Μεταξύ Άγκυρας και Rojava | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Μεταξύ Άγκυρας και Rojava

Καθόλου ήσυχα στο κουρδικό μέτωπο

Οι Τούρκοι, που ήταν πολύ κοντά [στο Ιράκ] καθώς ένας πρόεδρος των ΗΠΑ εισέβαλε στο Ιράκ για τους πιο αδύναμους λόγους, ήταν τώρα βαθύτατα απογοητευμένοι που ένας άλλος πρόεδρος των ΗΠΑ, ο οποίος τουλάχιστον είχε την ηθική δικαιολογία για να ανατρέψει το συριακό καθεστώς, αρνήθηκε να δράσει. Αφέθηκαν να αντιμετωπίσουν την ειρωνεία της κατάστασής τους: Η δράση της Ουάσιγκτον στο Ιράκ και η αδράνειά της στην Συρία αμφότερες απείλησαν την τουρκική εθνική ασφάλεια. Όταν η ιρακινή και η συριακή διαμάχη μπλέχτηκαν το καλοκαίρι του 2014, με την μορφή της προέλασης του ηγέτη του Ισλαμικού Κράτους (ISIS) [8] Αμπού Μπακρ αλ-Μπαγκντάντι στην Μοσούλη, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Τουρκία βρέθηκαν να επιδιώκουν διαφορετικούς στόχους και συμφέροντα.

Για τους Τούρκους, η αμερικανική στρατηγική να «υποβαθμίσουν και να κατανικήσουν» το ISIS ήταν ανόητη, διότι δεν στόχευε το συριακό καθεστώς, το οποίο, για την Άγκυρα, είναι η ρίζα του προβλήματος. Ο Ερντογάν αρνήθηκε επίσης να συμμετάσχει στον αντι-ISIS συνασπισμό του Ομπάμα, επειδή φοβόταν ότι η οργάνωση θα προβεί σε αντίποινα, και αν το έκανε θα χυνόταν αθώο τουρκικό αίμα. Το πιο σημαντικό ήταν πως η αντίληψη της Τουρκίας για την απειλή εξελίχθηκε καθώς η εξέγερση της Συρίας έγινε ένας εμφύλιος πόλεμος, μια σύγκρουση μεταξύ περιφερειακών πληρεξουσίων, το θέατρο της αναμέτρησης μια μεγάλης δύναμης, και μια ζώνη απρόσκοπτου εξτρεμισμού. Η βία όλων αυτών των συγκρουόμενων μαχών διέλυσε την Συρία πέρα από κάθε αναγνώριση. Οι Τούρκοι κατάλαβαν ότι καθώς η Συρία κατακερματιζόταν, οι Κούρδοι της χώρας θα προσπαθούσαν να χαράξουν μια ανεξάρτητη οντότητα σε ένα τμήμα του εδάφους που εφάπτεται στο κυρίως Κουρδικό νοτιοανατολικό τμήμα της Τουρκίας. Η ανάδυση του δυτικού Κουρδιστάν ή «Rojava», είναι μια εξέλιξη που οι Τούρκοι ηγέτες επιμένουν ότι η Άγκυρα δεν μπορεί να ανεχθεί.

Ο ΕΧΘΡΟΣ ΣΟΥ, ΦΙΛΟΣ ΜΟΥ

Η πάλη μεταξύ του τουρκικού και του κουρδικού εθνικισμού είναι και ήταν πάντα το κεντρικό δράμα της πολιτικής της Τουρκίας. Όταν ο Ερντογάν και το κόμμα του της Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης ήρθαν στην εξουσία το 2002, προσπάθησαν να μετριάσουν αυτήν την σύγκρουση μη δίνοντας έμφαση στον «τουρκισμό» ως δείκτη ταυτότητας, τονίζοντας αντ’ αυτού το Ισλάμ, το οποίο μοιράζεται η συντριπτική πλειοψηφία των Τούρκων πολιτών˙ αλλά και μέσω μεγαλύτερων επενδύσεων στα κυρίως κουρδικά νοτιοανατολικά˙ και μέσω διαπραγματεύσεων με το Κουρδικό Εργατικό Κόμμα [9] (ΡΚΚ) για τον τερματισμό της βίαιης σύγκρουσης που η οργάνωση είχε εξαπολύσει εναντίον της Τουρκίας από το 1984. Κάθε μια από αυτές τις προσπάθειες απέτυχε, εξουδετερωμένη από την πολιτική του ασυμβίβαστου εθνικισμού και στις δύο πλευρές.

Και όταν τα τουρκικά τανκς στάθηκαν ως σιωπηλοί φρουροί σε μια μπλόφα με θέα την συριακή κουρδική πόλη του Κομπάνι [10] κατά την διάρκεια του καλοκαιριού και του φθινοπώρου του 2014 καθώς το ISIS πολιορκούσε την περιοχή, οι Κούρδοι της Τουρκίας εξοργίστηκαν. Εκείνη την στιγμή τα συμφέροντα του Ερντογάν συνέπιπταν με αυτά του Μπαγκντάντι. Η καταστροφή των Κούρδων της Συρίας θα απέκλειε την πιθανότητα ότι η Rojava θα γινόταν μια πραγματικότητα, προστατεύοντας την εθνικιστική πλευρά [των ψηφοφόρων] του Τούρκου ηγέτη, καθώς ο ίδιος έβλεπε προς τις βουλευτικές εκλογές. Τότε υπήρξε η εντατικοποίηση της βίας μεταξύ του τουρκικού κράτους και του PKK. Οι διαπραγματεύσεις είχαν επιδεινωθεί για κάποιο χρονικό διάστημα οδηγώντας πιθανότατα σε επάνοδο της βίας, αν και η γενεσιουργός αιτία για το ξέσπασμα των μαχών που ξεκίνησαν στα μέσα της δεκαετίας του 2015 ήταν η δολοφονία δύο Τούρκων αξιωματικών της αστυνομίας, καθώς κοιμούνταν στο Ceylanpinar, κοντά στα συριακά σύνορα. Δεν είχε σημασία, όμως, δεδομένου ότι ο Ερντογάν ήταν σε θέση να αξιοποιήσει τον νέο γύρο βίας για δικό του πολιτικό όφελος στις προαναφερθείσες εκλογές.

16032016-2.jpg

Μια μικρή Σύρια περπατά καθώς περιμένει να περάσει στην Συρία από το συνοριακό πέρασμα Oncupinar στη νοτιοανατολική πόλη Κιλίς, στην Τουρκία, στις 11 Φεβρουαρίου 2016. OSMAN ORSAL / REUTERS
-------------------------------

Ένας λογικός αναγνώστης μπορεί να αναρωτηθεί, τι έχει να κάνει με τις Ηνωμένες Πολιτείες αυτή η περίπλοκη κατάσταση; Σχεδόν τα πάντα. Όταν η Τουρκία σηματοδότησε την βαθιά απροθυμία της να γίνει μέλος του αντι-ISIS συνασπισμού το καλοκαίρι του 2014, η Ουάσιγκτον ξεκίνησε να ψάχνει για άλλους συμμάχους στην περιοχή για να αποκλείσει την ανάπτυξη μεγάλου αριθμού αμερικανικών στρατευμάτων στο Ιράκ και, ενδεχομένως, στην Συρία. Η κυβέρνηση Ομπάμα βρήκε εταίρους σε ορισμένες μονάδες του στρατού του Ιράκ, τους ιρακινούς Κούρδους πεσμεργκά [11], και τους Σύριους Κούρδους μαχητές που ονομάζονται Μονάδες Λαϊκής Προστασίας, γνωστοί ευρέως με το κουρδικό ακρωνύμιο τους, YPG.

Αποδεικνύεται ότι, σύμφωνα με αξιωματούχους των ΗΠΑ, το YPG είναι μια αποτελεσματική δύναμη ενάντια στο ISIS και, ως εκ τούτου, οι Αμερικανοί στρατιωτικοί διοικητές έχουν ολοένα και περισσότερο συντονιστεί με τους μαχητές της οργάνωσης. Ωστόσο, το YPG υπάρχει εν μέρει επειδή το PKK βοήθησε στην σύστασή του αφότου η συριακή εξέγερση έγινε στρατιωτικοποιημένη και οι δύο οργανώσεις συντονίστηκαν ξεκάθαρα. Αυτό έκανε δύσκολο στους Αμερικανούς πολιτικούς οι οποίοι έχουν εργαστεί σκληρά για να επιβεβαιώσουν ότι η Τουρκία έχει το δικαίωμα να αμύνεται κατά της τρομοκρατίας του ΡΚΚ, να διατηρούν παράλληλα την ιδέα ότι το YPG και το ΡΚΚ είναι διακριτά. Αυτή η αντίληψη, στην οποία μόνο οι αξιωματούχοι των ΗΠΑ φαίνεται να πιστεύουν, τους επιτρέπει να συνεχίζουν να εργάζονται με το YPG κατά του ISIS.