοδεσποτών τους.

Παρά το γεγονός ότι η αυστριακή κυβέρνηση δεν απέλασε ενεργά Ούγγρους, Αυστριακοί διπλωμάτες και αξιωματούχοι της κυβέρνησης κατέστησαν από την αρχή σαφές ότι η φιλοξενία τους είχε μια ημερομηνία λήξης. Οι Ούγγροι εξόριστοι ενθαρρύνθηκαν να προχωρήσουν σε άλλες χώρες για μόνιμη επανεγκατάσταση. Σε μια ομιλία του το 1957, ο υπουργός Εσωτερικών Oskar Helmer διακήρυξε ότι «Δεν είναι πλέον αποδεκτό ότι, λόγω της γεωγραφικής της θέσης, η Αυστρία είναι καταδικασμένη να φέρει το μεγαλύτερο βάρος του προβλήματος των προσφύγων».

Στον απόηχο της ουγγρικής κρίσης, ο αριθμός των ατόμων που κατέφευγαν από τα σύνορα της Γιουγκοσλαβίας στην Αυστρία πολλαπλασιαζόταν επίσης, όπως και ο αριθμός των προσφύγων των οποίων οι αιτήσεις για χορήγηση ασύλου απορρίπτετο. Το 1957, εκδόθηκαν διαταγές απέλασης περίπου για το ένα τέταρτο των Γιουγκοσλάβων που αιτούνταν άσυλο. Οι λόγοι για την απόρριψη ήταν συχνά αυθαίρετοι και αντιφατικοί. Ένας Γιουγκοσλάβος πρόσφυγας γύρισε πίσω με το επιχείρημα ότι «αν φύγουν όλοι οι αντι-κομμουνιστές, ποιος θα μείνει πίσω στην χώρα για να πολεμήσει τους κομμουνιστές;».

29092015-3.jpg

Μια οικογένεια μεταναστών περιμένει να επιβιβαστεί σε λεωφορεία σε ένα χωράφι κοντά στο χωριό Babska, στην Κροατία, την 23η Σεπτεμβρίου 2015. MARKO DJURICA / REUTERS
--------------------