Οι ορθολογικές επιλογές του Πούτιν | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Οι ορθολογικές επιλογές του Πούτιν

Υπάρχουν περισσότερα στην στρατηγική του εκτός από την Δυτική αδυναμία
Περίληψη: 

Είτε μας αρέσει είτε όχι, η άρχουσα ελίτ της Ρωσίας θεωρεί την Ουκρανία μέρος της νόμιμης, ιστορικής σφαίρας επιρροής της χώρας τους. Η ίδια λογική μπορεί να εφαρμοστεί στην Συρία. Η Ρωσία χρησιμοποίησε στρατιωτική δύναμη στην Συρία επειδή πίστευε ότι υπήρχαν σημαντικά συμφέροντα που διακυβεύονται.

Ο RAJAN MENON είναι καθηγητής Πολιτικών Επιστημών και κατέχει την έδρα Anne and Bernard Spitzer στο City University of New York.

Η απόφαση του Ρώσου προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν τον Σεπτέμβριο του 2015 να αναπτύξει στρατιωτικές δυνάμεις στα πεδία μαχών της Συρίας [1] εξέπληξε ακόμα και τους πιο οξύνοες ειδικούς της εξωτερικής πολιτικής. Ωστόσο, ο Πούτιν έχει την τάση να κάνει το απροσδόκητο, ειδικά τον τελευταίο καιρό. Η προσάρτηση της Κριμαίας [1] και η υποστήριξη στα δύο αποσχισθέντα κρατίδια στην περιοχή της ανατολικής Donbass της Ουκρανίας [2] είναι χαρακτηριστικές περιπτώσεις.

Το καλοκαίρι του 2014, οι αυτοαποκαλούμενες δημοκρατίες κατευθύνονταν προς την ήττα. Ο ουκρανικός στρατός και ένα κοπάδι ιδιωτικών πολιτοφυλακών υπό την ηγεσία πολεμάρχων είχαν προχωρήσει στα εδάφη που ελέγχονται από τους αντάρτες, και φαινόταν σαν οι αντάρτες να μην είναι σε θέση να αντέξουν για πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Για να τους σώσει, ο Πούτιν παρείχε τα όπλα και το προσωπικό για μια αντεπίθεση και για να βοηθήσει να ανοίξει ένα νέο μέτωπο στη νότια ακτή της Ουκρανίας κοντά στο Νοβοαζόβσκ. Ο ελιγμός σχεδιάστηκε για να διασπάσει τις ουκρανικές δυνάμεις.

Η ρωσική επέμβαση όντως πίεσε το μέτωπο της Donbass προς τα δυτικά. Ο Πούτιν σταμάτησε τελικά την υποστηριζόμενη από την Ρωσία επίθεση -αλλά όχι πριν από την ήττα των ουκρανικών δυνάμεων στο Ντεμπαλτσέβε [3], τον Φεβρουάριο του 2015. Παγιδευμένα σε έναν θύλακα και δεχόμενα πυρά των ανταρτών από όλες τις κατευθύνσεις εκτός από μια, τα ουκρανικά στρατεύματα υποχώρησαν ταπεινωμένα.

Η κλιμάκωση του Πούτιν ακύρωσε σε μεγάλο βαθμό τα προηγούμενα κέρδη της Ουκρανίας και έστειλε ένα μήνυμα για την αποφασιστικότητα της Μόσχας. Σήμερα, οι εκατέρωθεν βομβαρδισμοί κατά μήκος του νέου μετώπου συνεχίζονται, και το προκύπτον αδιέξοδο δίνει μόχλευση στον Πούτιν.

Από την Ουκρανία [4], ο Πούτιν πήγε στην Συρία [5]. Οι επικριτές -για παράδειγμα, ο Γκάρι Κασπάροφ [6], ένας πρώην ηγέτης της αντιπολίτευσης της Ρωσίας και Μεγάλος Μάγιστρος στο σκάκι καθώς και Δυτικός σχολιαστής [7]- έχουν αφήσει να εννοηθεί ότι ήταν η ανευθυνότητα του Αμερικανού προέδρου Μπαράκ Ομπάμα στην Ουκρανία που ενθάρρυνε την παρέμβαση της Ρωσίας. Στο κάτω-κάτω, έχοντας καταφέρει την αρπαγή γης στην Κριμαία και τον πόλεμο στην Donbass χωρίς να προκαλέσει μια αμερικανική στρατιωτική απάντηση, ο Ρώσος πρόεδρος ίσως να συμπέρανε ότι θα μπορούσε να κάνει κάτι εξίσου τολμηρό στην Συρία και να ξεφύγει από τις επιπτώσεις. Είναι αδύνατο να γνωρίζουμε αν η κατηγορία αυτή είναι έγκυρη, λόγω της έλλειψης αδιάσειστων στοιχείων για την σκέψη του Πούτιν πριν από την παρέμβασή του στη Συρία.

Ωστόσο, η σύνδεση της Ουκρανίας με την Συρία έχει ρίξει φως σχετικά με την κοσμοθεωρία του Πούτιν –και εκείνην των γύρω του.

Είτε μας αρέσει είτε όχι, η άρχουσα ελίτ της Ρωσίας θεωρεί την Ουκρανία μέρος της νόμιμης, ιστορικής σφαίρας επιρροής της χώρας τους. Ίσως να είναι παρήγορο να πιστεύουμε ότι η ιδιοκτησιακή στάση αντανακλά μόνο την προσωπική εμμονή του Πούτιν με την εξουσία και το κύρος και ότι, αν ο Πούτιν εξασθενίσει κατά κάποιο τρόπο, οι ιδέες θα διαλυθούν. Αλλά αυτή η αισιόδοξη εκτίμηση δεν αντέχει. Ήταν ο νυν Ρώσος πρωθυπουργός, Ντμίτρι Μεντβέντεφ, θεωρούμενος από κάποιους ως ένας πιθανός μεταρρυθμιστής και υποστηρικτής της βελτίωσης των σχέσεων με την Δύση [8], ο οποίος διακήρυξε κατά την διάρκεια του προεδρικού μεσοδιαστήματός του (και στον απόηχο του πολέμου Ρωσίας-Γεωργίας το 2008), ότι οι χώρες κοντά στην Ρωσία ανήκουν στην ζώνη του «προνομιακού ενδιαφέροντός» της.

03032016-1.jpg

Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν και ο πρωθυπουργός Ντμίτρι Μεντβέντεφ παρίστανται σε κατάθεση στεφάνων για τον εορτασμό της Ημέρας του Υπερασπιστή της Πατρίδας στο Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη στα τείχη του Κρεμλίνου, στο κέντρο της Μόσχας, στις 23 Φεβρουαρίου 2016. SERGEI KARPUKHIN / REUTERS
----------------------------------

Πολύ πριν τον Πούτιν και τον Μεντβέντεφ, ήταν η κυβέρνηση του Μπόρις Γέλτσιν, ηγέτη που τώρα θεωρείται ως δημοκράτης από ορισμένους αποθαρρυμένους Δυτικούς παρατηρητές της Ρωσίας, που μεθούσε την προς ανατολάς επέκταση του ΝΑΤΟ. Ο Αντρέι Κοζίρεφ, πρώτος υπουργός Εξωτερικών του Γέλτσιν, ο οποίος κατείχε την θέση μέχρι το 1996, χαιρετίστηκε για τις δηλώσεις του σχετικά με το ότι η Ρωσία επιδιώκει «να συμμετάσχει στην δημοκρατική κοινότητα των εθνών με οικονομίες της αγοράς». Αλλά ήταν ο ίδιος ο Kozyrev ο οποίος προειδοποίησε ήδη από το 1992 ότι η διεύρυνση του ΝΑΤΟ [9] θα διαιρέσει την Ευρώπη και θα ενισχύσει τους Ρώσους σκληροπυρηνικούς. (Απεδείχθη προφητικός). Υπό τον διάδοχο του Kozyrev, τον πανούργο Yevgeny Primakov, η κριτική της Ρωσίας στο ΝΑΤΟ εντάθηκε. Και ο ίδιος ο Γιέλτσιν καταφέρθηκε εναντίον της εκστρατείας βομβαρδισμών της Ατλαντικής συμμαχίας στο Κοσσυφοπέδιο και την Σερβία το 1999.

Με άλλα λόγια, δεν είναι μόνο ο Πούτιν ο οποίος πιστεύει ότι οι μεγάλες δυνάμεις δικαιούνται να έχουν σφαίρες επιρροής και ότι η Ρωσία είναι σε κίνδυνο. Κορυφαίοι Ρώσοι ηγέτες είχαν αυτήν την άποψη πολύ πριν πάρει [ο Πούτιν] τα ηνία, όπως ακριβώς έκαναν οι τσαρικοί και σοβιετικοί πρόγονοί τους˙ και κορυφαίοι Ρώσοι ηγέτες θα το πιστεύουν για καιρό αφότου φύγει. Ούτε αυτή η άποψη προσιδιάζει [μόνο] στην Ρωσία, όπως αποκαλύπτει ακόμη και μια βιαστική ματιά στην αμερικανική, την βρετανική, την γαλλική, την γερμανική ή την κινεζική ιστορία.

Έρευνες κοινής γνώμης -όχι μόνο εκείνες που διεξάγονται από ρωσικές κρατικές εταιρείες δημοσκοπήσεων- δείχνουν ότι η περιφρόνηση του Πούτιν για την Δύση και η υπεράσπιση των ρωσικών συμφερόντων εξωτερικής πολιτικής έχουν επίσης σημαντική επιρροή στην ρωσική κοινωνία στο σύνολό της [10], όχι μόνο εντός της ηγεσίας.