Από τον Κάλβιν στο χαλιφάτο | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Από τον Κάλβιν στο χαλιφάτο

Τι μας λένε οι θρησκευτικοί πόλεμοι της Ευρώπης για την σύγχρονη Μέση Ανατολή

Ένα διαφορετικό είδος ιδεολογικής υποτίμησης έλαβε χώρα σε μια πιο πρόσφατη εποχή: Κατά την διάρκεια του παγκόσμιου ανταγωνισμού μεταξύ του φιλελευθερισμού και του κομμουνισμού κατά τον 20ο αιώνα. Στην δεκαετία του 1930, οι ωδίνες της Μεγάλης Ύφεσης έπεισαν πολλούς κορυφαίους Δυτικούς διανοούμενους ότι η φιλελεύθερη δημοκρατία ήταν μια ιδέα της οποίας είχε περάσει η εποχή. Για μια στιγμή, τα κεντρικής διακυβέρνησης, καταναγκαστικά κράτη φάνηκαν να είναι καλύτερα εξοπλισμένα για να αντιμετωπίσουν τις νέες οικονομικές και κοινωνικές προκλήσεις, με αποτέλεσμα μερικοί στοχαστές να πεισθούν από τον κομμουνισμό. Λίγοι, επισκέφθηκαν και θαύμασαν ανοιχτά την Σοβιετική Ένωση, όπου, υπό τον Ιωσήφ Στάλιν, η εκβιομηχάνιση προχώρησε με γοργούς ρυθμούς και οι εργαζόμενοι δεν απεργούσαν ποτέ. Το συναίσθημα αποτυπώθηκε από τον Αμερικανό δημοσιογράφο Lincoln Steffens: «Έχω πάει στο μέλλον, και λειτουργεί». Στο τέλος, βέβαια, η φιλελεύθερη δημοκρατία ανέκαμψε και κέρδισε.

Το θέμα δεν είναι ότι ο Ισλαμισμός θα κερδίσει οπωσδήποτε στην Μέση Ανατολή, αλλά ότι οι έξυπνοι άνθρωποι μπορούν να υποτιμούν την βιωσιμότητα των εναλλακτικών πολιτικών συστημάτων, μερικές φορές με οδυνηρά αποτελέσματα. Πράγματι, ένα μυστικό της μακροζωίας του πολιτικού Ισλάμ είναι ότι οι ξένοι έχουν υποτιμήσει το σύστημα σε όλο του το εύρος. Η ιστορία δείχνει, επίσης, ότι η ζωή μιας ιδεολογίας μπορεί να επεκταθεί όταν αυτή η ιδεολογία έχει κράτη ως χορηγούς, όπως έκανε η φιλελεύθερη δημοκρατία στην δεκαετία του 1930 και όπως κάνει ο Ισλαμισμός σήμερα. Μακράν του να είναι προς το τέλος του, το πολιτικό Ισλάμ μπορεί κάλλιστα να ανανεώνεται.

ΕΙΣ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ;

Το πολιτικό Ισλάμ, όπως και πολλές αντικρουόμενες παλαιές ιδεολογίες, δεν είναι μονολιθικό. Παρά το γεγονός ότι οι Ισλαμιστές μοιράζονται μια γενική αφοσίωση στην σαρία, έχουν πολλές διαφορές: Σουνίτες και Σιίτες˙ εξτρεμιστές και μετριοπαθείς˙ εθνικιστές, διεθνιστές, και ακόμη και ιμπεριαλιστές. Αυτό το είδος της ποικιλίας έχει οδηγήσει σε μια συζήτηση στην Δύση σχετικά με το αν οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους θα πρέπει να φιλοξενούν τον μετριοπαθή, ρεαλιστικό Ισλαμισμό σε χώρους όπου ανταγωνίζεται με πιο ριζοσπαστικά κινήματα. Αυτοί που λένε όχι, γενικά απεικονίζουν τον Ισλαμισμό ως ένα ενιαίο κίνημα ενωμένο από το μίσος του κατά της Δύσης. Εκείνοι που λένε ναι, απεικονίζουν τον Ισλαμισμό ως εσωτερικά διχασμένο.

Αυτή η συζήτηση δεν είναι κάτι νέο, και οι αντίπαλοι μιας ιδεολογίας συχνά προσπαθούν να εκμεταλλευτούν τα ιδεολογικά ρήγματα για να γυρίσουν την σύγκρουση υπέρ τους. Σε όλη την ιστορία της Δύσης, οι εξωτερικές δυνάμεις έχουν περιοδικά προσπαθήσει να χρησιμοποιήσουν τέτοιες τακτικές του «διαίρει και βασίλευε», αν και είχαν ανάμεικτα αποτελέσματα˙ κατά καιρούς, οι προσπάθειές τους αποτύγχαναν. Δείτε τους Θρησκευτικούς Πολέμους και πάλι. Η παρατεταμένη σύγκρουση οδήγησε στην διάσπαση των κυρίαρχων ιδεολογιών στην Ευρώπη, και μερικές από τις προκύπτουσες μεταλλάξεις επέζησαν για να ανταγωνιστούν με τις πρωτότυπες. Ο Προτεσταντισμός ξεκίνησε ως Λουθηρανισμός αλλά γρήγορα εξελίχθηκε σε Ζβιγκλιανισμό στην Ελβετία και Αναβαπτισμό στην Γερμανία, πριν βλαστήσει μια καλβινιστική έκδοση στην Γαλλία και μια αγγλικανική στην Αγγλία. Οι Καλβινιστές και οι Λουθηρανοί συχνά ανταγωνίζονταν για επιρροή και θα μπορούσε να είναι χειρότεροι εχθροί μεταξύ τους από όσο ήταν κάθε μια ομάδα απέναντι στους Καθολικούς. Η Καθολική δυναστεία των Αψβούργων που κυβέρνησε την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία εργάστηκε ακούραστα για να αναπτυχθούν αυτές οι διαιρέσεις. Στο τέλος, όμως, αυτή η στρατηγική απέτυχε είτε να αποδυναμώσει τους Καλβινιστές είτε να τους αποτρέψει από την διαμόρφωση ενός ενιαίου μετώπου με τους Λουθηρανούς στον Τριακονταετή Πόλεμο.

Το τέχνασμα για τους απ’ έξω, ως εκ τούτου, είναι να εξακριβωθεί αν κάποιοι ιδεολόγοι έχουν προδιάθεση εναντίον του ριζοσπαστισμού και να γνωρίζουν το πώς να τους ενισχύσουν. Είναι δυνατόν να γίνει αυτό με επιτυχία. Στην μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο προσπάθεια να περιοριστεί η επιρροή της Σοβιετικής Ένωσης στην Ευρώπη, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Χάρι Τρούμαν έδειξε μεγάλη επιδεξιότητα στον προσδιορισμό εκείνων των Δυτικών ευρωπαϊκών αριστερών κομμάτων που θα μπορούσαν να γίνουν σύμμαχοι των ΗΠΑ. Ο ίδιος διαπίστωσε, ορθώς, ότι οι κομμουνιστές και οι σοσιαλιστές της Ιταλίας ήταν μονολιθικοί: Ήταν ενωμένοι στην υποστήριξη της Σοβιετικής Ένωσης και αντίθετοι στο υποστηριζόμενο από τις ΗΠΑ Σχέδιο Μάρσαλ. Οπότε ο Τρούμαν στήριξε τους Χριστιανοδημοκράτες, βοηθώντας τους να κερδίσουν μια κρίσιμη εκλογική αναμέτρηση το 1948. Στην Γαλλία, ωστόσο, ο Τρούμαν αναγνώρισε ότι οι Σοσιαλιστές αντιτίθεντο στον κομμουνισμό και συνήψε μια συμφωνία μαζί τους, επιτρέποντας στην Γαλλία να γίνει ένας κακότροπος, αλλά πραγματικός εταίρος των ΗΠΑ.