Η ανήσυχη Δικαιοσύνη της Ουκρανίας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η ανήσυχη Δικαιοσύνη της Ουκρανίας

Οι πολιτικές πίσω από την ανταλλαγή αιχμαλώτων
Περίληψη: 

Έχοντας καταδικαστεί σε 22 χρόνια φυλάκισης από ρωσικό δικαστήριο στην πόλη Ντόνετσκ, για τον δήθεν ρόλο της στον θάνατο δύο Ρώσων δημοσιογράφων το 2014, η Savchenko απελευθερώθηκε σε αντάλλαγμα για δύο Ρώσους φερόμενους ως αξιωματικούς της Υπηρεσίας πληροφοριών του στρατού που είχαν κρατηθεί υπό ουκρανική επιμέλεια. Ωστόσο, πίσω από την ανταλλαγή αυτή υπάρχει πληθώρα πολιτικών διεργασιών.

Ο ISAAC WEBB είναι πτυχιακός φοιτητής στο Τμήμα Ρωσικών, Ανατολικο-ευρωπαϊκών και Ευρασιατικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Stanford. Μπορείτε να τον ακολουθείτε στοTwitter @isaacdwebb [1].

Στις 25 Μαΐου, η Ουκρανή πιλότος Νάντια Σαβτσένκο επέστρεψε στην πατρίδα της μετά από σχεδόν δύο χρόνια κράτησης στην Ρωσία [2]. Έχοντας καταδικαστεί σε 22 χρόνια φυλάκισης από ρωσικό δικαστήριο στην πόλη Ντόνετσκ κοντά στα σύνορα με την Ρωσία, για τον δήθεν ρόλο της στον θάνατο δύο Ρώσων δημοσιογράφων το 2014, η Savchenko απελευθερώθηκε [3] σε αντάλλαγμα για δύο Ρώσους φερόμενους ως αξιωματικούς της Υπηρεσίας πληροφοριών του στρατού που είχαν κρατηθεί υπό ουκρανική επιμέλεια.

Οι κατηγορίες εναντίον της Savchenko αμφισβητήθηκαν, αλλά η ταυτότητά της όχι. Το ίδιο δεν μπορεί να ειπωθεί για τους δύο Ρώσους, τον Alexander Alexandrov και τον Yevgeny Yerofeyev, οι οποίοι συνελήφθησαν στην ανατολική περιοχή Luhansk της Ουκρανίας τον Μάιο του 2015. Αρχικά παραδέχθηκαν ότι υπηρετούν στον ρωσικό στρατό, αλλά αργότερα ανακάλεσαν την ομολογία τους, λέγοντας ότι είχε αποσπασθεί υπό πίεση. (Οι Alexandrov και Yerofeyev, μαζί με την ρωσική κυβέρνηση, επέμειναν ότι οι δύο άνδρες είχαν πάει ως εθελοντές με τις αποσχιστικές δυνάμεις στην ανατολική Ουκρανία κατά την στιγμή της σύλληψής τους). Μετά από μια μακρά έρευνα και δίκη, τον Απρίλιο του 2016 ένα δικαστήριο στο Κίεβο βρήκε αμφότερους τους άνδρες ένοχους για διεξαγωγή «επιθετικού πολέμου» και για την διάπραξη μιας «τρομοκρατικής πράξης» που οδήγησε στον θάνατο ενός μέλους των ουκρανικών ενόπλων δυνάμεων, μεταξύ άλλων εγκλημάτων. Με το να υπηρετούν ως στρατιώτες στον ρωσικό στρατό μαζί με δυνάμεις των αυτονομιστών, το δικαστήριο έκρινε ότι οι δύο άνδρες είχαν διαπράξει μια πράξη επιθετικότητας κατά της κυριαρχίας της Ουκρανίας.

Οι Αλεξάντροφ και Γεροφέγιεφ είναι μεταξύ ενός μικρού αριθμού Ρώσων που έχουν καταδικαστεί για εγκλήματα επίθεσης από τότε που ξεκίνησε η σύγκρουση στην ανατολική Ουκρανία [4] την άνοιξη του 2014. Οι δίκες των μελών αυτών των ενόπλων δυνάμεων κατέχουν ιδιαίτερη νομική σημασία, δεδομένου ότι φαίνεται να σηματοδοτούν την πρώτη φορά που οποιοδήποτε δικαστήριο -εγχώριο ή διεθνές- έχει καταδικάσει έναν εναγόμενο για το έγκλημα της επίθεσης από την εποχή του Διεθνούς Στρατοδικείου στη Νυρεμβέργη το 1946. Πιο άμεσα, οι αιτίες και τα αποτελέσματά τους αποκαλύπτουν πώς η ουκρανική κυβέρνηση έχει εργαλειοποιήσει επιδέξια το εγχώριο και το διεθνές δίκαιο για να εξαγάγει πολιτικό κέρδος.

03062016-1.jpg

Ο Yevgeny Yerofeyev και ο Alexander Alexandrov κατά την διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας στο Κίεβο, τον Απρίλιο του 2016. VALENTYN OGIRENKO / REUTERS
------------------------------------------

ΕΠΙΛΕΓΟΝΤΑΣ

Η έννοια της ατομικής ποινικής ευθύνης για διεθνή στρατιωτική επιθετικότητα έχει τις ρίζες της στις ειρηνευτικές συνομιλίες που πραγματοποιήθηκαν στο Παρίσι μετά τον Παγκόσμιο Πόλεμο [5]. Σε μια προσπάθεια να αποθαρρύνει το είδος της στρατιωτικής δράσης που οδήγησε σε αυτήν την σύγκρουση, το Σύμφωνο της Κοινωνίας των Εθνών, το οποίο υπεγράφη τον Ιούνιο του 1919, ζήτησε να απαγορευθεί η χρήση βίας από τα κράτη και κάλεσε οι παραβάτες να τιμωρούνται με κυρώσεις. Καθώς ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος πλησίαζε στο τέλος του, τον Ιούνιο του 1945, μια παρόμοια απαγόρευση χρήσης βίας κατοχυρώθηκει στο άρθρο 2 (4) του Χάρτη του διάδοχου οργανισμού του Συνδέσμου, τα Ηνωμένα Έθνη. Στην συνέχεια, με την υπογραφή του Καταστατικού του Διεθνούς Στρατοδικείου λίγους μήνες αργότερα, η διεθνής κοινότητα θέσπισε ένα νομικό πλαίσιο που επέτρεψε στα κράτη να καταστήσουν τα άτομα υπεύθυνα για εγκλήματα επίθεσης.

Σχεδόν τριάντα χρόνια αργότερα, το 1974, η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ ενέκρινε ένα ψήφισμα που ενίσχυσε την απαγόρευση της χρήσης βίας του άρθρου 2 (4) εναντίον άλλων κρατών. Αλλά δεν διευκρινίζει πώς τα άτομα θα μπορούσαν να διωχθούν για τα εγκλήματα αυτά. Δεν ήταν παρά το 2010, οκτώ χρόνια αφότου το Καταστατικό της Ρώμης για την ίδρυση του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου [6] (ΔΠΔ) τέθηκε σε ισχύ, που οι εκπρόσωποι στην Αναθεωρητική Διάσκεψη του ΔΠΔ στην Καμπάλα, στην Ουγκάντα, συμφώνησαν σε έναν ορισμό της επιθετικότητας. Για την τροποποίηση του Καταστατικού της Ρώμης, οι αντιπρόσωποι στο συνέδριο αποφάσισαν ότι η κατηγορία της επίθεσης θα μπορούσε να ασκηθεί μόνο κατά αξιωματούχων σε «θέση [ή θέσεις] αποτελεσματικές στο να ασκήσουν έλεγχο ή να κατευθύνουν την πολιτική ή στρατιωτική δράση ενός κράτους» (“position[s] effectively to exercise control over or to direct the political or military action of a State”) -εν ολίγοις, εναντίον εθνικών ή στρατιωτικών ηγετών. Μέχρι το ΔΠΔ να αναλάβει δικαιοδοσία επί εγκλημάτων επιθετικότητας -όχι νωρίτερα από τον Ιανουάριο του 2017, σύμφωνα με τους όρους που καθορίστηκαν στο συνέδριο στην Καμπάλα- εναπόκειται στα εθνικά δικαστήρια να δικάσουν αυτές τις περιπτώσεις. Προς το παρόν, η Ουκρανία πρέπει να βασιστεί στον εγχώριο ποινικό της κώδικα, ο οποίος είναι ένας από τους ελάχιστους στον κόσμο που ποινικοποιούν επιθετικές στρατιωτικές ενέργειες.